Η είσοδος στη δεκαετία του 1980 για τον Μίκη Θεοδωράκη γίνεται με δύο έργα, δύο διαφορετικούς κύκλους τραγουδιών, με κοινό παρανομαστή όμως τους στίχους του Κώστα Τριπολίτη. Πρόκειται για τον Επιβάτη και το Ραντάρ, που αμφότερα κυκλοφόρησαν μεσ' στο 1981, και που αν και δε σημείωσαν ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία, άφησαν ορισμένα ομολογουμένως αριστουργηματικά τραγούδια!
Οι λόγοι που οι δύο δίσκοι δεν περπάτησαν, είναι γνωστοί και χιλιοειπωμένοι: Με τους μεταπολιτευτικούς θούριους να έχουν κοπάσει, οι στίχοι του Τριπολίτη δεν χάιδευαν κανενός τα αυτιά και εξακολουθούσαν να στηλιτεύουν τη σύγκρουση του σύγχρονου ανθρώπου με την Εξουσία. Μα, για ποια εξουσία μιλάμε; Το ΄81 έως και κάποιοι αναρχικοί ψήφισαν ΠΑΣΟΚ προκειμένου να επέλθουν η πολυπόθητη Αλλαγή και η συντριπτική ήττα της επάρατου Δεξιάς. Ο κόσμος αποζητούσε την ευμάρεια που του είχαν στερήσει μια χούντα και ένας Εμφύλιος, συνεπώς στίχοι όπως Τα σύνορα εδώ είναι οι φυλακές και τα ψυχιατρεία, δεν του ήταν και ό,τι πιο ευχάριστο τη συγκεκριμένη στιγμή.
Ο Επιβάτης κυκλοφόρησε σε δύο ταυτόχρονες σχεδόν βερσιόν: Μία από τη Lyra, με ερμηνεύτρια τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά και τη συμμετοχή του Γιάννη Μπογδάνου - ανιψιού του Γρηγόρη Μπιθικώτση - και ακόμη μία από τη MINOS με την ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη.
Στη βερσιόν με τη Ζορμπαλά συναντάμε μουσικούς της χατζιδακικής οικογένειας (Τάσος Καρακατσάνης, Στέλλα Κυπραίου, Κώστας Γρηγορέας, Δημήτρης Βράσκος, Ανδρέας Ροδουσάκης), ενώ σ' αυτήν με τη Φαραντούρη, το θεοδωρακικό δίδυμο Κώστας Παπαδόπουλος - Λάκης Καρνέζης στα μπουζούκια, τον Σαράντη Κασσάρα, τον Γιώργο Λαβράνο και πάλι τον Ανδρέα Ροδουσάκη.
Η εκδοχή του Επιβάτη με τη Ζορμπαλά προηγήθηκε αυτής με τη Φαραντούρη - η τελευταία, άλλωστε, εκείνη ακριβώς την περίοδο επιχειρούσε μία απόσχιση από τον Θεοδωράκη, τραγουδώντας στην Εποχή της Μελισσάνθης του Χατζιδάκι και εκδίδοντας τις προσωπικές εργασίες της με πολιτικά τραγούδια του Brecht και διαμαρτυρίας απ' όλο τον κόσμο. Ήταν και η περίοδος που οι δίσκοι της Φαραντούρη γίνονταν ανάρπαστοι και η ίδια αποτελούσε το ποιοτικό μεγάλο χαρτί της εταιρείας της.
Πιθανώς να μην είχε πάει καλά από εμπορικής άποψης ο πρώτος Επιβάτης με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, να ήταν αρκετά λυρικός για το επαναστατικό ύφος του δημιουργού του - τα λέω όλα αυτά με κάθε επιφύλαξη -, η ιστορία όμως λέει πως η Μαρία Φαραντούρη δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι τότε, ζητώντας της να μπουν στο στούντιο με τους μουσικούς και να ηχογραφήσουν εκ νέου το εν λόγω έργο.
Προσωπικά, μου αρέσουν και οι δύο εκδοχές του έργου. Τα βινύλια υπάρχουν εδώ και αρκετά χρόνια στη δισκοθήκη μου. Από κει γνώρισα τον στιχουργό Τριπολίτη και τον εκτίμησα για την κοινωνική ευαισθησία του και την αιρετική ματιά του - ακόμη έχω την αίσθηση πως, περισσότερο στον Επιβάτη και λιγότερο στο Ραντάρ, ο Τριπολίτης κατέθεσε τους πλέον rock στίχους στο εγχώριο τραγούδι της εποχής. Και κατά ένα τρόπο, λειτούργησε ως φυσικός συνεχιστής του ποιητή Γιάννη Θεοδωράκη, αδερφού του Μίκη, και μεγάλου λάτρη του Bob Dylan και της beat ποίησης.
Το Ραντάρ, πάλι, κυκλοφόρησε σε μία βερσιόν από τη MINOS με τον σούπερ - σταρ Γιώργο Νταλάρα. Μάλιστα, τα εξώφυλλα του Επιβάτη και του Ραντάρ στην εταιρεία, είχαν το ίδιο concept, σα να ήταν τα δύο μέρη ενός ενιαίου κύκλου τραγουδιών του Θεοδωράκη που απλά κυκλοφόρησαν με άλλο τίτλο και με μικρή χρονική απόσταση.
Κι όμως, μέσα στο Ραντάρ υπήρχαν δύο μπαλάντες, από τις ομορφότερες του συνθέτη Θεοδωράκη, του ερμηνευτή Νταλάρα και του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού - αναφέρομαι φυσικά στην Αγάπη και στο Ξημερώνει, μη διστάζοντας να τις χαρακτηρίσω σαν δύο από τα, μετρημένα στα δάχτυλα, πιο επιτυχημένα συνταξιδέματα στίχου και μουσικής στην ιστορία της ελληνικής τραγουδοποιίας!
Ακούστε λόγου χάριν το μουσικό μέτρο στο ρεφραίν της Αγάπης: Που να σε ταξιδέψω/ γυαλιά και λαμαρίνες... Η μελωδία απλώνεται, το ίδιο και η εξαιρετική φωνή του Νταλάρα για να ''μαζευτεί'' στο τέλος και να καταλήξει στη μελαγχολική διαπίστωση: Γεμίσανε τα χρόνια/ με εκτελεσμένους μήνες...
Το Ραντάρ τερματιζόταν δοξαστικά με τη Σύνοψη, ντουέτο του Θεοδωράκη με τον Νταλάρα. Και σύμφωνα με σημείωμα του Νταλάρα από τον Φεβρουάριο του 2004, το Ραντάρ έρχεται σε μια περίοδο ύφεσης του πολιτικού τραγουδιού (1981) που εξαντλείται κάτω απ' την υπερβολή μιας ακατάσχετης συνθηματολογίας και μιας στείρας πολιτικολογίας...Η μουσική ιδιοφυΐα του Μίκη Θεοδωράκη για μια ακόμη φορά ανάγνωσε την ιδιαιτερότητα της νέας γλώσσας του Κώστα Τριπολίτη και μίλησε και μουσικά με μια καινούργια γλώσσα...
Το ότι αυτοί οι δύο κύκλοι τραγουδιών δεν περπάτησαν, που λέω και στην αρχή του άρθρου, ήτανε κάτι που ενόχλησε τον Μίκη Θεοδωράκη. Γι' αυτό και σε μία σειρά εκπομπών που έκανε στην ΕΡΑ το 1987 εκφράστηκε ανοιχτά κατά του τριγώνου Εταιρεία Δίσκων - Σκυλάδικο - Εθνική Ραδιοφωνία. Λογικό! Το ΄87 με το ΠΑΣΟΚ να διανύει τη δεύτερη τετραετία του στην κυβέρνηση, το σκυλάδικο μεσουρανούσε, περνώντας στο στάδιο της θλιβερής αστικοποίησης του ύστερα από είδος προς κατανάλωση από το λούμπεν υποπρολεταριάτο που ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες.
Και φτάνουμε στο σήμερα: Μαθαίνω ότι από τη νέα δισκογραφική ονόματι Sui Generis πρόκειται να εκδοθούν ο Επιβάτης και το Ραντάρ με ερμηνεύτρια τη Φωτεινή Δάρρα. Δεν έχω να σχολιάσω τίποτα γι' αυτή την επιλογή, ούτε θα ήθελα να είμαι ποτέ στη θέση της νεαρής τραγουδίστριας που έχει ακούσει ήδη τα σχολιανά της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Μπορώ όμως να ρωτήσω δημόσια: Προς τι αυτή η επιλογή από τον συνθέτη τη στιγμή που ο Γιώργος Νταλάρας και η Μαρία Φαραντούρη είναι εν ενεργεία ακόμη και παραγωγικοί κιόλας; Συγκεκριμένα, δεν έχει περάσει χρόνος που είδα live τη Φαραντούρη να ερμηνεύει το υπέροχο Απόστημα σε προσωπική συναυλία της!
Ούτε, ειλικρινά, έχω καμία όρεξη να κάτσω τώρα και να απαρριθμήσω προηγούμενες επιλογές του Θεοδωράκη που έβγαζαν...μάτι από αισθητικής άποψης - δικαίωμα του να επιλέγει όποιον αυτός κρίνει ως αρτιότερο ερμηνευτή του έργου του, όπως δικαίωμα δικό μου και του καθενός να κρίνει αυτές ακριβώς τις επιλογές του.
Θέλω όμως να σταθώ στο σημείωμα του Μίκη για τις επανεκτελέσεις των δύο έργων του με τη Δάρρα, που ήδη διέρρευσαν στον Τύπο. Λέει κάπου λοιπόν ο συνθέτης:
Εκείνο που κατά τη γνώμη μου βάραινε πιο πολύ, ήταν τα ηχητικά όρια της Λαϊκής Ορχήστρας και γι’ αυτό όσοι τραγουδιστές της έντεχνης λαϊκής μουσικής θέλησαν να τα ξεπεράσουν, κατέφυγαν στον ήχο της αμερικάνικης μουσικής και ιδιαίτερα στον ήχο του Χαίντριξ, του κορυφαίου εκπροσώπου αυτής της Σχολής. Το αποτέλεσμα ήταν το περίβλημα (ο αμερικάνικος ήχος) να κυριαρχήσει επί της ουσίας που ήταν ο ελληνικός στίχος και έτσι το κίνημα αυτό να καταταγεί στην ροκ μουσική και να αγκαλιαστεί από την ελληνική νεολαία που διψούσε για εκρηκτικές ηχητικές καταστάσεις...
Μάλιστα! Αγαπητέ μας Μίκη, rock δεν ήταν το ηχητικό περίβλημα, ο αμερικανικός ήχος και όλα αυτά τα ωραία που λέτε, διότι, πολύ απλά, σε κανένα από τα δύο έργα δεν υπήρχε ο ηλεκτρικός ήχος σε πρώτο επίπεδο. Τα μπουζούκια των Παπαδόπουλου - Καρνέζη και το πιάνο ήταν στην επιφάνεια με την ηλεκτρική κιθάρα και το synthesizer να ζωγραφίζουν, εκεί που οι ενορχηστρωτές έκριναν απαραίτητο. Το λέει πολύ σωστά και ο Νταλάρας σε εκείνο το σημείωμα του από την επανέκδοση του Ραντάρ το 2004: Ο Μίκης Θεοδωράκης κράτησε τις αρχές της συνθετικής γραμμής του λαϊκού τραγουδιού, εμφανίζοντας έντονα λυρικά στοιχεία...Φυσικά rock, όσο και να το σνομπάρετε, ήταν και είναι η ρυθμολογία των τραγουδιών σας, μόνο αν δεχτούμε πως η rock υπήρξε επαναστατικό κίνημα και όχι μία ξενόφερτη υποκουλτούρα, όπως δηλαδή υποστήριζε μεταξύ άλλων και η Μαρία Δαμανάκη στα 70s, ενώ στα 90s καμάρωνε για τη γενιά της που έβγαλε ένα Woodstock! Επομένως, rock δεν ήταν το τότε ηχητικό περίβλημα του Επιβάτη και του Ραντάρ σε καμία περίπτωση! Rock και μάλιστα...σκληρό σε αρκετά σημεία ήταν η ίδια η μουσική και, εννοείται, ο λόγος του Κώστα Τριπολίτη!
Καλοτάξιδα να είναι τα έργα με τη Φωτεινή Δάρρα. Το εύχομαι ολόψυχα, ειλικρινά, αν και δε θα πάρω, που λένε. Θα μείνω με τις φωνές του Νταλάρα και της Φαραντούρη να αναπολώ το ένδοξο παρελθόν μιας κατεστραμμένης πλέον δισκογραφίας!
σχόλια