Δύο πράγματα μου 'ρχονται στο μυαλό όταν αντικρύζω πράγματα που ανήκουν ή παραπέμπουν σε εκείνη την εποχή: ο μεγάλος μπασκετικός Άρης και οι βιντεοταινίες. Κι ας μην έζησα ιδίοις όμμασι τίποτα από τα 2. Μονάχα στο VCR, με τα αλλοιωμένα χρώματα και τα χιόνια στην οθόνη. Θεωρώ ότι αποτελούν 2 σύμβολα που συμπυκνώνουν, περιγράφουν και αντιπροσωπεύουν επάξια αυτή την εποχή.
"Ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Φιλίππου και τα άλλα παιδιά", για όλους εμάς τους Θεσσαλονικιούς, τους Αρειανούς και τους 25+ είναι οι πρώτες αναμνήσεις που ξυπνούν όταν ανατρέχουμε σε αυτή τη δεκαετία. Μια ομάδα που ένωσε τους Έλληνες, έκανε μόδα ένα άθλημα σχετικά άγνωστο στη χώρα μας και αποτέλεσε ένα όχημα, πάνω στο οποίο φορτώσαμε ρομαντισμό, ελπίδα και όνειρο -έννοιες που χαρακτηρίζουν, ούτως ή άλλως, την εποχή αυτή και σε ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Μια παρέα αθλητών με άφρο μαλλί και κοντά σορτσάκια, 7.000+ κόσμος κρεμασμένος σαν τσαμπιά 3 και πλέον ώρες πριν το τζάμπολ, χιλιάδες τηλεθεατές ανά την Ελλάδα μπροστά στο γυαλί, μάχες ενάντια σε ευρωπαϊκά μεγαθήρια, κόντρες-καζούρες με το μισητό συμπολίτη Π.Α.Ο.Κ., μια Θεσσαλονίκη που ζούσε και ανέπνεε για το μπάσκετ και ένας κόσμος που είδε το άθλημα αυτό, αλλά και την ομάδα αυτή συγκεκριμένα, ως τον εκπρόσωπο μιας Ελλάδας που άρχισε να πρωταγωνιστεί & να διεκδικεί πρωτιές, κόντρα στη λογική και στα προγνωστικά. Μιας Ελλάδας που άρχισε να μπαίνει δυναμικά στο χάρτη και να πιστεύει στον εαυτό της. Αλλά και μιας Ελλάδας, ταυτόχρονα, η οποία, μεθυσμένη από το νέκταρ της εφήμερης δόξας, γλέντησε βραχυπρόθεσμα, χρέωσε μακροπρόθεσμα και εν τέλει υποθήκευσε το μέλλον της - όπως, ακριβώς, δηλαδή και ο μπασκετικός Άρης, η πορεία του οποίου, μοιάζει τρομακτικά με τη -σχεδόν παράλληλη- πορεία της χώρας, από την ακμή στην παρακμή.
Αν υπήρχε η δυνατότητα να ξαναζήσουμε μια δεκαετία της ζωής μας, πιστεύω οι περισσότεροι θα επέλεγαν να ζήσουν τα '80s και να τα ξαναζήσουν ακριβώς όπως και την πρώτη φορά: με τα ίδια πάθη, τις ίδιες συνήθεις, τα ίδια γούστα, τα ίδια λάθη και τα ίδια βιώματα.
Τα εκατομμύρια που άρχισαν να ρέουν, οι χορηγοί, το μάρκετινγκ, οι προβολείς από τα (νεοσύστα ιδιωτικά) ΜΜΕ, οι μάχες πολιτικών, ηθοποιών, καλλιτεχνών για το πρώτο τραπέζι στα VIPs του Αλεξανδρείου και στο Ακρόαμα μετά από κάθε μεγάλη επιτυχία, ο λουλουδοπόλεμος, η Μαρινέλλα, αλλά και ο... Στάθης Ψάλτης (προσωποποιώντας όλη τη βιομηχανία της βιντεοταινίας, με το εύκολο και χοντροκομμένο χιούμορ, το καμάκι και την αθυροστομία), αποτελούν ιδανικές εκφράσεις αυτής της δεκαετίας. Το κιτς, το εφήμερο πανηγύρι, η εύκολη-ανεπιτήδευτη- επιφανειακή διασκέδαση, αλλά και η εξοργιστική ψευδαίσθηση ότι η ανεμελιά αυτή θα κρατήσει για πάντα, αποτελούν παθογένειες που για πρώτη φορά βίωνε ο Έλληνας και τις οποίες πλήρωσε και συνεχίζει να πληρώνει ακόμη και τώρα.
Ήταν, όμως, και η εποχή του νέου, του αθώου, του ατρόμητου, του ευκολόπιστου, του ατιμέλητου, του αυθεντικού. Αυτού που, απελευθερωμένος από πολιτικές & κοινωνικές ζυμώσεις, μακριά από έγνοιες και ανησυχίες, αρχίζει επιτέλους να ψάχνεται, να πειραματίζεται, να ονειρεύεται και εν τέλει, να μεγαλώνει. Ήταν η εποχή της κασέτας, του βίντεο, του πειρατικού ραδιοφώνου, του ακούρευτου μαλλιού, των ανεκδιήγητων ρούχων και όλων των υπολοίπων αναμνήσεων που, με την αυθεντικότητα και την αγαθοσύνη τους, χρωμάτισαν τόσο υπέροχα αυτή τη δεκαετία.
Κοιτώντας κανείς πίσω, μπορεί με μια πρώτη ανάγνωση να βγάλει το συμπέρασμα ότι η δεκαετία του '80 πλήγωσε την Ελλάδα, γιατί αποτέλεσε την αφετηρία των σύγχρονων δεινών. Ίσως και να έχει δίκιο. Για μένα, όμως, αλλά και για πολλούς -φαντάζομαι- ακόμη, ειδικά όσους την έζησαν καλύτερα από εμένα, η δεκαετία αυτή ήταν η η εφηβεία πριν την ενηλικίωση της ελληνικής κοινωνίας. Με τα κακά της, αλλά κυρίως με τα καλά της. Άλλωστε, αυτά συγκρατά (ή επιλέγει να συγκρατά) στο τέλος ο καθένας μας.
Αν υπήρχε η δυνατότητα να ξαναζήσουμε μια δεκαετία της ζωής μας, πιστεύω οι περισσότεροι θα επέλεγαν να ζήσουν τα '80s και να τα ξαναζήσουν ακριβώς όπως και την πρώτη φορά: με τα ίδια πάθη, τις ίδιες συνήθεις, τα ίδια γούστα, τα ίδια λάθη και τα ίδια βιώματα. Ίσως για να νιώσουν για τελευταία φορά ελεύθεροι & ονειροπόλοι, μακριά από φόρμες, καλούπια και επιτηδευμένες συνήθειες. Για να επιστρέψουν ξανά στην ομορφιά του απλού, του αυθεντικού. Για να ξεφύγουν από τη σκληρότητα και την ωμότητα της σύγχρονης εποχής.
Ίσως να είναι, εν τέλει, αυτός και ο λόγος που τα '80s, σταδιακά, με το πέρασμα του χρόνου, απέκτησαν στο μυαλό και στην καρδιά μας, αυτήν την τόσο ρομαντική και συναισθηματική χροιά. Τουλάχιστον, για έναν αθεράπευτο οπαδό του Άρη (και του Ψάλτη, βεβαίως-βεβαίως), το να παραμένει ονειροπόλος και ρομαντικός είναι ταυτόχρονα ευχή και κατάρα. Προτιμώ, επιλέγω κι ελπίζω να 'ναι ευχή. Ο χρόνος θα δείξει...
σχόλια