Με αφορμή τον εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς ο διακεκριμένος νομικός-εργατολόγος μιλά για το σύγχρονο εργατικό κίνημα και τις διεκδικήσεις του, εκθέτει πώς έχει η κατάσταση σήμερα σε μια Ελλάδα που έχει «το πιο απορρυθμισμένο εργατικό δίκαιο στην Ευρώπη», αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού, μιλά επίσης για τις νέες τεχνολογικές προκλήσεις.
• Καταρχάς, στο ερώτημα πόσο επίκαιρη είναι σήμερα η Εργατική Πρωτομαγιά απαντούν οι μαζικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους σε πολλές χώρες, με πρώτη τη Γαλλία. Οι αγώνες των Αμερικανών εργατών στο Σικάγο τον Μάιο του 1886, που βάφτηκαν με αίμα, καθιερώνοντας έκτοτε τον εορτασμό της, ήταν αναμφίβολα από τους μεγάλους σταθμούς του εργατικού κινήματος. Το ότι η ιστορική μνήμη παραμένει έκτοτε ζωντανή είναι φανερό στα συνθήματα και στα σλόγκαν που χρησιμοποιούν απεργοί και διαδηλωτές σε όλον τον κόσμο.
• Ναι, ισχύει ότι η έννοια όπως και η σύνθεση της εργατικής τάξης έχουν αλλάξει στο πέρασμα των χρόνων, ποτέ όμως δεν ήταν μια κοινωνική οντότητα ενιαία και συμπαγής. Πάντοτε υπήρχαν διαφοροποιήσεις εντός της – ακόμα και την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης η εργατική τάξη του ευρωπαϊκού Βορρά διέφερε από εκείνη του Νότου. Ήταν και παραμένει καταρχάς θέμα συνείδησης και ιδεολογικής αναφοράς και είναι γεγονός ότι οι εργαζόμενοι έχουν διαφορετικές «ταχύτητες συνείδησης» ανά καιρούς.
Είναι απογοητευτικό να αγωνιζόμαστε σήμερα στην Ελλάδα για αυτονόητα, θεμελιώδη δικαιώματα, όπως οι συλλογικές συμβάσεις που σε όλη την υπόλοιπη Ε.Ε. είναι κατοχυρωμένα.
• Μόλις είχε αρχίσει και στην Ελλάδα να συγκροτείται, έστω καθυστερημένα, μια σύγχρονη εργατική τάξη που συμπεριλάμβανε τις νέες δυναμικές της εγχώριας πραγματικότητας και τις νέες μορφές απασχόλησης, ξέσπασε η οικονομική κρίση του ’08. Τα μνημόνια ανέκοψαν βίαια αυτή την πορεία, επιβάλλοντας ένα καθεστώς που ήδη διανύει τον 13ο χρόνο του, με ορίζοντα το 2060! Αυτό που υποτίθεται έληξε, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν ήταν τα μνημόνια αλλά η «ενισχυμένη εποπτεία». Ενώ, λοιπόν, αυξήθηκε ο όγκος των μισθωτών –ποτέ δεν ήταν τόσο υψηλό το μερίδιο της μισθωτής απασχόλησης επί του συνόλου–, έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα τόσο το εργατικό κίνημα όσο και η εργατική συνείδηση.
• Υπήρξαν μεν σημαντικές αντιδράσεις από τον κόσμο της εργασίας και το ’12 και το ’14, δυστυχώς όμως ηττήθηκαν στο κοινωνικό και στο νομικό πεδίο αφενός, στο πολιτικό αφετέρου, καθώς μετά το ’15 κυριάρχησε η λεγόμενη ΤΙΝΑ, με τη μεγάλη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ που εκπροσώπησε πολιτικά την αμφισβήτηση των εργαζομένων και ιδίως των νέων. Πλέον έχει διαμορφωθεί μια εργασιακή πραγματικότητα πολύ αρνητική κι επισφαλής. Το εργατικό κίνημα, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, έχει αποδυναμωθεί και απαξιωθεί, το ίδιο και τα συνδικάτα. Κάτι αναμενόμενο, βέβαια, εφόσον η εφαρμογή των μνημονίων συνεπάγεται απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων προς όφελος των εργοδοτών. Επιπλέον, η πολιτική εκπροσώπηση των αγώνων των εργαζομένων δεν έχει τη σημασία και τη βαρύτητα που είχε στο παρελθόν.
• Ένα πρώτο κύριο πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι ουσιαστικά απουσιάζει σήμερα στην Ελλάδα ένας φορέας εκπροσώπησης και μεταφοράς σε πολιτικό επίπεδο των διεκδικήσεων των εργαζομένων. Ένα δεύτερο ότι έχουν υποχωρήσει σε απίστευτο βαθμό τα εργατικά δικαιώματα. Όχι απλώς έχουμε το πιο απορρυθμισμένο εργατικό δίκαιο πανευρωπαϊκά, ακόμα και συγκριτικά με άλλες χώρες που πέρασαν από μνημόνια, αλλά η κατάσταση αυτή πάει να παγιωθεί ως μια αδιαμφισβήτητη κανονικότητα. Το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων είναι σήμερα υποπολιτικοποιημένο και, το χειρότερο, απουσιάζει εντελώς από την προεκλογική συζήτηση! Αυτό παρότι οι εκλογές γίνονται Μάιο, θα ήταν επομένως μια πολύ καλή συγκυρία να αναδειχθεί. Αλλά χωρίς συλλογικές συμβάσεις, χωρίς εργατικά δικαιώματα και χωρίς μια συνολική προσέγγιση αυτών των ζητημάτων αργοπεθαίνει η αλληλεγγύη στους εργασιακούς χώρους, η οποία αποτελεί συνεκτικό ιστό όλων των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων. Καθένας στέκεται μόνος απέναντι στην εργοδοσία κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ζημιά.
• Έρχονται, βέβαια, και ελπιδοφόρα μηνύματα από κάποιους κλάδους, οι οποίοι κατάφεραν στο αντίξοο αυτό περιβάλλον να οργανωθούν και να πετύχουν ορισμένες νίκες, όπως είναι τα συνδικάτα βάσης των διανομέων, οι εκπαιδευτικοί και οι δικηγόροι. Είναι όμως απογοητευτικό να αγωνιζόμαστε σήμερα στην Ελλάδα για αυτονόητα, θεμελιώδη δικαιώματα όπως οι συλλογικές συμβάσεις που σε όλη την υπόλοιπη Ε.Ε. είναι κατοχυρωμένα.
• Υπάρχει σίγουρα και απέχθεια απέναντι σε αυτό το νέο εργασιακό μοντέλο και αγωνιστική διάθεση σε ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου της εργασίας, όπως και έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στα κόμματα εκείνα που ψήφισαν τα μνημόνια. Εκείνο που λείπει είναι να ξαναβρεθεί το μονοπάτι που θα μετουσιώσει πολιτικά την οργή και την αγανάκτηση.
• Αναφορικά με το μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό, τώρα, ενώ τα προηγούμενα χρόνια ήταν εκτός συλλογικών διεκδικήσεων –ελάχιστοι μετανάστες εργάτες συνδικαλίζονταν κι ακόμα περισσότερο σπάνιζαν τα σωματεία που πρόβαλαν και τα δικά τους αιτήματα–, ήρθε η πανδημία να καταδείξει την τεράστια έλλειψη εργατικών χεριών. Μέχρι και το ’19 οι μετανάστες ενσωματώνονταν πλήρως στην εγχώρια αγορά εργασίας, καθώς απασχολούνταν κυρίως σε δουλειές που οι Έλληνες αποφεύγαμε. Με χαμηλότερους εννοείται μισθούς, σε σκληρότερες εργασιακές συνθήκες και συχνά σε καθεστώς ημιπαρανομίας, κάτι που βόλευε κράτος, επιχειρήσεις αλλά και τα συνδικάτα που μπορούσαν με μεγάλη «ασφάλεια» να εκφράζουν την παραδοσιακή διεθνιστική τους αλληλεγγύη, χωρίς να αποκλίνουν από τις θέσεις τους.
• Από το 2020 όμως και μετά ειδικά πολλοί μετανάστες που απασχολούνταν εδώ προτιμούν πλέον χώρες που τους εξασφαλίζουν καλύτερες αμοιβές, καλύτερα εργασιακά περιβάλλοντα, γρηγορότερη και ομαλότερη κοινωνική ένταξη. Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Νορβηγία προέβησαν μέσα στην πανδημία σε μαζικές νομιμοποιήσεις μεταναστών για να τους προσελκύσουν, εδώ πάλι, αντί να απλοποιούμε το νομοθετικό πλαίσιο, το αυστηροποιούμε.
• Τον δρόμο της ξενιτιάς παίρνουν βέβαια εδώ και χρόνια οι Έλληνες, ιδίως οι νέοι που μεταναστεύουν μαζικά προς αναζήτηση εργασίας. Η χώρα μας αδειάζει κι αυτό δεν έχει γίνει κατανοητό, κι αυτό βέβαια ξεκίνησε με την οικονομική κρίση, αλλά εντάθηκε μετά την πανδημία. Δεν είναι μόνο ότι η Ελλάδα «γηράσκει», αυτό συμβαίνει και αλλού στην Ευρώπη, είναι ότι ξεμένει και από εργατικά χέρια. Εκτιμάται ότι σήμερα λείπουν από την εγχώρια αγορά εργασίας έως και μισό εκατομμύριο άνθρωποι. Οι Έλληνες δεν πάνε να δουλέψουν στη Μύκονο π.χ. σε συνθήκες γαλέρας, οι μετανάστες πάλι που υπέμεναν μέχρι πρότινος τα πάνδεινα, έχουν πια ελκυστικότερες εναλλακτικές. Και βλέπεις τώρα τον Μηταράκη να τρέχει να παρακαλάει μέχρι και στο Βιετνάμ για διακρατικές συμβάσεις ώστε να προσελκύσει ξένους εργάτες, μόνο όμως η Αίγυπτος και το Μπαγκλαντές έχουν ανταποκριθεί μέχρι στιγμής, σε Ινδία και Πακιστάν έφαγε «πόρτα». Θα αντιμετωπίσει, ωστόσο, κάποια στιγμή η χώρα και το συνδικαλιστικό της κίνημα τη μεγάλη πρόκληση να διαχειριστεί το ζήτημα της εισαγωγής ενός «α λα καρτ» εποχικού εργατικού δυναμικού ακόμα και σε κλάδους όπου δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, κάτι που σίγουρα θα επηρεάσει το εργασιακό καθεστώς και των Ελλήνων. Θα αλλάξει, άραγε, η επικρατούσα συνδικαλιστική αντίληψη απέναντι στους μετανάστες εργάτες ή θα υποχωρήσει σε συντηρητικότερες θέσεις, αντιμετωπίζοντάς τους ως «κίνδυνο»;
• Σε χώρες όπως η Γαλλία, όπου βλέπουμε τι αντιδράσεις ξεσήκωσε η απόπειρα μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, μπορεί η συνδικαλιστική πυκνότητα να είναι χαμηλή, υπάρχει όμως μια εργατική κουλτούρα βαθιά ριζωμένη ιστορικά, και δεν περιορίζεται στο συνταξιοδοτικό όριο. Χρόνια τώρα υπάρχουν κινητοποιήσεις για εργασιακά ζητήματα που εκφράστηκαν και από το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» απέναντι σε έναν αυταρχικό, ακραία νεοφιλελεύθερο Πρόεδρο όπως ο Μακρόν, ο οποίος εξελίσσεται σε μια σύγχρονη Θάτσερ! Χρειάστηκε μάλιστα να παρανομήσει θεσμικά για να περάσει τα μέτρα, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις ακόμα και μέσα στο κόμμα του. Γεγονός είναι ότι πράγματα που στην Ελλάδα έχουν παγιωθεί εκεί δεν είναι ανεκτά ούτε ως υπόνοια διότι το ζήτημα των κοινωνικών δικαιωμάτων εκλαμβάνεται καταρχάς ως ζήτημα δημοκρατίας.
• Αιτήματα όπως η τετραήμερη εργασία βεβαίως και είναι θετικά, καθώς ανταποκρίνονται στις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών και στην ανάγκη για περισσότερο ελεύθερο χρόνο που θα βελτιώσει το επίπεδο ζωής αλλά και την παραγωγικότητα συνολικά. Οι κοινωνίες χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουν την οπτική και το όραμά τους απέναντι στην εργασία με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις, βεβαίως και με οικολογικό πρόσημο, γιατί και η παραγωγή οφείλει να αλλάξει χαρακτήρα, να γίνει πιο φιλική στο κλίμα και στο περιβάλλον. Κι αυτό μόνο με πολιτικούς όρους μπορεί να τεθεί στη μεγάλη εικόνα. Διότι ούτε η ταξική πάλη έχει λήξει, απλώς λαμβάνει διαφορετικές μορφές, ούτε η ιστορία έχει τελειώσει.
• Η τεχνητή νοημοσύνη εντάσσεται κι αυτή στις νέες τεχνολογίες και οι προκλήσεις που θέτει δεν διαφέρουν από αυτές που έθεσε η εκβιομηχάνιση δύο αιώνες πριν ή η ρομποτική πιο πρόσφατα. Εφόσον υπάρξει ο απαραίτητος κοινωνικός έλεγχος, εάν δηλαδή η τεχνητή νοημοσύνη δεν υποταχθεί στην απληστία του κεφαλαίου που λειτουργεί με μοναδικό γνώμονα το κέρδος, σαφώς και μπορεί να αξιοποιηθεί προς όφελος της ανθρωπότητας και του πλανήτη.
Ο Απόστολος Καψάλης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, στο τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Εργάζεται ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και ως επιστημονικός συνεργάτης του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ. Έχει γράψει το βιβλίο «Μετανάστες εργάτες στην Ελλάδα» (Τόπος, 2018), επίσης έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα στο αντικείμενό του.