Ο Γιάννης Ευσταθιάδης είναι συγγραφέας, ποιητής και μουσικός παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος. Συναντηθήκαμε ένα ηλιόλουστο πρωινό στην οδό Σταδίου με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου κλεινόν-μυθιστορίες για την Αθήνα από τις εκδόσεις Μελάνι. Το σημείο συνάντησης δεν επιλέχθηκε τυχαία, αφού στο εξώφυλλο του βιβλίου εικονίζεται ο ίδιος, μικρός, πάνω σ' ένα μικρό ποδήλατο, να κατεβαίνει την πλατεία Κολοκοτρώνη. Στο ποίημα που κοσμεί το οπισθόφυλλο γράφει: «Μέρες του '53, κάθε Κυριακή, ο πατέρας μου μ' έπαιρνε βόλτα, πάνω στο ποδηλατάκι μου, στην έρημη οδό Σταδίου».
Όλα τα προηγούμενα διηγήματά του εξελίσσονται μέσα σε κλειστούς χώρους και όχι στην ανοιχτή πόλη. «Με ενδιαφέρει περισσότερο ο χρόνος και όχι ο χώρος – ίσως συναισθηματικά μου ταιριάζει περισσότερο» λέει. Όταν τον ρωτώ γιατί αποφάσισε να γράψει κάτι για την Αθήνα, απαντά: «Το φθινόπωρο του 2015 συναντήθηκα με τον Ντέιβιντ Κόνολι και ανάμεσα στα πολλά που συζητήσαμε με ρώτησε αν έχω κάποιο κείμενο για την Αθήνα, εξ αφορμής μιας ανθολογίας που ετοίμαζε για την πόλη. Η απάντησή μου ήταν όχι. Η σκέψη αυτή με ερέθισε και έτσι, λίγες μέρες μετά, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γράψω κάτι –χωρίς να θυμάμαι ακριβώς ποια μαρτυρία ήταν η πρώτη–, που κατέληξε ολόκληρο βιβλίο με φανταστικές καταθέσεις 30 προσώπων που μιλούν για την πρωτεύουσα. Παρεμπιπτόντως, η ανθολογία του Κόνολι δεν εκδόθηκε ποτέ. Μέσα από αυτό το βιβλίο ήθελα να δω την Αθήνα από πολλές πλευρές: την πολιτική ζωή, τις εμφύλιες συγκρούσεις, την τέχνη, τα πραξικοπήματα, την καθημερινότητα, τις τοποθεσίες, τα στέκια και τις συνήθειες των Αθηναίων. Πρόκειται για μια οπτική και συναισθηματική πολυφωνία για την πόλη, μια σύνθετη κατάθεση από διαφορετικές σκοπιές 27 επώνυμων και τριών ανώνυμων ανθρώπων».
Τα κείμενα του βιβλίου, παρ' όλη την αντικειμενική τους κατάθεση, με πραγματικά και διασταυρωμένα στοιχεία, όπως συμβάντα, χρονολογίες και βιογραφικές λεπτομέρειες, διακρίνονται για το αυτοβιογραφικό τους ύφος. Η αίσθηση που σου αφήνει είναι ότι μιλάμε για μια πολλαπλή βιογραφία, όπου πολλοί θα αναγνωρίσουν τον εαυτό τους να κυκλοφορεί και να ζει στην πόλη της Αθήνας. «Η Αθήνα είναι η πόλη των αντιφατικών συναισθημάτων, όπου άλλοτε προχωράς γεμάτος αγάπη και έρωτα και άλλοτε με μίσος. Οι μαρτυρίες λένε αυτά που θα ήθελα να πουν ή, για να πάω πιο μακριά, αυτά που θα έλεγα αν ήμουν στη θέση τους. Πρόκειται για μια πλουραλιστική αφήγηση: χωρίς να έχω επιλέξει τα πρόσωπα, έγραψα πρώτα τα κείμενα και στη συνέχεια τα "φόρεσα" στα πρόσωπα» επισημαίνει ο Γιάννης Ευσταθιάδης.
Το άκρως ελκυστικό σε μια πόλη, όπως η Αθήνα, είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, όχι ως μεμονωμένοι χαρακτήρες αλλά ως μια έντονη γεύση ζωής που την εισπράττεις κάθε ώρα της ημέρας.
«Οι μαρτυρίες είναι σκόρπιες και δεν ακολουθούν κάποια χρονολογική σειρά, κάτι που έχει γίνει σκόπιμα» θα μου πει και προσθέτει: «Κάπως έτσι συμβαίνει και με τις αναμνήσεις μας, που ανακατεύονται. Υπάρχει μόνο ένας χρονικός συμβολισμός που αφορά την έναρξη και το τέλος του βιβλίου. Το πρώτο κείμενο αναφέρεται στη μαία, που συμβολίζει τη ζωή, και το τελευταίο, που μιλά για τον θάνατο, στον Χαλεπά».
Στη συζήτησή μας τα λόγια του είναι κοφτά, χρησιμοποιεί λέξεις μετρημένες και προσεγμένες διατυπώσεις. Όπως στο κείμενο για τον Δημήτρη Πικιώνη, όπου παραθέτει μια φράση του: «Ακόμη και μια πέτρα πρέπει να έχει κάποιον σκοπό». Έτσι και ο Γιάννης Ευσταθιάδης πιστεύει πολύ στην ακρίβεια της διατύπωσης και στη σημασία της ορθής λέξης στο κατάλληλο σημείο. Εξού και διατηρεί πάλι τη μικρή φόρμα στις ιστορίες του.
Τα κείμενά του χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία και στα λόγια αυτών των ανθρώπων έχουν εισχωρήσει κομμάτια από τη δική του ζωή, όπως το επεισόδιο για την «παρά φύσιν γέννηση» που περιγράφει στο κείμενο της «Μαίας», η οποία είναι η δική του, ή το κείμενο για τον πιλοποιό Νίκο Ευσταθιάδη, πατέρα του συγγραφέα. «Πράγματι, εμφιλοχωρούν μνήμες μου με άμεση προσωπική αναφορά, όπως για παράδειγμα το κείμενο για τον Αντώνη Σαμαράκη. Είναι αφηγήσεις που ο Αντώνης έχει κάνει σ' εμένα: ότι την περίοδο που πήγαινε στο Καφενείο των Παρισίων έγραφε το "Αρνούμαι" και, βεβαίως, εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε την Ελενίτσα, τη μετέπειτα γυναίκα του Ελένη Κουρεμπανά. Ήταν τρελός και παλαβός γι' αυτήν, μέχρι που έφτασε στο σημείο να βάλει καταχώριση στις εφημερίδες γράφοντας: "Αντώνης Σαμαράκης κυκλοφορεί. Αντώνης Σαμαράκης, ένας επικίνδυνος άνθρωπος εν κινδύνω", επειδή έτσι τον είχε χαρακτηρίσει η νεαρή συγγραφέας Ελένη. Επίσης, οι αφηγήσεις του κειμένου για τη λαογράφο Αγγελική Χατζημιχάλη προέρχονται όλες από προσωπικές αναμνήσεις στην Πλάκα, όπως τα τρόφιμα στο σπίτι από το Εύωνον, η ταβέρνα του Σαΐτη και τα Μπακαλιαράκια του Δαμίγου».
Στην αρχή πολλών μαρτυριών παρεμβάλλονται αυτούσια κείμενα παλαιών και σύγχρονων συγγραφέων που λειτουργούν ως ιντερμέδια και αναφέρονται στην Αθήνα του παρελθόντος, καθώς προσδιορίζουν χώρους και συνδέουν μαρτυρίες. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο με τίτλο «Του Τροχονόμου» παρεμβάλλεται απόσπασμα από την Ομόνοια του Γιώργου Ιωάννου: «Τα πρόσωπα της Ομόνοιας είναι σχεδόν όλα εφήμερα. Ακόμα και αυτά που θαρρείς πως είναι μόνιμα, ριζωμένα, κάποια μέρα εξαφανίζονται». «Θέλησα να τα χρησιμοποιήσω γιατί είχαν θέση στο βιβλίο, αφού μιλάμε για μαρτυρίες άλλων που αναφέρονται στην Αθήνα. Επίσης, προσδιόριζαν τον χώρο, το πρόσωπο ή την ενασχόληση που με οδηγούσαν στη δική μου μαρτυρία. Πάντως, ανάμεσα σε κάποιες μαρτυρίες οι συνδετικοί κρίκοι είναι περιττοί και απουσιάζουν, αφού το τέλος κάθε μαρτυρίας οδηγεί στην επόμενη. Όπως στο κείμενο για τον Γεώργιο Παπανδρέου, που φωνάζει στο πλήθος "Αυτό δεν είναι συγκέντρωση, είναι σεισμός", και ακολουθεί η μαρτυρία του σεισμολόγου Δρακόπουλου, αναφερόμενη στους σεισμούς –την απόλυτη δημοκρατία του φόβου, απέναντι στην οποία είμαστε όλοι ίσοι– της Πάρνηθας και των Αλκυονίδων, ενώ στην επόμενη μαρτυρία συναντάμε τον ραλίστα Τζώνη Πεσματζόγλου που μιλά για την ανάβαση στην Πάρνηθα».
Του διαβάζω την πρώτη παράγραφο από τη μαρτυρία του Γιάννη Τσαρούχη που λέει: «Από νωρίς μου άρεσε να ζωγραφίζω σπίτια της Αθήνας. Νεοκλασικά κυρίως. Αλλά όχι επηρμένα, μεγαλόπνοα, επαύλεις και βίλες. Γύριζα στις ταπεινές περιοχές γύρω από το κέντρο –Ψυρρή, Πετράλωνα, Κεραμεικός– και προσπαθούσα να διαδώσω αυτές τις τελευταίες μαρτυρίες του καλού γούστου», σπεύδοντας να τον ρωτήσω αν έχει χαθεί το καλό γούστο στην πόλη. «Φυσικά και έχει χαθεί. Αυτό το γράφω και στο κείμενο για τον Κώστα Χατζηχρήστο που μιλά για τους βλάχους που κατέβηκαν στην Αθήνα και διέλυσαν τα όμορφα κτίρια, τους δρόμους που πνίγηκαν και την αντιπαροχή που στέρησε από την πρωτεύουσα την παλιά της γοητεία» σημειώνει.
Πώς επιστρέφει σήμερα στην Αθήνα; Ξαναγυρίζω πάντα με ενδιαφέρον και πολλή επιθυμία, ενώ θα ήθελα να ζω και πάλι στο κέντρο της πόλης. Διαθέτει έναν έντονο ρυθμό, ένα άλλο στυλ που μου λείπει. Μου αρέσει η μνήμη, αλλά απεχθάνομαι τη νοσταλγία, άρα αυτά που αγαπώ δεν τα νοσταλγώ, απλώς τα θυμάμαι. Το άκρως ελκυστικό σε μια πόλη, όπως η Αθήνα, είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, όχι ως μεμονωμένοι χαρακτήρες αλλά ως μια έντονη γεύση ζωής που την εισπράττεις κάθε ώρα της ημέρας» επισημαίνει.
Ο Γιάννης Ευσταθιάδης γεννήθηκε στην οδό Κολοκοτρώνη 34, στο κέντρο της Αθήνας. «Την εποχή που εγώ μεγάλωνα στην οδό Κολοκοτρώνη ήταν ένας εντελώς διαφορετικός δρόμος. Σήμερα, αν τη διαβείς στις 8 το βράδυ, δεν υπάρχει ψυχή, αφού είναι γεμάτη από μαγαζιά και γραφεία εταιρειών. Σπίτια και κατοικίες δεν υπάρχουν. Εμείς μέναμε σε μια πολυκατοικία του Μεσοπολέμου που ήταν γεμάτη διαμερίσματα με οικογένειες. Απέναντί μας υπήρχε το μπακάλικο του Φώτη Κοτσαλίδη, γύρω βρίσκονταν πολλά καφεκοπτεία και επιπλοποιεία και θυμάμαι πως το πρώτο μεγάλο κατάστημα που άνοιξε ήταν η "Νεοστρώμ", μια έκθεση μοντέρνων κρεβατιών. Ήταν μια κανονική και ζεστή γειτονιά. Στη συνέχεια, μείναμε στη Φιλελλήνων, αργότερα στην οδό Γενναδίου και ύστερα έζησα σε τρία διαφορετικά σημεία στην περιοχή της Πλάκας. Μετά την εφηβεία φύγαμε από το κέντρο, επιλέγοντας τα προάστια, έως και σήμερα που κατοικώ στο Μαρούσι» αναφέρει.
Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή του από την Αθήνα; «Στο σπίτι της γιαγιάς μου, στην οδό Βαλτετσίου, όπου μια μέρα ακούω μια κραυγή από μια γειτόνισσα, "πέθανε ο Παπάγος", την ώρα που η γιαγιά μου μαγείρευε φακές. Η αναγγελία του θανάτου σε συνδυασμό με το άρωμα της φακής που μαγειρεύεται».
Στο πρόσωπο του Γιάννη Ευσταθιάδη διακρίνεις μια παιδική αθωότητα. Είναι ένας συγγραφέας που, όπως του αρέσει να λέει, καταφέρνει να θυμάται και να επινοεί, που γοητεύεται από τη μνήμη και όχι από τη νοσταλγία. Αρνείται να μεγαλώσει, λατρεύει τη μουσική, που την ορίζει ως μια αφηρημένη μορφή απόλαυσης, εντελώς ανεκτίμητη. Λατρεύει να παρατηρεί, θεωρεί τον εαυτό του αυτοδίδακτο και που όσο ζει, θα γράφει.
Τι είναι αυτό που λείπει από την Αθήνα; «Η αισθητική αρτιότητα. Με πληγώνει η έλλειψη του στυλ και το χειρότερο στοιχείο της πόλης είναι αυτές οι άναρχες, ασύμμετρες και ακαλαίσθητες επιγραφές που πλημμυρίζουν το Λεκανοπέδιο» λέει και τον ρωτώ αν σήμερα κυριαρχεί το εφήμερο. «Όσο μεγαλώνεις, διατηρείς ακόμη περισσότερο την αίσθηση του εφήμερου. Θα συμφωνήσω με μια φράση ενός μεγάλου επικοινωνιολόγου που είχε πει "έχω ένα μειούμενο ενδιαφέρον για το μέλλον". Πάντως, από τη ζωή μου είμαι χορτάτος. Αν κάτι μου λείπει, είναι χρόνος για να κάνω αυτά που θα ήθελα, όπως θα τα ήθελα».
Όπως θα μου πει, δεν ανήκει στους ανθρώπους που κουβαλούν ένα βάρος εμπειριών ή που αναπολούν αυτά που τους έμαθε η ζωή. «Προτιμώ να είμαι αυτοδίδακτος, γιατί είναι κάτι από το οποίο αντλώ δύναμη ώστε να διατηρώ το αίσθημα της νεότητας. Κάθε φορά ξεκινώ από το μηδέν. Κάποτε είχα γράψει σε έναν στίχο μου "Παρηγορήσου. Ό,τι δεν ονειρεύεσαι, σου ανήκει"».
Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, του εκφράζω την απορία μου αν, όταν επισκέπτεται βιβλιοπωλεία, χαζεύει κάποιον αναγνώστη να ξεφυλλίζει τα δικά του βιβλία. «Συνήθως όχι. Εκτός από μια φορά που κάποιος κρατούσε το βιβλίο μου και, πηγαίνοντας να το ανοίξει, του λέω "αυτό να το πάρετε, είναι πολύ καλό βιβλίο". Και μου αποκρίνεται; "Γιατί, το έχετε διαβάσει;". "Όχι, το έχω γράψει" απάντησα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια