Τα πρακτορεία τυχερών παιχνιδιών αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της αθηναϊκής κοινωνίας. Το πρώτο άνοιξε τη δεκαετία του 1950 και έκτοτε, αυτά που άνοιξαν στη συνέχεια ενσωματώθηκαν αρμονικά στον ιστό της πόλης και στην καθημερινότητα των κατοίκων.
Για πολλά χρόνια ήταν τόποι συνάντησης σε κάθε συνοικία. Φιλοξενούσαν θαμώνες που δεν τα επισκέπτονταν μόνο για να δοκιμάσουν την τύχη τους αλλά και για να πιουν τον καφέ τους, να διαβάσουν την εφημερίδα τους, να συναντήσουν γνωστούς και φίλους και ενδεχομένως για να μάθουν πρώτοι τα νέα της γειτονιάς.
Ιδιοκτήτες τους υπήρξαν πρώην λαχειοπώλες και μικροέμποροι και η διαχείρισή τους αποτελούσε, ως συνήθως, οικογενειακή υπόθεση. Τώρα, πλέον, οι άδειες πωλούνται ελεύθερα, έτσι είναι σπάνιο να συναντήσεις ένα αμιγώς οικογενειακό πρακτορείο. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένοι που συνεχίζουν ακούραστοι την οικογενειακή παράδοση.
Στην περιοχή της πλατείας Βάθη, στην οδό Αχαρνών συγκεκριμένα, βρίσκεται εδώ και 42 χρόνια η «Πυθία» της οικογένειας Κολοκυθά. Επισκέφθηκα το πρακτορείο ένα πρωινό για να συναντήσω τον Παναγιώτη. Μαζί με τον αδελφό του, τον Γιώργο, «τρέχουν» την οικογενειακή επιχείρηση από τότε που ο πατέρας τους Αντρέας έφυγε από τη ζωή.
Παλιότερα ο κόσμος γνώριζε μόνο τα λαχεία και το παιχνίδι ΠΡΟ-ΠΟ (Προγνωστικά Ποδοσφαίρου) και έπρεπε να περιμένει καρτερικά την κλήρωση ή τα αποτελέσματα. Πλέον, οι ρυθμοί, η ταχύτητα και η ποικίλη γκάμα επιλογών που προσφέρονται στον πελάτη έχουν αλλάξει κατά πολύ την εικόνα ενός πρακτορείου.
«Σχεδόν όλη μας η οικογένεια βιοπορίζεται από τα πρακτορεία. Όλα ξεκίνησαν από τον παππού μου, που πουλούσε λαχεία στον δρόμο. Θείοι, ξαδέλφια και από τα δύο σόγια είναι πράκτορες. Έχουμε παράδοση», λέει ο Παναγιώτης, σκανάροντας παράλληλα τα δελτία αρκετών ανυπόμονων πελατών ‒η αλήθεια είναι πως βρέθηκα στον χώρο σε ώρα αιχμής.
Το πρακτορείο εδρεύει στην οδό Αχαρνών από το 1981. Μόλις πριν από έξι χρόνια μεταφέρθηκε σε νέο χώρο, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ώστε να είναι εφικτή η εγκατάσταση τηλεοράσεων και νέων μηχανημάτων. Η οικογένεια διαθέτει ακόμη ένα κατάστημα στην Ομόνοια, το οποίο διαχειρίζονται τα ξαδέλφια και ο θείος του Παναγιώτη.
Μπαίνοντας στο μαγαζί το μάτι μου έπεσε στην επιδαπέδια επιγραφή της εισόδου. Φέρει την καλτ αρχική επωνυμία του καταστήματος, «“Η ΠΥΘΙΑ” - ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ», και έχει μαύρα γράμματα σε σκούρο γαλάζιο φόντο. «Το όνομα “Πυθία” προέκυψε από τον νονό μου. Είχε κι εκείνος πρακτορείο, το οποίο είχε ονομάσει έτσι από τη μάντισσα Πυθία. Κάποια στιγμή ο ΟΠΑΠ αποφάσισε να έχουν ενιαία εταιρική εικόνα όλα τα σημεία πώλησης. Δεν με ενόχλησε αυτή η αλλαγή. Το παλιό όνομα του μαγαζιού θα το βρεις τώρα μόνο στο πάτωμα της εισόδου, σαν αναμνηστικό».
Για τον Παναγιώτη, το πρακτορείο και η ευρύτερη περιοχή αποτελούν το δεύτερο σπίτι του. Γνωρίζει και ζει τη συγκεκριμένη γειτονιά από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Δεν είναι ο μόνος βέβαια. Πλέον μοιράζεται τον χώρο πίσω από τον πάγκο με τον Αντώνη, «επίτιμο» θαμώνα του καταστήματος, που επισκέπτεται το πρακτορείο πιο πολύ για συναισθηματικούς λόγους. «Ήμουν φίλος με τον Ανδρέα που άνοιξε το μαγαζί. Μένω λίγο πιο κάτω και έρχομαι στο πρακτορείο από την πρώτη μέρα λειτουργίας του», μου ανέφερε όσο ο Παναγιώτης εξυπηρετούσε έναν πελάτη.
Αμφότεροι παραδέχθηκαν ότι οι διαφορές του τότε με το σήμερα είναι πασιφανείς. «Η γειτονιά έχει αλλάξει κατά πολύ. Παλιότερα είχε πιο πολλές οικογένειες, πιο πολλά παιδιά και νεολαία. Τώρα αυτό δεν ισχύει», είπε ο Παναγιώτης, με τον Αντώνη να προσθέτει πως «τα πρακτορεία λειτουργούσαν και ως χώρος συνάντησης, δεν ήταν μόνο καταστήματα για τυχερά παιχνίδια. Τώρα πια έχουν πληθύνει. Όπου σταθείς και όπου βρεθείς θα βρεις και από ένα πρακτορείο. Στην ευρύτερη περιοχή, μέχρι πριν από κάποια χρόνια υπήρχαν μόλις τρία πρακτορεία. Τώρα υπάρχουν τα διπλάσια».
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη, φυσικά, έπαιξε η προσθήκη πολλών νέων παιχνιδιών: αριθμοπαιχνίδια και διάφορα άλλα με στοιχήματα, σε ζωντανή εξέλιξη και μη. Παλιότερα ο κόσμος γνώριζε μόνο τα λαχεία και το παιχνίδι ΠΡΟ-ΠΟ (Προγνωστικά Ποδοσφαίρου) και έπρεπε να περιμένει καρτερικά την κλήρωση ή τα αποτελέσματα. Πλέον, οι ρυθμοί, η ταχύτητα και η ποικίλη γκάμα επιλογών που προσφέρονται στον πελάτη έχουν αλλάξει κατά πολύ την εικόνα ενός πρακτορείου.
«Η απρόσωπη κατάσταση οφείλεται στο γεγονός ότι τα παιχνίδια έχουν γίνει πολύ πιο γρήγορα. Θα παίξει κάποιος κάτι στο πόδι και θα φύγει. Παλιά δεν ίσχυε αυτό. Ο κόσμος το έβλεπε και ως τελετουργία. Ειδικά το ΠΡΟ-ΠΟ χρειαζόταν μελέτη και διάβασμα. Όσοι μας επισκέπτονταν μαζεύονταν σε ένα τραπέζι, ανταλλάσσοντας απόψεις και διαβάζοντας με τις ώρες τις εφημερίδες με τα προγνωστικά. Θυμάμαι πως πολλές φορές μοιράζονταν και τα κερδισμένα. Είχε άλλο ενδιαφέρον», είπε ο Παναγιώτης με μια διάθεση νοσταλγίας.
Τι κι αν εκείνες οι εποχές, κατά τη γνώμη τους, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί; Οι αναμνήσεις παραμένουν μέσα τους ολοζώντανες, μαρτυρώντας την αθωότητα μιας διαφορετικής περιόδου, τότε που υπήρχε ελεύθερος χρόνος, προσωπικές σχέσεις και τα πρακτορεία δεν αποτελούσαν μόνο ένα μέρος για να δοκιμάσεις την τύχη σου.
Γι’ αυτόν τον λόγο και ζήτησα από τον Παναγιώτη να μου πει κάποια ιστορία από τα παλιά: «Μια φορά, θυμάμαι, μια γιαγιά είχε παίξει ένα ξυστό “ντο-ρε-μί” με μουσικές νότες. Μόλις κατάλαβε ότι κέρδισε, λιποθύμησε μέσα στο μαγαζί. Πρέπει να κέρδισε κοντά στα 10 εκατομμύρια δραχμές».
Ολοκληρώνοντας την ιστορία του, ο Παναγιώτης βρήκε λίγο χρόνο να κάνει ένα διάλειμμα. Άφησε για λίγο στο πόστο του τον Αντώνη και πήρε τα κλειδιά για τον ημιώροφο του μαγαζιού. Εκεί ο χώρος λειτουργεί σαν άτυπο μουσείο, είναι γεμάτος κάδρα, αφίσες του εθνικού λαχείου και κορνιζαρισμένους λαχνούς. Τα εκθέματα μπορεί να μην ήταν πολλά, ήταν όμως αρκετά για να σε βάλουν απευθείας στο κλίμα της εποχής.
«Έχουμε φυλάξει πολλά λαχεία και αποκόμματα. Δεν τα κρατήσαμε για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Η αξία τους θα έλεγα πως είναι περισσότερο συναισθηματική», ανέφερε ο ιδιοκτήτης, τακτοποιώντας τις κούτες με τα πολύχρωμα δελτία.
«Πλέον, στην Αθήνα είμαστε μετρημένοι στα δάχτυλα. Σε αυτό νομίζω έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι τώρα οι άδειες πωλούνται σε κάθε ενδιαφερόμενο. Παλιά μεταβιβάζονταν μόνο σε άτομα πρώτου βαθμού συγγένειας», είπε ο Παναγιώτης, κλειδώνοντας το πορτάκι του ημιώροφου.
Ο Παναγιώτης έπρεπε να γυρίσει στον πάγκο του καθώς, όσο έφτανε το μεσημέρι, η πελατεία αυξανόταν. Τον ευχαρίστησα για τη συζήτησή μας και κατευθύνθηκα προς την οδό Πανεπιστημίου, όπου και θα συναντούσα τον Νίκο Νικολαΐδη, τον εγγονό και ιδιοκτήτη (μαζί με τον αδερφό του Κλεόβουλο) της εμβληματικής αλυσίδας καταστημάτων «Ελπίς».
Φτάνοντας στο σημείο, οι υπάλληλοι του πρακτορείου μού υπέδειξαν το μέρος όπου θα είχαμε πρόσβαση στα αρχεία της εταιρείας. Ήταν μια υπόγεια στοά έξω από το μαγαζί, η οποία οδηγούσε στο ιστορικό πλέον γραφείο της επιχείρησης. Ο χώρος χρησιμοποιείται για τη χονδρική πώληση των λαχείων και απευθύνεται αποκλειστικά σε λαχειοπώλες και πρακτορεία.
Λαχεία και Ξυστά υπήρχαν παντού σκορπισμένα στους πάγκους, με τις λάμπες φθορίου να τονίζουν την επιγραφή με την επωνυμία της επιχείρησης. Εκεί μας υποδέχθηκε ο Νίκος, ο οποίος κρατούσε τρεις μεγάλους φακέλους. Το φωτογραφικό, και όχι μόνο, αρχείο του κατεύθυνε τη συζήτησή μας σχετικά με την ιστορία του μαγαζιού.
Όλα ξεκίνησαν το 1922, όταν ο Κλεόβουλος Νικολαΐδης πήρε την απόφαση να ανοίξει κατάστημα χονδρικής πώλησης τσιγάρων στην Ακτή Ποσειδώνος, στον Πειραιά. Όντας γιος εμπόρων από τη Σμύρνη, κληρονόμησε, μεταξύ άλλων, και την ικανότητα στο επιχειρείν, εισάγοντας τα λαχεία στο κατάστημα το 1937. Έκτοτε ο τζίρος της επιχείρησης ανέβηκε κατακόρυφα και δεκαεννιά χρόνια αργότερα το πρώτο πρακτορείο στην Αθήνα ήταν γεγονός.
«Πρέπει να ξέρετε ότι αρχικά, και για δεκαετίες, υπήρχαν μόνο τα λαχεία. Ο ΟΠΑΠ ιδρύθηκε το 1958. Ακόμη και μετά την ίδρυσή του, μια και είχε μόνο το ΠΡΟ-ΠΟ να προσφέρει στο καταναλωτικό κοινό, τα λαχεία που εκδίδονταν από την κρατική Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων παρουσίαζαν μακράν μεγαλύτερες πωλήσεις και αποτελούσαν το πιο αγαπητό παιχνίδι στους πελάτες. Επειδή είχαμε ήδη πρακτόρευση λαχείων, με την ίδρυση του ΟΠΑΠ πήραμε και τη σχετική άδεια. Μάλιστα, ο πατέρας μου είχε βραβευτεί από τον οργανισμό για τα εξήντα συνεχή έτη συνεργασίας τους».
Η έλευση του ΠΡΟ-ΠΟ το 1959 πυροδότησε ένα νέο κύμα πελατείας, ως εκ τούτου τα καταστήματα της οικογένειας Νικολαΐδη άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Σήμερα η επιγραφή «ΕΛΠΙΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ» είναι αναρτημένη σε οκτώ πρακτορεία (επτά στην Αθήνα και ένα στην Κηφισιά), καθιστώντας την οικογενειακή επιχείρηση την δημοφιλέστερη στον κλάδο της.
Ο ίδιος αντιλαμβάνεται την αξία της παρακαταθήκης που κληρονόμησε, κάνοντας ό,τι περνάει από το χέρι του, μαζί με τον αδελφό του, για να συνεχιστεί αυτή η πολύχρονη παράδοση. «Με σύνεση και αλληλοεκτίμηση προχωράμε όλα αυτά τα χρόνια. Την ίδια εκτίμηση είχαμε και συνεχίζουμε να έχουμε για την εταιρεία και τους ανθρώπους που την απαρτίζουν, καθώς και για τους πελάτες που μας επισκέπτονται. Είναι πάντα σημαντικό για εμάς να πορευόμαστε με καλή πίστη. Τιμάμε έμπρακτα την ιστορία και τους ανθρώπους που την εμπιστεύονται».
Συστατικό επιτυχίας για την αλυσίδα αποτελεί και η ιδιαίτερη επωνυμία της. Η οικογένεια Νικολαΐδη πιθανώς είναι η μοναδική επιχείρηση στον κλάδο που φέρει διακριτικό τίτλο στις εισόδους των καταστημάτων. «Δεν επέλεξε τυχαία αυτό το όνομα ο πατέρας μας για την επιχείρησή μας. Έχοντας ζήσει σε πολύ δύσκολες περιόδους, πάλευε, από το δικό του μετερίζι, να δώσει ελπίδα στον κόσμο για ένα καλύτερο αύριο. Πριν από αρκετά χρόνια το Δ.Σ. της ΟΠΑΠ Α.Ε., αν και αποφάσισε την ενιαία εταιρική εικόνα για τα πρακτορεία, μας έκανε την τιμή να επιτρέψει τη διατήρηση της διακριτικής επωνυμίας μας. Ήταν σίγουρα μια ηθική αναγνώριση για εμάς», δήλωσε ο Νίκος, δείχνοντάς μου από το αρχείο του τις παλιές επιγραφές των καταστημάτων.
Σε μία από αυτές τις φωτογραφίες εντόπισε και τον εαυτό του σε παιδική ηλικία. Μεγαλωμένος κι εκείνος στους πάγκους των καταστημάτων του κέντρου, γνωρίζει από πρώτο χέρι την εξέλιξη του επαγγέλματος στην πρωτεύουσα. «Η Αθήνα έχει αλλάξει πολύ, μια και μιλάμε για μια διαφορετική πόλη εν γένει. Και ο ΟΠΑΠ έχει περάσει σε μια νέα εποχή, άρα οι αλλαγές είναι καθοριστικές. Πιστεύω, πάντως, πως το άτομο που εξυπηρετεί στον πάγκο εργασίας μπορεί ακόμα και σήμερα να καθορίσει την ατμόσφαιρα του πρακτορείου του. Στον Έλληνα και την Ελληνίδα υπάρχει η ανάγκη της επικοινωνίας και της αναζήτησης αυτής στον έξω, κοινό μας χώρο και ένα πρακτορείο υπηρετεί διαχρονικά και αυτή την ανάγκη».
«Για μένα ένα πρακτορείο παραμένει παραδοσιακό επειδή έτσι είναι χαραγμένο στην επιλεκτική μνήμη του πελάτη. Δηλαδή πιστεύω πως ακόμη και ένα σύγχρονο πρακτορείο μπορεί να διατηρεί την αίσθηση της παράδοσης μέσω της επικοινωνίας και της εξυπηρέτησης γενικότερα».
Τον ενημέρωσα πως κάνοντας την έρευνά μου σχετικά με το θέμα, αντιλήφθηκα τις μεγάλες αλλαγές που έχουν γίνει στο πέρασμα του χρόνου στα καταστήματα. Συμφώνησε, παραθέτοντας ταυτόχρονα τη δική του οπτική. «Όπως οι άνθρωποι έτσι και οι επιχειρήσεις αλλάζουν χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποποιούνται την ταυτότητά τους. Σε μια εποχή που κυριαρχεί ο υλισμός, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς μπορεί να διατηρήσει αυτή την ταυτότητα. Για μένα ένα πρακτορείο παραμένει παραδοσιακό επειδή έτσι είναι χαραγμένο στην επιλεκτική μνήμη του πελάτη. Δηλαδή πιστεύω πως ακόμη και ένα σύγχρονο πρακτορείο μπορεί να διατηρεί την αίσθηση της παράδοσης μέσω της επικοινωνίας και της εξυπηρέτησης γενικότερα».
Ο φάκελος με τις φωτογραφίες έκλεισε και αμέσως άνοιξε ο επόμενος με τις διαφημιστικές αφίσες και τις αναγγελίες των κερδισμένων ποσών. Κόλλες χαρτί γεμάτες θαυμαστικά, μηδενικά και εμφατικά υπογραμμισμένες λεζάντες. Τα πάντα για να τραβήξουν την προσοχή του καταναλωτή.
Όλα αυτά τα χρόνια, όπως μαρτυρά και το αρχείο της, η «Ελπίς» έχει μοιράσει πακτωλό χρημάτων σε αρκετούς υπερτυχερούς. «Λόγω της παράδοσης στα λαχεία, έχει δοθεί πολλές το δώρο του Εθνικού αλλά και στα αριθμοπαιχνίδια έχουμε αρκετά καλή παράδοση», θυμήθηκε ο Νίκος, απλώνοντας τα τυπωμένα χαρτιά πάνω στο τραπέζι με τους φακέλους.
Όσο πιο πολύ ξεσκονίζαμε την ιστορία της επιχείρησης, τόσο περισσότερο ο Νίκος ενθουσιαζόταν. Η αγάπη του για το επάγγελμα ήταν εμφανής και αυτό αποτυπωνόταν σε κάθε του πρόταση. «Αρχικά ασχολήθηκα με τη δουλειά απλώς για να τη μάθω, αλλά αργότερα και για να προσφέρω στην οικογενειακή επιχείρηση. Αγαπώ πολύ το επάγγελμά μου, αν και πιστεύω ότι κάθε δουλειά μπορεί να σε κουράσει σε βάθος χρόνου. Εκτός από ρεαλιστής, όμως, είμαι και άνθρωπος του πρέπει, οπότε και δεν μπαίνω συχνά σε τέτοιου είδους σκέψεις».
Όπως μου εκμυστηρεύθηκε, θα φανταζόταν τον εαυτό του και σε διαφορετικά επαγγελματικά πόστα. «Ζούμε σε μια εποχή που χρειάζεται κανείς να έχει παραπάνω από μία δουλειές. Το 2019 ολοκλήρωσα ένα μεταπτυχιακό στα τραπεζικά. Η οικονομική ύφεση της χώρας με ώθησε να μελετήσω περαιτέρω τον συγκεκριμένο κλάδο. Θα μου άρεσε πολύ να ασχοληθώ με τη διαχείριση πηγών ενέργειας, τη θαλάσσια βιολογία, τη συγγραφή θεατρικών έργων, τη φωτογραφία».
Η ώρα είχε περάσει και ο Νίκος έπρεπε να επιστρέψει στο γραφείο του. Η δουλειά συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς κι εκείνος ήταν έτοιμος για μία ακόμα απαιτητική ημέρα. Αυτό, όμως, το γνωρίζει πολύ καλά. Ως συνεχιστής μιας επιχείρησης τρίτης γενιάς, δεν έχει χρέος μόνο απέναντι στο καταναλωτικό κοινό και στους υπαλλήλους του αλλά και απέναντι στην ιστορική παρακαταθήκη που κληρονόμησε. Γιατί στο τέλος της ημέρας, πίσω από τις κληρώσεις, τους αριθμούς και τις στοίβες των λαχείων κρύβονται άνθρωποι που συνεχίζουν να χτίζουν πάνω στα θεμέλια των προκατόχων τους. Πίσω από την καλλωπισμένη εικόνα των σύγχρονων καταστημάτων υπάρχουν αυτοί που βάζουν πλάτη για να διατηρήσουν την παράδοση του επαγγέλματος. Δυσεύρετοι πια, σαν τον πρώτο λαχνό του Εθνικού, αποφασισμένοι όμως να μην αφήσουν τίποτα στην τύχη...