— Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτών των εκλογών, της 21ης Μαΐου;
Είναι εκλογές κάμψης του δικομματισμού και κατακερματισμού της ψήφου. Τα δύο μεγάλα κόμματα διακυβέρνησης −Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ− στις βουλευτικές του 2019 είχαν ξεπεράσει το 70%, είχαν συγκεντρώσει αθροιστικά ποσοστό 71,4%, από 63,56% που έλαβαν τον Σεπτέμβριο του 2015. Στις επερχόμενες εκλογές σίγουρα θα συγκεντρώσουν ποσοστό κάτω από 70%, μπορεί και κάτω από 65%. Είναι πιθανό να επιστρέψουμε στα επίπεδα του Σεπτεμβρίου του 2015.
— Ποιες είναι οι αιτίες της περαιτέρω κάμψης του δικομματισμού που προβλέπετε;
Αυτό συμβαίνει διότι, αφενός, η ΝΔ έχει υποστεί σημαντική φθορά από τη διακυβέρνηση που άσκησε. Σημείο καμπής αποτέλεσε η πρωτοφανής κοινωνική κινητοποίηση που ακολούθησε την πρόσφατη τραγωδία στα Τέμπη και η οποία αποτελεί ρεκόρ δωδεκαετίας. Υπολογίζω ότι πάνω από 2.500.000 άτομα πήραν μέρος πανελλαδικά σε κινητοποιήσεις. Η κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να μην εμφανίζεται στα μέσα ενημέρωσης, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει και θα έχει εκλογικό αποτύπωμα.
— Ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει από αυτό ή επωφελούνται μόνο τα μικρά κόμματα;
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εμφανίζει εκλογική άνοδο, αντιθέτως έχει σημαντικές απώλειες προς τα αριστερά, προς το ΚΚΕ, το ΜέΡΑ25, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενδεχομένως και προς μικρότερους σχηματισμούς. Δεν παρατηρείται εκείνη η μαζική μετατόπιση του «ενδιάμεσου» εκλογικού σώματος, που παλαιότερα, στις συνθήκες του προμνημονιακού δικομματισμού, δημιουργούσε ισχυρό εκλογικό ρεύμα και οδηγούσε στην εναλλαγή των κυβερνήσεων.
Η συνεχής αλλαγή του εκλογικού νόμου από τις εκάστοτε κυβερνήσεις αποτελεί μια βασική διαχρονική παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Στην Ελλάδα, σχεδόν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση αλλάζει και ο εκλογικός νόμος. Για να μείνουμε μόνο στη μετεμφυλιακή ιστορία, στις επτά εκλογές της προδικτατορικής περιόδου (1950-1967) υπήρξαν πέντε αλλαγές του εκλογικού νόμου, ενώ στις δεκαεννιά (με τις προσεχείς) της μεταπολιτευτικής περιόδου (1974-2023) έχουμε 13 μεταβολές!
Το παλιό δικομματικό «εκκρεμές» δεν λειτουργεί πλέον. Η διαπαραταξιακή μετατόπιση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης υπάρχει, δηλαδή η ΝΔ έχει μεγαλύτερες διαρροές προς τον ΣΥΡΙΖΑ από ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ, αλλά δεν επαρκεί. Αποτέλεσμα αυτής της αναμενόμενης κάμψης είναι ότι επανέρχεται η τάση διασποράς της ψήφου που είχε εμφανιστεί στο κομματικό σύστημα την προηγούμενη δεκαετία, λόγω των μνημονίων.
— Διευκολύνεται και από την απλή αναλογική η τάση διασποράς;
Αυτός ο κατακερματισμός διευκολύνεται από το εκλογικό σύστημα, την απλή αναλογική, αλλά είναι αφελές να πιστέψει κανείς ότι οφείλεται αποκλειστικά σε αυτό. Έχει βαθύτερες πολιτικές και κοινωνικές αιτίες. Οφείλεται στην αδυναμία των κομμάτων που διαχειρίστηκαν τη διακυβέρνηση τα τελευταία 15 χρόνια –ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ− να πείσουν το εκλογικό σώμα. Ας μην ξεχνάμε ακόμη ότι υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και το ζήτημα της σύγκλισης των κομμάτων.
— Πού εντοπίζετε αυτήν τη σύγκλιση ανάμεσα σε ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ;
Στις περισσότερες πολιτικές που εφαρμόζονται. Οι διαφορές αυτών των κομμάτων διακυβέρνησης είναι δυσδιάκριτες ή και ανύπαρκτες στα περισσότερα και σημαντικότερα ζητήματα. Αν πάρει για παράδειγμα κανείς το νομοθετικό έργο της απερχόμενης Βουλής, θα διαπιστώσει ότι η λεγόμενη «νομοθετική συναίνεση» μεταξύ τους είναι πολύ καθαρή. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Vouliwatch για την περίοδο 2019-2021, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ψήφισαν μαζί σχεδόν το 70% των νομοσχεδίων που κατατέθηκαν, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν μαζί το 48%, ενώ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ μαζί το 69%.
— Θα έχουμε κυβέρνηση απλής αναλογικής από την πρώτη Κυριακή ή θα ψηφίσουμε τελικά με δύο εκλογικά συστήματα; Έχετε κάποια πρόβλεψη;
Η κυβέρνηση με απλή αναλογική προϋποθέτει να υπάρξει συνεργασία κομμάτων, κάτι που 4 −ΝΔ, Ελληνική Λύση, ΜέΡΑ25, ΚΚΕ− από τα 6 κοινοβουλευτικά κόμματα αποκλείουν. Μόνο το σενάριο ενός «μεγάλου συνασπισμού», δηλαδή συνεργασία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων θα μπορούσε να είναι αριθμητικά εφικτό, αλλά κάτι τέτοιο δεν τίθεται σήμερα πολιτικά. Θα μπορούσε να τεθεί μόνο σε ενδεχόμενο εθνικής ή άλλης κρίσης, π.χ. στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
— Η Νέα Δημοκρατία επισείει τον κίνδυνο της αστάθειας.
Η μομφή της ΝΔ κατά της απλής αναλογικής συνιστά, απλώς, κινδυνολογία. Η κυβερνητική σταθερότητα δεν εξαρτάται από το εκλογικό σύστημα. Τον Μάιο του 2012, όταν η ΝΔ έλαβε το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία της ελληνικής δεξιάς από το 1926 (18,85%), αλλά και το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ ήρθε τρίτο κόμμα με ποσοστό 13,2%, ίσχυε η ενισχυμένη αναλογική. Η σταθερότητα των κυβερνήσεων κρίνεται κυρίως από τις πολιτικές που εφαρμόζουν και την αποδοχή τους από το εκλογικό σώμα. Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ, που προτείνει σήμερα «προοδευτική» συνεργασία, βρίσκεται σε στρατηγική αμηχανία, διότι αφενός δεν έχει κυβερνητικούς συνομιλητές, αφετέρου διέπραξε σοβαρά πολιτικά λάθη, αλλάζοντας διαρκώς γραμμή και υπονομεύοντας την ίδια την απλή αναλογική.
— Πώς άλλαξε γραμμή;
Αρχικά, αρνούμενος οποιαδήποτε συζήτηση για προγραμματική συμφωνία, ύστερα θέτοντας ως προτεραιότητα τον μη ρεαλιστικό στόχο του «πρώτου κόμματος» και μιλώντας για «κυβέρνηση ηττημένων». Έδειξε έτσι να αγνοεί την ουσία της απλής αναλογικής, που είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στη συνέχεια, επέδειξε ανεπίτρεπτη αλαζονεία, λέγοντας ότι τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και τα κόμματα της Αριστεράς, «ανεξάρτητα από το τι λένε προεκλογικά», θα «εξαναγκασθούν» και θα «συρθούν» τελικά στην υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ. Αργότερα, όταν και αυτή η γραμμή δεν «περπάτησε», μίλησε για ψήφο «ανοχής», και πάλι χωρίς καμιά προγραμματική συμφωνία.
— Γιατί αλλάζουμε διαρκώς εκλογικούς νόμους στην Ελλάδα;
Η συνεχής αλλαγή του εκλογικού νόμου από τις εκάστοτε κυβερνήσεις αποτελεί μια βασική διαχρονική παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Στην Ελλάδα, σχεδόν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση αλλάζει και ο εκλογικός νόμος. Για να μείνουμε μόνο στη μετεμφυλιακή ιστορία, στις επτά εκλογές της προδικτατορικής περιόδου (1950-1967) υπήρξαν πέντε αλλαγές του εκλογικού νόμου, ενώ στις δεκαεννιά (με τις προσεχείς) της μεταπολιτευτικής περιόδου (1974-2023) έχουμε 13 μεταβολές! Για την Ελλάδα ισχύει περισσότερο από ό,τι για οποιαδήποτε άλλη χώρα η γνωστή κρίση του μεγάλου Ιταλού πολιτικού επιστήμονα Giovanni Sartori ότι τα εκλογικά συστήματα αποτελούν τον πιο εξειδικευμένο μηχανισμό χειραγώγησης της πολιτικής.
Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η αλλαγή του εκλογικού νόμου γίνεται συνήθως μπούμερανγκ για την κυβέρνηση που την προώθησε, γιατί η πολιτική πραγματικότητα δεν είναι προβλέψιμη. Αυτό έχει συμβεί αρκετές φορές στην Ελλάδα και έως έναν βαθμό συμβαίνει και σήμερα.
— Τι επιδίωκε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όταν άλλαξε τον εκλογικό νόμο;
Με την καθιέρωση της απλής αναλογικής τον Ιούλιο του 2016, ο Αλέξης Τσίπρας επιδίωξε να κατοχυρώσει τη θέση του κόμματός του στο κομματικό σύστημα της μνημονιακής διακυβέρνησης, βλέποντας τη φθίνουσα πορεία της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, που ξεκίνησε μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα στόχευε στην ανασύνταξη της υπονομευμένης από τα μνημόνια κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, γιατί αυτό απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα από την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Αυτή η χρήση του εκλογικού νόμου φυσικά δεν αποτελεί πρωτοτυπία, γιατί η εφαρμογή της απλής αναλογικής ιστορικά στην Ελλάδα υπήρξε πάντοτε χειραγωγική και τακτικιστική. Ας μην ξεχνάμε ότι Ένωση Κέντρου, ΕΡΕ και μοναρχία είχαν συμφωνήσει να διεξαχθούν με την απλή αναλογική και οι προγραμματισμένες εκλογές του Μαΐου 1967, τις οποίες ματαίωσε η δικτατορία.
— Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις αιτίες για τις οποίες αποδοκιμάστηκε στις εκλογές του 2019;
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει μάθει ούτε το μάθημα του 2015, ούτε του 2019. Ο ΣΥΡΙΖΑ «πάσχει» από «εκλογικισμό». Εκλογικισμός δεν είναι προφανώς το να συμμετέχεις στις εκλογές και να προσπαθείς να τις κερδίσεις. Εκλογικισμός, για ένα κόμμα που αναφέρεται στην Αριστερά, είναι να αγνοείς ότι η κατάκτηση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας προϋποθέτει και έχει πολιτικό νόημα όταν επισφραγίζει μια ευρύτατη εξωκοινοβουλευτική δραστηριότητα. Αν η δραστηριότητα αυτή απουσιάζει, όπως συμβαίνει σήμερα, με εξαίρεση τη «σημειακή» έκρηξη των Τεμπών, το γενικό εκλογικό δικαίωμα οδηγεί συχνότερα στην ήττα ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια πρόσκαιρη και χωρίς προοπτική νίκη. Για να έχει νόημα και προοπτική μια εκλογική νίκη της Αριστεράς, απαιτείται η απόρριψη του εκλογικισμού και η πυροδότηση ενός νέου κοινωνικού-εκλογικού ρεύματος, αντίστοιχου με εκείνο που δημιουργήθηκε στις αρχές της μνημονιακής περιόδου.
Αντίθετα, η μετατόπιση προς το ανύπαρκτο «κέντρο» δεν δημιουργεί κοινωνικό ρεύμα. Δεν κινητοποιεί τους απελπισμένους, τους παραιτημένους, τους ιδιωτεύοντες και τους απέχοντες. Ο Αλέξης Τσίπρας όμως έχει γοητευθεί από τις Σειρήνες της «κεντρώας ή ακόμη και της κεντροδεξιάς διεύρυνσης». Η ιδέα που υποκρύβει αυτή η στρατηγική είναι ότι για να κερδίσεις τις εκλογές πρέπει να προσελκύσεις τους «διστακτικούς» εκλογείς, τους «μετριοπαθείς», τους «αναποφάσιστους» των δημοσκοπήσεων: αυτούς που ψήφιζαν μέχρι τώρα συντηρητικά, αλλά που αυτήν τη φορά θα μπορούσαν να κάνουν το άλμα. Αυτή η αυταπάτη, εκτός από αφελής, έχει διαψευστεί ιστορικά αμέτρητες φορές. Είναι γνωστό ότι οι εκλογές δεν κερδίζονται μέσα στις προεκλογικές καμπάνιες. Ο εκλογικισμός είναι τελικά συνταγή και εκλογικής ήττας.
— Πώς εξηγείται η ανθεκτικότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη ειδικά μετά και τις υποκλοπές και τα Τέμπη;
Για την «ανθεκτικότητα» της κυβέρνησης μπορούμε να μιλήσουμε μετά τις εκλογές. Τώρα μπορούμε να πούμε ποια πράγματα λειτουργούν ως πλεονέκτημα για την κυβέρνηση στον εκλογικό ανταγωνισμό: το πρώτο είναι οι αδυναμίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις οποίες αναφερθήκαμε. Το δεύτερο, ο κατακερματισμός της δεξιάς δυσαρέσκειας, αλλά και οι −για πρώτη φορά σε αυτήν έκταση− επικίνδυνες θεσμικές μεθοδεύσεις, για αποκλεισμό από τις εκλογές δεξιών κομματικών σχηματισμών που αντιπολιτεύονται τη ΝΔ, μέσω του Αρείου Πάγου, για τυπικούς λόγους. Και αυτό πλέον δεν αφορά μόνο τη συζήτηση για το νεοναζιστικό μόρφωμα. Τρίτο πλεονέκτημα για την κυβέρνηση είναι η αδυναμία και η εκλογική κάμψη του ΠΑΣΟΚ και τέταρτο ο ασφυκτικός έλεγχος των μέσων ενημέρωσης.
— Γιατί μιλάτε για επικίνδυνη θεσμική μεθόδευση; Διαφωνείτε με το μπλόκο στον νεοναζί Κασιδιάρη;
Το ζήτημα είναι πώς αντιμετωπίζεις τον νεοναζιστικό κίνδυνο. Σίγουρα όχι πριονίζοντας προκαταβολικά τη δημοκρατία που ο νεοναζισμός εχθρεύεται. Επιπλέον οι κυοφορούμενες απαγορεύσεις, και μάλιστα για διαδικαστικούς λόγους, δεν αφορούν μόνο τους νεοναζί αλλά και άλλους αντίπαλους πολιτικούς σχηματισμούς στα δεξιά της ΝΔ. Στην ουσία πιστεύω ότι με την τροπολογία Κασιδιάρη ο Άρειος Πάγος αναδεικνύεται άτυπα σε «συνταγματικό δικαστήριο».
Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η αλλαγή του εκλογικού νόμου γίνεται συνήθως μπούμερανγκ για την κυβέρνηση που την προώθησε, γιατί η πολιτική πραγματικότητα δεν είναι προβλέψιμη. Αυτό έχει συμβεί αρκετές φορές στην Ελλάδα και έως έναν βαθμό συμβαίνει και σήμερα.
— Γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να κρατά τα υψηλά ποσοστά που κατέδειξαν οι δημοσκοπήσεις μετά την εκλογή Ανδρουλάκη;
Για αρκετούς λόγους, που μπορούμε πρόχειρα να απαριθμήσουμε, όχι απαραίτητα ιεραρχικά. α) Για την ενίσχυση ενός κόμματος δεν αρκεί μόνο η αλλαγή ηγεσίας, θα πρέπει να συντρέχουν και άλλοι λόγοι. β) Το στελεχικό δυναμικό του κόμματος εμφανίζεται βαθιά διχασμένο και έχει εσωτερικεύσει την πόλωση ΝΔ − ΣΥΡΙΖΑ, που διαμορφώνει δύο αντίθετα ρεύματα: ένα «κεντροδεξιό», που προσβλέπει στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ, και ένα «κεντροαριστερό», που προσβλέπει στη συγκυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ. γ) Το ιστορικό φορτίο που έχει χρεωθεί το ΠΑΣΟΚ, αναφορικά με την επιβολή της μνημονιακής πολιτικής, εξακολουθεί να υφίσταται. δ) Η υπόθεση Καϊλή έπληξε την εικόνα του κόμματος και επανέφερε στη συλλογική μνήμη το αμαρτωλό του παρελθόν. ε) Γιατί, όπως προαναφέρθηκε, στις βασικές πολιτικές που εφαρμόζονται δεν διαφέρει από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
— Τι επιλογές έχει το ΠΑΣΟΚ σήμερα;
Οι επιλογές του ΠΑΣΟΚ δεν είναι πολλές, δεδομένου ότι το σενάριο συγκυβέρνησης με τη ΝΔ μπορεί να αποδειχθεί αριθμητικά ίσως το μόνο εφικτό. Επιπρόσθετα, το ρεύμα στο εσωτερικό του, που κλίνει προς αυτή την κατεύθυνση, είναι και το ισχυρότερο.
— Αυξημένη αποχή θα έχουμε, όπως εικάζεται από πολλούς;
Από το 2004 η αποχή στην Ελλάδα αυξάνεται συνεχώς. Από τα 7.575.000 που ψήφισαν στις βουλευτικές του 2004, το εκλογικό σώμα έχει συρρικνωθεί σε 5.770.000 που ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές. Δηλαδή, σχεδόν δύο εκατομμύρια πολίτες (1,8) έχουν αποχωρήσει από την εκλογική διαδικασία, που είναι το θεμέλιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αυτή η διαρροή δεν εξηγείται ούτε από τη δημογραφική συρρίκνωση, ούτε από το brain drain, είναι πολιτική. Επιταχύνθηκε, δε, ραγδαία μετά το δημοψήφισμα του 2015, με πολιτική και ηθική ευθύνη βέβαια και του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα πρέπει να πούμε ότι οι δημοσκοπήσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη για το ύψος της αποχής, διότι συνήθως −δημοσκοπικά− η αποχή υποεκτιμάται. Με δεδομένη αυτήν τη διευκρίνιση και με βάση τα συγκριτικά δημοσκοπικά δεδομένα από προηγούμενες εκλογές, ωστόσο, δεν φαίνεται κάποια τάση για αύξηση της αποχής. Ίσως να συμβάλλει σε αυτό και η αυξημένη «πολιτική προσφορά» που ανέφερα πριν.
— Πώς θα ψηφίσουν οι νέοι;
Οι νέοι θα ψηφίσουν μαζικά αντικυβερνητικά. Η ΝΔ έχει χάσει τη νεολαία. Το ποσοστό της στις νεότερες ηλικιακές ομάδες, 17-34 ετών (που αντιστοιχούν, σύμφωνα με τη μαρκετίστικη ταξινόμηση, στους Millennials και την Generation X), είναι κάτω από 20%. Γι’ αυτό και βλέπετε τον κ. Μητσοτάκη να καταφεύγει επικοινωνιακά στο TikTok και το YouTube, προσπαθώντας να μαζέψει την κατάσταση. Σε αυτές τις ηλιακές κατηγορίες καταγράφεται σαφώς ένα ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης, όχι πλειοψηφικό, αλλά ισχυρό, που κατευθύνεται κυρίως στα αριστερά (ΜέΡΑ25, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά και στην ακροδεξιά (Κασιδιάρης, κ.λπ.), αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό. Η επανεμφάνιση νεολαιίστικου κινήματος στην Ελλάδα, μετά από δεκαετίες, συνδέεται πρώτα από όλα με την αποδιάρθρωση της εκπαίδευσης και το κλείσιμο της πρόσβασης στην τριτοβάθμια, που προωθήθηκε εντατικά. Οι γενιές αυτές βιώνουν τα αποτελέσματα των μνημονιακών πολιτικών της προηγούμενης δεκαετίας: την υποβάθμιση των σπουδών τους, τη ματαίωση της προοπτικής, την εργασιακή επισφάλεια, τον στιγματισμό και την καταστολή, έχουν λόγο να κινητοποιηθούν. Σημείο καμπής σε αυτό αποτέλεσαν τα Τέμπη.
Οι «αναποφάσιστοι» είναι μια ιδεολογική εμπειρική κατασκευή των δημοσκοπήσεων, που χρησιμοποιείται καταχρηστικά και ταυτολογικά από τους δημοσκόπους και τα μέσα ενημέρωσης. Φράσεις-κλισέ του τύπου «Οι αναποφάσιστοι αποφάσισαν!», «Οι αναποφάσιστοι θα κρίνουν τις εκλογές» κ.λπ. είναι άνευ νοήματος και δεν εξηγούν τίποτα στην εκλογική συμπεριφορά.
— Από πού παίρνει ψηφοφόρους το ΜέΡΑ25 που τελευταία καταγράφει ανοδική πορεία;
Το ΜέΡΑ25 του 2023 διαφέρει αισθητά από το ΜέΡΑ25 του 2019. Σήμερα, πρόκειται σαφώς για έναν πιο ριζοσπαστικό και κοινωνικά περισσότερο νεανικό πολιτικό σχηματισμό. Η άνοδος που καταγράφει σήμερα το ΜέΡΑ25 δεν οφείλεται μόνο σε διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ από τις βουλευτικές του 2019, διότι υπάρχουν και οι αντίστροφες. Προέρχεται περισσότερο από την αποχή, τους μισθωτούς και τους νέους. Προσελκύει κόσμο της πολιτικής αποχής, ιδίως απογοητευμένους του ΣΥΡΙΖΑ, που απομακρύνθηκαν μετά το δημοψήφισμα του 2015. Η εκλογική του επιρροή προέρχεται κυρίως από τους μισθωτούς δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και τους ανέργους. Αντίθετα, στις δύο κατηγορίες του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού −συνταξιούχοι, νοικοκυρές− έχει ελάχιστη επιρροή. Ηλιακά, επικεντρώνεται στις δύο πρώτες ηλικιακές ομάδες, 17-24 και 25-34, όπου η επιρροή του είναι διψήφια και κυρίαρχη.
— Υπάρχουν πολλοί αναποφάσιστοι στο εκλογικό σώμα;
Δεν πρέπει να δίνουμε μεγάλη σημασία σε αυτήν την έννοια. Οι «αναποφάσιστοι» είναι μια ιδεολογική εμπειρική κατασκευή των δημοσκοπήσεων, που χρησιμοποιείται καταχρηστικά και ταυτολογικά από τους δημοσκόπους και τα μέσα ενημέρωσης. Φράσεις-κλισέ του τύπου «Οι αναποφάσιστοι αποφάσισαν!», «Οι αναποφάσιστοι θα κρίνουν τις εκλογές» κ.λπ. είναι άνευ νοήματος και δεν εξηγούν τίποτα στην εκλογική συμπεριφορά. Απλώς προστατεύουν τα μέσα και τους δημοσκόπους από την περίπτωση αστοχίας των δημοσκοπήσεων. Αυτή η κατηγορία πολιτών «δημιουργείται» απλώς από την απάντηση των ερωτώμενων στην ερώτηση «τι θα ψηφίσετε» και τις περισσότερες φορές συνιστά υπεκφυγή ή συγκαλυμμένη άρνηση του ερωτώμενου να δηλώσει την πρόθεση ψήφου του. Ωστόσο, αυτή η άρνηση δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για τη μη διερεύνηση της εκλογικής συμπεριφοράς.
Αλλά για να απαντήσω στο ερώτημά σας, οι «αναποφάσιστοι» σε αυτές τις εκλογές δεν είναι ούτε περισσότεροι ούτε λιγότεροι από ό,τι συνήθως την τελευταία εικοσαετία. Και αυτό παρά το γεγονός ότι υπάρχει εκείνο που ονομάζουμε αυξημένη ρευστότητα της ψήφου και αποδυνάμωση των κομματικών ταυτίσεων. Δηλαδή, οι δεσμοί των πολιτών με τα κόμματά τους είναι πλέον πολύ πιο χαλαροί και ευμετάβλητοι.
— Γιατί δεν είναι τελικά τόσο υψηλό το ποσοστό των αναποφάσιστων;
Μια ερμηνεία είναι είτε επειδή αυτήν τη φορά υπάρχει αυξημένη «πολιτική προσφορά», σχεδόν 50 κόμματα και σχηματισμοί κατεβαίνουν στις εκλογές −διπλάσιος αριθμός από το 2019−, είτε επειδή η διάθεση των πολιτών για αποδοκιμασία της κυβέρνησης είναι ισχυρή και αποσαφηνισμένη.
— Υπάρχουν σιωπηλοί ψηφοφόροι;
«Σιωπηλοί» ψηφοφόροι προφανώς υπάρχουν, υπήρχαν και πριν τις δημοσκοπήσεις και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Οι «σιωπηλοί» ψηφοφόροι δεν απαντούν στις έρευνες κοινής γνώμης. Ένα μεγάλο τμήμα τους απέχει από τις εκλογές είτε συνειδητά, λόγω απογοήτευσης από την πολιτική, είτε λόγω «απάθειας», δηλαδή λόγω «αποπολιτικοποίησης».