ΑΡΚΕΤΟ ΚΑΙΡΟ ΠΡΙΝ από το πρόσφατο κύμα πληθωρισμού και την εκρηκτική αύξηση του ενεργειακού κόστους, ένα κοινό μυστικό πλανιόταν πάνω από τις πόλεις μας: η εύρεση κατοικίας γινόταν όλο και πιο δύσκολη, τα ενοίκια και οι τιμές των ακινήτων αυξάνονταν εκθετικά, ενώ το σερφάρισμα σε πλατφόρμες αγγελιών έφερνε συχνά τους υποψήφιους ενοίκους αντιμέτωπους με επιλογές που απείχαν πολύ από το να θεωρηθούν ιδανικές.
Και όμως, η κατάσταση που διαμορφώθηκε ειδικά την τελευταία δεκαετία διατηρούσε όντως τον χαρακτήρα ενός «μυστικού». Έμοιαζε με μια ανομολόγητη νέα συνθήκη που, παρά την εξοικείωση με τα νέα οικονομικά δεδομένα της δεκαετίας της κρίσης και την αποδοχή της επισφάλειας ως συστατικού κομματιού της ζωής ειδικά των νέων, δεν χώραγε εύκολα στα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας.
Σε μια κοινωνία που έχει γαλουχηθεί ιστορικά με το όνειρο της απόκτησης στέγης και που το ιδιόκτητο σπίτι (και το στεγαστικό δάνειο βεβαίως) συμβόλιζε την ωρίμανση και την άνοδο στην κοινωνική κλίμακα αλλά και τον οριστικό απογαλακτισμό, η παραδοχή ότι κάτι τέτοιο είναι πλέον εξαιρετικά πιο δύσκολο σε σχέση με την προηγούμενη γενιά συμβολίζει μια αποτυχία. Και μάλιστα οικογενειακή, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Πλέον η νέα αυτή συνθήκη γίνεται ολοένα πιο αποδεκτή, χωρίς αυτοενοχοποίηση. Και αυτό είναι ίσως το πρώτο βήμα για να ξεκινήσει η καθυστερημένη συζήτηση στην Ελλάδα για την κατοικία και τη στέγαση ως δημόσια πολιτική και όχι αποκλειστικά ιδιωτική, οικογενειακή υπόθεση.
Η απογείωση της αγοράς κατοικίας δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό προνόμιο, συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Η πρωτιά στην επισφάλεια και τις στεγαστικές δαπάνες όμως είναι.
Ας ξεκινήσουμε με τα δεδομένα. Στην Ελλάδα η στεγαστική επισφάλεια έχει πιάσει κόκκινο. Η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος τη δεκαετία της κρίσης, η ανεργία και οι κακοπληρωμένες δουλειές σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση των τιμών στην αγορά κατοικίας ειδικά από το 2016 και μετά αφήνουν την κοινωνική τους σφραγίδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα το 2020 ένα στα τρία νοικοκυριά πλήρωνε πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του τον μήνα σε έξοδα στέγασης, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν ένα στα δεκατρία νοικοκυριά. Μεγάλο πρόβλημα αυτό. Η σύγκριση γίνεται πιο χαοτική όταν δούμε πόσο πληρώνουν τα νοικοκυριά που μένουν στο νοίκι. Πιο συγκεκριμένα, οκτώ στα δέκα νοικοκυριά στην Ελλάδα το 2020 πλήρωναν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους, όταν στην Ευρώπη μόνο τα δύο στα δέκα έφταναν αυτήν τη δαπάνη. Πολύ μεγάλο πρόβλημα.
Αυτή είναι μία ακόμη αρνητική πρωτιά της Ελλάδας σε ευρωπαϊκές στατιστικές. Η απογείωση της αγοράς κατοικίας δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό προνόμιο, συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Η πρωτιά στην επισφάλεια και τις στεγαστικές δαπάνες όμως είναι. Τι φταίει γι’ αυτό;
Υπάρχουν τρεις βασικές αιτίες.
Πρώτον, ο ρόλος της οικογένειας αναφορικά με την κατοικία στην Ελλάδα ήταν πρωταρχικός τη μεταπολεμική περίοδο και παραμένει μέχρι σήμερα. Το μοντέλο της ιδιοκατοίκησης ήταν στην πραγματικότητα μοντέλο κοινωνικής ένταξης αλλά και δείκτης οικονομικής ανάπτυξης και αστικοποίησης. Από την έναρξη της κρίσης και μετά ο υποστηρικτικός ρόλος της οικογένειας αντικειμενικά αποδυναμώθηκε. Οι αποταμιεύσεις συρρικνώθηκαν, ο τραπεζικός δανεισμός μειώθηκε αισθητά, ενώ η σημαντική φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων σήμανε περισσότερα βάρη.
Το αποτέλεσμα ήταν κυρίως στα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) να αυξηθούν σημαντικά τα ποσοστά κατοίκων που μένουν στο νοίκι (περίπου 40% στις πόλεις αυτές, έναντι 27% επί του πανελλαδικού μέσου όρου το 2020), με αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης ενοικιαζόμενης στέγης και την πίεση των ενοικίων προς τα πάνω.
Δεύτερον, οι εξελίξεις στην αγορά κατοικίας ήταν καθοριστικές. Η επέκταση του μοντέλου των βραχυχρόνιων μισθώσεων, ιδίως στους τουριστικούς προορισμούς, μείωσε σημαντικά την προσφορά στέγης προς ενοικίαση, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση των ενοικίων. Η δραστηριοποίηση μεγάλων εταιρειών διαχείρισης και εκμετάλλευσης ακινήτων στην αγορά αυτή έχει δημιουργήσει μεγάλη συγκεντροποίηση στον κλάδο, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες που αξιοποιούν ένα διαμέρισμα για βραχυχρόνια μίσθωση να αποτελούν πλέον μικρή μειοψηφία σε σχέση με του μεγάλους παίκτες.
Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγεί και η χρηματιστικοποίηση της κατοικίας, δηλαδή η λογική που αντιμετωπίζει τα σπίτια ως ένα επενδυτικό προϊόν και πιέζει για συντομότερες και υψηλότερες αποδόσεις με έντονες τάσεις κερδοσκοπίας. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι οι πολιτικές προσέλκυσης κεφαλαίων για επενδύσεις στην κατοικία (λ.χ. βραχυχρόνια μίσθωση, Golden Visa κ.λπ.) έχουν μια αθέατη όψη που δημιουργεί έντονα αρνητικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών. Συντείνουν στην απόσυρση του οικιστικού αποθέματος για μακροχρόνια μίσθωση και πιέζουν τα ενοίκια προς τα πάνω, δημιουργώντας μεγάλη πίεση στα νοικοκυριά.
Τρίτον, και ίσως πιο σημαντικό, η απουσία δημόσιας πολιτικής για την προστασία του κοινωνικού δικαιώματος στην κατοικία στην Ελλάδα είναι εκκωφαντική. Από τη στιγμή που είναι προφανές ότι το αόρατο χέρι της αγοράς στην περίπτωση των ενοικίων δεν λειτουργεί με τρόπο κοινωνικά δίκαιο, η δημόσια παρέμβαση και η θεσμική ρύθμιση είναι απαραίτητες.
Η εμπειρία από πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, άλλωστε, είναι πλούσια. Οι πολιτικές αυτές πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται και να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να αμβλύνουν τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά ενοικιαζόμενης στέγης, να ενισχύουν τα κίνητρα των ιδιοκτητών και κυρίως να καθιστούν τη στέγη οικονομικά προσιτή.
Ως Eteron - Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή, στο πλαίσιο του πρότζεκτ που τρέχουμε από τον Ιανουάριο του 2022 με τίτλο «Ενοίκια στα ύψη», δημοσιεύσαμε πρόσφατα μια μεγάλη ποσοτική έρευνα για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ενοικιαστές/ενοικιάστριες, θέλοντας να κατανοήσουμε βαθύτερα την πραγματική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Ταυτόχρονα δημοσιεύσαμε και ένα κείμενο πολιτικής με τίτλο «Για το δικαίωμα στην οικονομικά προσιτή ενοικιαζόμενη κατοικία» με προτάσεις πολιτικής βασισμένες στη διεθνή εμπειρία και προσαρμοσμένες στην ελληνική πραγματικότητα.
Έχει φτάσει η στιγμή το ζήτημα της οικονομικά προσιτής κατοικίας και της αξιοπρεπούς στέγασης να συζητηθεί με όρους δημόσιας πολιτικής και να απασχολήσει όσους και όσες εμπλέκονται σε αυτή.