Για τη γενιά μου δεν ήταν ο Μίκης. Ήταν ο Θεοδωράκης. Για πολλούς ένα φορτίο, ένα βάρος, μια κληρονομιά, μια φιγούρα του παρελθόντος. Για άλλους, πιο κοντινούς στα ίχνη του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού, είχε την ιδιότητα της ιδρυτικής φυσιογνωμίας, κρατώντας το σκήπτρο της επικής πολιτικής πλάι στους χαμηλούς τόνους του χατζιδακικού λυρισμού.
Όλα αυτά όμως έγιναν σκόνη στο πέρασμα του χρόνου. Γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης, ακόμη και αν δεν έγινε για όλους μας «ο Μίκης», αναδύθηκε στην ελληνική ζωή ως ένα από τα σημεία αναφοράς της, ένα κραταιό πολιτισμικό σύμβολο. Αν και δεν υπήρξε συγγραφέας μυθιστορημάτων και ποιητής, έγινε ο Βίκτωρας Ουγκώ της Ελλάδας των τελευταίων εξήντα χρόνων: σημείο συναίρεσης του ρομαντισμού, του εθνισμού και μιας ιδέας της αριστεράς που χωρούσε ωκεάνια συναισθήματα. Και αν έγραψε πολλά εξαίσια λυρικά τραγούδια, η σκέψη του στάθηκε στον πυρήνα της μια σκέψη της νίκης και του θριάμβου. Τίποτα το «ηττημένο», το μελαγχολικό και το βαθιά εσωστρεφές στον Θεοδωράκη, παρά μια αγάπη για τη μάχη και μια αγωνιστική αίσθηση της ζωής που επιδίωκε την εξωτερίκευση, τη διαρκή επικοινωνία με τον «λαό» ‒ στους αντίποδες της σιωπής.
Για τη μουσική του προσφορά υπάρχουν, φυσικά, διάφορες κρίσεις. Μερικές αυστηρές, άλλες θετικές ή εγκωμιαστικά πανηγυρικές. Εγώ ξέρω ότι από τη σκοπιά της συγκίνησης και της επίδρασης στο φρόνημα, στα ύφαλα του εσωτερικού μας βίου, ο Θεοδωράκης μίλησε καταλυτικά. Ακόμα και σε όσους του είχαν στρέψει τα νώτα, επιλέγοντας για αισθητική καθοδήγηση τον Σαββόπουλο ή το ροκ ή άλλους τόπους της μουσικής. Από κάποιο παράθυρο ερχόταν πάντα κάποιο σήμα από τους «Λιποτάκτες», το «Μαουτχάουζεν», τα «Λιανοτράγουδα». Από κάποιες μυστικές οθόνες παρακολουθούσαμε τα πλήθη των συναυλιών του, το πάθος της Φαραντούρη, του Πανδή, του Γιώργου Μεράντζα. Από κάποια καλοκαιρινή πλατεία θα έφτανε η πετρώδης φωνή του Μπιθικώτση ως υπενθύμιση μιας άλλης λαϊκότητας, μιας Άνοιξης του ’60 που εμείς (λόγω ηλικίας) τη φέρουμε εσαεί ως μυθολογικό σκίρτημα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στάθηκε, άλλωστε, μια συρραφή ελληνικών τρόπων, όχι απλώς ένα αντιφατικό πρόσωπο. Υπήρξε μήνυμα, σύμβολο, έμπνευση αλλά και εθνικό τρόπαιο και μεγάλος παράγοντας και μέρος ενός πολιτισμικού κανόνα που σε κάποιους φάνηκε καταπιεστικός. Κανένας όμως δεν τον παραγνώρισε και τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε στοιχείο μιας τέτοιας εθνικής-κρατικής συναίνεσης, που όμοιά της δεν υπήρξε για κανέναν άλλο δημιουργό.
Ο Θεοδωράκης έφερε μαζί του όλες σχεδόν τις εμμονές της νεοελληνικής ιδεολογίας. Αν συνδέθηκε κατά βάση με την αριστερά, η μεταφυσική του ήταν ένας διαρκής εκλεκτισμός, ένας παγανισμός και ένας χριστιανισμός σε μια συγχώνευση που αποτέλεσε πάντα το μυστικό της νεοελληνικής επιτυχίας για έργα και προσωπικότητες. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν θέλησε ποτέ να είναι μόνο συνθέτης και δημιουργός μουσικής αλλά να λειτουργήσει και το ίδιο του το εγώ ως ολικό έργο τέχνης.
Αυτή η μεγάλη φιλοδοξία έγινε συχνά αισθητή ως αξίωση ηγεμονιστική και καλλιτεχνικός εγωισμός που ντυνόταν τις χλαμύδες του πολιτικού σωτήρα. Και αυτές όμως οι στιγμές, οι στιγμές που ο Θεοδωράκης έφτασε να γίνει όψιμα αντικείμενο θαυμασμού από σκληρούς δεξιούς και πηγή απογοήτευσης και οργής για πολλούς αριστερούς, δεν είναι οι σημαντικές. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι αδύνατο να μην απογοητεύουν, να μην προκαλούν θυμό, να μη γίνονται βάρος, ενοχή, απωθημένο ή αποδιοπομπαίοι τράγοι. Με μια έννοια, είναι αδύνατο να μη γίνονται αφόρητοι και να φτάνουν απλώς στο τέλος συμπαθείς και αξιαγάπητοι, σαν καλοί παππούδες δίχως αντιφάσεις, σαν ήρεμα ποτάμια που δεν αφρίζουν ποτέ τα νερά τους.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στάθηκε, άλλωστε, μια συρραφή ελληνικών τρόπων, όχι απλώς ένα αντιφατικό πρόσωπο. Υπήρξε μήνυμα, σύμβολο, έμπνευση αλλά και εθνικό τρόπαιο και μεγάλος παράγοντας και μέρος ενός πολιτισμικού κανόνα που σε κάποιους φάνηκε καταπιεστικός. Κανένας όμως δεν τον παραγνώρισε και τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε στοιχείο μιας τέτοιας εθνικής-κρατικής συναίνεσης, που όμοιά της δεν υπήρξε για κανέναν άλλο δημιουργό.
Πέρα από όλα αυτά, όμως, πέρα από τις τιμές, τις αντιθέσεις ή τα πολιτικά παραλειπόμενα, ο Μίκης (τώρα μπορώ να τον πω κι εγώ έτσι, όπως θα τον έλεγε ο συνομήλικός του πατέρας μου και οι Λαμπράκηδες του ’60), ο Μίκης κατόρθωσε να γίνει η μελωδική ηθική μιας λαϊκότητας που δεν μπόρεσε, φυσικά, να γίνει «συμφωνική» και κλασική αλλά έχτισε έναν δικό της χώρο ρωμαλέας συγκίνησης μέσα στην ελληνική μουσική. Αυτή η ρώμη της συγκίνησης και η γραμμή του πάθους, με τη διπλή της φορά, άλλοτε προς το μεγάλο, άλλοτε προς κάτι ακόρεστο, αυτή η ρώμη θα διαρκέσει. Είναι φτιαγμένη με τα υλικά της αντοχής και της ανθεκτικότητας. Τα υπόλοιπα θα ενδιαφέρουν όσους μιλάμε για τις ιδέες και τις ιδεολογίες της ελληνικής νεωτερικότητας. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μίκης, ανήκει σε όλους, ανήκει πλέον στην ολότητα, και από αυτή την άποψη πραγματοποίησε το πιο βαθύ όνειρό του.