Στα ελληνικά, το «Fetch the bolt cutters», ο τίτλος του πέμπτου άλμπουμ της Fiona Apple που κυκλοφόρησε μέσα στο Πάσχα, σημαίνει «Φέρτε τους κόφτες».
Ήταν σαν θείο δώρο για την Apple, όταν, καθώς παρακολουθούσε τη βρετανική αστυνομική σειρά «H πτώση», άκουσε την Gillian Anderson, που ήταν η πρωταγωνίστρια, να ξεστομίζει τη φράση. Η ηρωίδα που υποδύεται η γνωστή ηθοποιός είναι μια ντετέκτιβ, ειδικευόμενη στα σεξουαλικά εγκλήματα, που ψάχνει στην Ιρλανδία τα ίχνη ενός διαβόητου serial killer γυναικών. Σε μια σκηνή, λοιπόν, όταν ανακαλύπτει ένα κορίτσι που έχει βιαστεί και βασανιστεί, διατάζει τους αστυνομικούς τριγύρω να φέρουν ένα κάβουρα για να σπάσουν την κλειδαριά της πόρτας.
Αναλύοντας τον τίτλο και στις δύο συνεντεύξεις-ποταμούς που έδωσε τελευταία –μία στο «New Yorker» και μία στο «Vulture» σε διάστημα αρκετών μηνών– σε σχέση με τη θεματική του καινούργιου της άλμπουμ, προσπάθησε να το εξηγήσει πιο διεξοδικά. «Γνωρίζω ότι το κομμάτι του "New Yorker" λέει ότι "αφορά το να μη φοβάσαι να μιλήσεις". Αλλά είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Έχει να κάνει με το να αποδράς απ' οποιαδήποτε φυλακή έχεις επιτρέψει στον εαυτό σου να ζει, είτε την έχεις χτίσει εσύ ο ίδιος είτε έχει χτιστεί γύρω από σένα και το έχεις απλώς αποδεχτεί. Το μήνυμα του άλμπουμ είναι απλό: πάρε έναν μεγάλο κόφτη και βγες από την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι, όποια και αν είναι, εφόσον δεν σου αρέσει» είπε στο «Vulture».
Η Fiona Apple δεν προσγειώθηκε ξαφνικά από το υπερπέραν, ήταν πάντοτε εδώ, μπορείς να την ανακαλύψεις, όπως όλους τους σπουδαίους καλλιτέχνες. Απλώς τώρα δεν τη νοιάζει να αποδείξει σε κανέναν τίποτα.
Όπως, όμως, μαθαίνεις από το καταπληκτικό πορτρέτο που της έκαναν στο «New Yorker», το άλμπουμ δεν ήταν μια υπόθεση που αφορούσε μόνο τα 8 χρόνια που πέρασε ως σύγχρονος Ροβινσώνας Κρούσος στο σπίτι/καταφύγιό της στο Λος Άντζελες, περιτριγυρισμένη μόνο από τα σκυλιά της και ελάχιστους φίλους και εραστές. Η ιστορία πάει ακόμα πιο πίσω, όταν έσκασε από το πουθενά στο mainstream rock σε ηλικία 18 ετών με το ντεμπούτο άλμπουμ της, «Tidal», το 1996.
Την ανακάλυψαν στα 16 της, ενώ από παιδί μάθαινε κλασικό πιάνο και άρχισε να συνθέτει από 8 ετών. Είναι ίσως από τις τελευταίες εκπροσώπους της Generation X και από τις ελάχιστες μουσικούς της συγκεκριμένης γενιάς που παραμένουν πλέον ενεργές, χωρίς να τις έχει καταπιεί η νέα χιλιετία ή να έχουν πέσει θύματα της διασημότητάς τους. Η GenX ήταν από τις πιο καταραμένες, με τη μουσική βιομηχανία και τον Τύπο να φέρονται πολύ άσχημα στην πλειοψηφία των γυναικών δημιουργών που έβγαιναν τότε. Ειδικά σε όσες είχαν το θάρρος να υψώσουν τη φωνή τους ενάντια στα κακώς κείμενα και τον υποκριτικό πουριτανισμό της μουσικής βιομηχανίας και κατ' επέκταση της αμερικανικής κοινωνίας.
Η Fiona Apple το έκανε δύο φορές, όταν βρισκόταν στο απόγειο της επιτυχίας της με το «Tidal». Τόλμησε τότε να αποκαλύψει ότι είχε βιαστεί στα 12 της από έναν άγνωστο έξω από το σπίτι της, σε μια εποχή που δεν σήκωνε τόσο ωμές δηλώσεις από χαϊδεμένες των μίντια. Και το 1997, στην τελετή των MTV Αwards, παραλαμβάνοντας το βραβείο της, βρήκε την ευκαιρία να πει: «Αυτός ο κόσμος είναι σκατά. Και δεν πρέπει να ρυθμίζεις τη ζωή σου με βάση το τι νομίζουμε εμείς ότι είναι κουλ, τι φοράμε, τι λέμε ή οτιδήποτε άλλο. Άκου τον εαυτό σου».
Αυτό σε μια εποχή που η εικόνα ήταν το παν και η υπερβολική ευθύτητα ή η υπερβολική ευαισθησία μπορούσε να σε καταστρέψει. Ανάλογη αυθάδεια είχε επιδείξει και η Sinéad O'Connor, σκίζοντας τη φωτογραφία του Πάπα στο SNL το 1992 και όλοι γνωρίζουμε το στίγμα που φέρει από τότε. Εντελώς πληροφοριακά, η Sinéad παραμένει μία από τις ηρωίδες της Apple. Είχε προσπαθήσει να τη βοηθήσει με ένα συγκινητικό μήνυμα στην τελευταία δημόσια κρίση της, που απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει.
Το μήνυμα της Fiona Apple στη Sinéad O'Connor
Τα αυτονόητα, αλλά ανήκουστα για την εποχή, που είπε η Fiona τότε ήταν αρκετά για να της κολλήσει και εκείνης η μουσική βιομηχανία την ταμπέλα της ασταθούς και παρεξηγημένης μουσικού που πάσχει από κάτι απροσδιόριστο. Ευτυχώς, το ντεμπούτο της είχε προλάβει να την καθιερώσει στο mainstream υποσυνείδητο, οι επόμενες δουλειές της, όμως, δεν είχαν την ίδια εμπορική επιτυχία, με εξαίρεση το δεύτερο άλμπουμ της, «When the Pawn...».
Τα λιγοστά άλμπουμ της –συνολικά πέντε σε 30 χρόνια καριέρας‒ το μόνο που γνώρισαν ήταν η αποδοχή των κριτικών, ενώ ήταν αρκετά καλτ για να αποκτήσει έναν φανατικό πυρήνα ακροατών που την ακολουθούσε πιστά σε ό,τι κι αν έκανε. Σε κάθε άλμπουμ υπήρχε, όμως, μια σταδιακή εξέλιξη στον ήχο και στις συνθέσεις, που γίνονταν ολοένα και πιο πειραματικές και ασυνήθιστες, με αποκορύφωμα το «Idler Wheel...» του 2012, όπου αναφερόταν στην αδυναμία της να δεσμευτεί.
Την περίοδο μεταξύ των δύο άλμπουμ έσπασε την απομόνωσή της με το «Container», το στοιχειωτικό θέμα των τίτλων αρχής της σειράς «The Affair», που έγινε ο μόνος καλός λόγος για να βλέπεις τη σειρά από κάποιο διάστημα και μετά.
To «Container» στους τίτλους αρχής της σειράς «The Affair».
O κύκλος φαίνεται ότι κλείνει με το «Fetch the bolt cutters». Η εικόνα ενός μεγάλου κόφτη, ικανού να σπάσει ακόμα και την πιο γερή κλειδαριά που φυλάει τις εκάστοτε εμμονές που βασανίζουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο, λειτούργησε με διττό τρόπο για τη 42χρονη τραγουδοποιό, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όσον αφορά τη δημιουργική αλλά και την προσωπική της ζωή.
Ξεκίνησε να το ετοιμάζει επίσημα από το 2015. Προσπάθησε αρχικά να το ηχογραφήσει σε στούντιο, αλλά δεν της έβγαινε, οπότε συγκέντρωσε τους τρεις μουσικούς (Amy Aileen Wood, Sebastian Steinberg και David Garza) που απαρτίζουν την μπάντα της στο μέρος όπου αισθανόταν πιο ασφαλής, στο σπίτι της. Εκεί πειραματίστηκαν με ένα σωρό ήχους που δημιουργούν διάφορα οικιακά αντικείμενα, όπως οι κατσαρόλες, διάφορα άλλα κουζινικά αλλά και τα κόκαλα του αγαπημένου της σκύλου που φυλάει σε ένα κουτί.
Στα credits του άλμπουμ, εκτός από την ίδια και το τρίο, περιλαμβάνεται η αδερφή της Maude Maggart, τραγουδίστρια, και το γνωστό μοντέλο και κολλητή της Cara Delevingne, που κάνει τη γάτα και μερικά φωνητικά στο ομώνυμο κομμάτι, καθώς και τέσσερα σκυλιά (δύο δικά της και δύο της Delevingne). Παράλληλα, κατάφερε να ξορκίσει τον αλκοολισμό της.
Στο «Bolt Cutters» επιχειρεί μια μη γραμμική καταγραφή της ζωής της. Συχνά μοιάζει σαν να διαλέγει σελίδες από τα ημερολόγιά της (βασικά, αυτό το κάνει γενικά) και να περιγράφει περιστατικά σε ακανόνιστη σειρά σε φάση ψυχοθεραπείας, επανεξετάζοντας τις τοξικές σχέσεις της με άνδρες (ανάμεσά τους και ο Paul Thomas Anderson – δεν μπορείς να μη φανταστείς π.χ. ότι το Newspaper δεν έχει γραφτεί εν μέρει γι' αυτόν), τις κοινωνικές και φιλικές σχέσεις της με τις γυναίκες γενικότερα (Ladies, Shameika), τα συναισθήματά της, το έργο της, ακόμα και την κατάθλιψη από την οποία έπασχε, με διαύγεια και με μια σπάνια φρενίτιδα.
Τα κομμάτια συνεχίζουν να έχουν την τζαζ ατμόσφαιρα που τη χαρακτηρίζει από την αρχή της καριέρας της. Για πρώτη φορά έχει τον απόλυτο έλεγχο στην παραγωγή, γι' αυτό ο ήχος δεν ακούγεται τόσο «γυαλισμένος», ενώ η χρήση ιδιοσυγκρασιακών κρουστών που θυμίζουν τον Tom Waits και η ανεπιτίδευτη βραχνάδα της φωνής της, που κυριαρχεί στα τραγούδια, αφήνει μια πιο lo-fi, αρχετυπική αίσθηση στον ακροατή.
Το πιο πολιτικό κομμάτι του δίσκου είναι το «For Her», που ξεκινάει σαν ψαλμός χορωδίας γκόσπελ για να καταλήξει στους ανατριχιαστικούς στίχους «You raped me in the same bed your daughter was born in». Γράφτηκε όταν έβλεπε στην τηλεόραση τα νέα για την υπόθεση Kavanaugh, αλλά μετά αποκάλυψε ότι αφορούσε αληθινό περιστατικό που συνέβη σε μια γνωστή της. Προσωπικά, αυτό που ξεχωρίζω από το δίσκο είναι το «Heavy Balloon», το τραγούδι που έγραψε για την κατάθλιψη, στο οποίο σχεδόν ουρλιάζει για να βγάλει από μέσα τις τους δαίμονές της.
Heavy Balloon
Δεν είναι ένα άλμπουμ για την καραντίνα, όπως αναφέρεται επανειλημμένα σε άρθρα. Τουναντίον, είναι ένα άλμπουμ για το πώς θα βγεις από αυτήν. Κατά τραγική ειρωνεία, η απόφαση να κυκλοφορήσει κάπως πρώιμα και όχι τον Σεπτέμβριο, όπως προγραμματιζόταν, ήταν πιο προσωπική, όχι επειδή γράφτηκε σε τέτοιες συνθήκες αλλά επειδή η ίδια ήθελε να κάνει όσο λιγότερες εμφανίσεις γινόταν για την προώθησή του. Δεν χωράει αμφιβολία ότι είναι ένας συναρπαστικός δίσκος, από τους καλύτερους που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια.
Το «Pitchfork» του έδωσε 10 και είναι η πρώτη φορά που το κάνει για νέο δίσκο, μετά από μία δεκαετία περίπου. Η τελευταία ήταν για ένα χιπ-χοπ άλμπουμ, το «My beautiful dark twisted fantasy» του Kanye West, το 2010. Έγραψαν σκανδαλωδώς ότι «καμία μουσική δεν έχει ακουστεί ποτέ έτσι». Αν και συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό της αρθρογράφου ως προς το ότι πρόκειται για ένα ασυνήθιστο άλμπουμ για τα δεδομένα του σύγχρονου mainstream, το χειρότερο που μπορείς να κάνεις με τη μουσική είναι να είσαι απόλυτος. Μιλάει για μια υποτιθέμενη τελειότητα που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα.
Η γοητεία και το μεγαλείο του «Fetch the bolt cutters» βρίσκεται περισσότερο στα λάθη και στις ατέλειες, σε αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που δείχνουν ότι κάτι δεν έχει πάει καλά, όπως το «oh, fuck shit» που αναφωνεί στο «Οh, I go» που κλείνει το άλμπουμ. Θα μπορούσε να το πετάξει και να φτιάξει το κομμάτι. Δεν το κάνει κι ας αποξενώνει όσους περίμεναν κάτι πιο βατό. Κρατάει μέχρι και τον αναστεναγμό απογοήτευσης που ακολουθεί, από μια βαθιά εσωτερική ανάγκη.
«And I need to run up that hill / I need to run up that hill / I will, I will, I will, I will, I will» τραγουδάει νωρίτερα στο ομώνυμο κομμάτι που γράφτηκε τελευταίο για να λειτουργήσει ως το μανιφέστο ολόκληρου του άλμπουμ. Είναι μια σαφής αναφορά στο «Running up that hill» της Kate Bush. Η Fiona Apple δεν προσγειώθηκε ξαφνικά από το υπερπέραν, ήταν πάντοτε εδώ, μπορείς να την ανακαλύψεις, όπως όλους τους σπουδαίους καλλιτέχνες. Απλώς τώρα δεν τη νοιάζει να αποδείξει σε κανέναν τίποτα.
Fetch The Bolt Cutters
σχόλια