Έχω δει τον Μακεδονικό γάμο, τον Ουρανό, την Εκδρομή,
την Παρένθεση.
Έχω διαβάσει την Ευτυχισμένη Σιμόν, το Ένας Ειδωλολάτρης,
τις Καθημερινές ιστορίες.
Ταινίες και ιστορίες που ζουν στην περιοχή της ποίησης - ένα πλάνο να δεις, μια γραμμή να διαβάσεις κι αμέσως καταλαβαίνεις ποιάς χώρας κάτοικος ήταν ο Τάκης Κανελλόπουλος.
Η νύφη να προσκυνάει τον ήλιο που δύει,
η Νίκη Τριανταφυλλίδη βουβή στο ποτάμι,
το βλέμμα της Λίλυς Παπαγιάννη όταν κοιτάζει τον Στράτο,
οι έξι ώρες της Λαδικού και του Αντωνόπουλου.
Κι οι Καθημερινές ιστορίες του.
Σύντομα στιγμιότυπα, απλά, φωτογραφικά σχεδόν.
Τυχαίες συναντήσεις, μια φοιτήτρια με άσπρο σορτς, ένα παράθυρο που βλέπει στο δρόμο, μια αναχώρηση για Βερολίνο, ένα τραγούδι της Πιάφ, ένα βιβλίο του Χεμινγουαίη, ένας δίσκος του Σαρλ Τρετέ, πολλά, πάρα πολλά όμορφα κορίτσια.
Μικρά ρομαντικά σημειώματα.
Ογδόντα ιστορίες που διαβάζονται ''όπως κανείς βλέπει ένα άσπρο τριαντάφυλλο σε ξένο κήπο και το κλέβει".
Μικρές ιστορίες που προσπαθούν να σώσουν την ομορφιά και ν' αναβάλλουν τον θάνατο.
Ιστορία 21η
Οι ένοικοι του ξενοδοχείου διαμαρτυρήθηκαν ότι "κάποιος
τραγουδάει δυνατά". Ήμουν εγώ. Ήμουν τόσο ευτυχισμέ-
νος και τραγουδούσα. Απειλήθηκε επεισόδιο με την διεύ-
θυνση, συμβιβάστηκα να τραγουδώ πιο σιγά. "Μα είμαι ευ-
τυχισμένος", είπα. Συνέχισα να τραγουδώ έως ότου ξημέ-
ρωσε. Τότε ξάπλωσα, με το ριγέ μπλε κουστούμι μου στο
κρεβάτι και άναψα ένα τσιγάρο. Ήμουν νέος ακόμη, πολύ
αδύνατος, με μάτια, όπως έλεγαν, "σαν τη φωτιά". Και
περνούσε η ώρα. Και είχα μερικά παγωμένα φρούτα στο
κομοδίνο. Άρχισα να τα τρώω-ξαπλωμένος- έως ότου
βγήκε ο ήλιος. Τότε βγήκα στο μπαλκόνι. Τον κοίταζα.
ΕΦΥΓΑ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΓΙΑ ΑΛΛΗ
ΠΟΛΗ, ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΘΥΡΩΡΟ.
Ιστορία 36η
Ήταν ένα παιδικό πάρτυ της πρώτης νεότητας. Και όλα τα
κορίτσια αγαπούσαν εμένα. Δεν χόρεψα με καμία, αλλά αγά-
πησα την πιο άσχημη. Γιατί μου έφερνε παγωτά συνέχεια.
Της το είπα και δεν με πίστευε. Και ύστερα έκλαιγε. Της
το ξαναείπα πολλές φορές και με πίστεψε. Την άλλη μέρα,
πήγαμε βόλτα στην παραλία και μου έφερε μια γραβάτα
ωραία. Την έβαλα εκείνη τη στιγμή, με φίλησε στα μάτια,
και έως τις 9 το βράδυ περπατούσαμε στην παραλία.
Ύστερα, την πήγα στο σπίτι της και με κάλεσε να ανεβώ
να με γνωρίσουν οι γονείς της. Εγώ αρνήθηκα, και με φίλη-
σε στα μάτια.
Την βλέπω ακόμη στο δρόμο. ΜΕ ΧΑΙΡΕΤΑΕΙ ΟΠΩΣ ΤΟΤΕ.
Ιστορία 49η
Από μικρός, αγαπούσα τις πάστες αμυγδάλου. Μια συνή-
θεια που είχε κι ο πατέρας μου, μόνο που εκείνος έπινε και
κρασί. Και έτσι τα καλοκαίρια, όπου κι αν πήγαινα, πάντα
ζητούσα πάστα αμυγδάλου. Ήρθε κι ένα καλοκαίρι - πριν
δυο χρόνια - που βρέθηκα σε ένα παραθαλάσσιο χωριό με
συντροφιά, και κολυμπήσαμε, ξαπλώσαμε στην άμμο και
ύστερα ήρθε η ώρα του φαγητού. Μύδια, ούζο και ντομάτες,
και να καίει ο ήλιος, να βγαίνει σε λίγο ένας δυνατός αέρας,
απάνω να καίγεται η τέντα με τα μπλε κορδόνια, φάγαμε,
πήγαμε στο διπλανό ζαχαροπλαστείο για πάστες, είχε τα
πάντα, αλλά οι πάστες όλες είχαν τελειώσει. Μια μεγάλη
παρέα από τουρίστες είχαν περάσει. Χαμογέλασα.
Ιστορία 52η
Είμασταν πολύ νέοι και οι δύο, πολύ ερωτευμένοι, είχε
μπλε μάτια και άσπρο πρόσωπο, φορούσε σανδάλια, φούστα
και κόκκινο μεταξωτό φουλάρι, γελούσε απίστευτα ωραία
και την έλεγαν Μαρία. Και ήταν Κυριακή, βγάλαμε εισιτή-
ριο τρίτης θέσης - δεν είχαμε λεφτά - φτάσαμε στον Πλα-
ταμώνα, πήραμε μια βάρκα, ανοιχτήκαμε βαθιά, βουτήξα-
με, κολυμπήσαμε μια ώρα, ανεβήκαμε στη βάρκα, ήπιαμε
έξι πορτοκαλάδες, της είπα :"Θα σε παντρευτώ", γέλασε
και με φίλησε και ρώτησε : "Γιατί". Γυρίσαμε με τη βάρκα,
καθίσαμε σε μια ταβέρνα με καλαμαράκια και μπύρα, βά-
λαμε τα ρούχα, την φίλησα στα αλμυρά χείλη της, και προς
την δύση του ηλίου, πήραμε το τρένο και γυρίσαμε...'Ηταν
νύχτα, την συνόδευσα στο εξοχικό της σπίτι, ο στερνός δρό-
μος μύριζε λουλούδια και σε έναν κήπο κάναμε έρωτα.
Iστορία 61η
Μπαίνω στο μικρό τρένο, θα πάω σ' ένα βουνίσιο χωριό να
μείνω μια εβδομάδα,τ ο τρένο ξεκινάει, βγαίνει καπνός, εί-
ναι προς το τέλος ο χειμώνας, έχω μια βαλίτσα και ένα με-
γάλο δέμα με σοκολάτες και τσιγάρα. Περνούμε ένα μεγάλο
χωράφι, ρίχνω τσιγάρα και μια μεγάλη σοκολάτα, μια σιδε-
ρένια γέφυρα και ύστερα μια μικρή εκκλησία, ρίχνω από το
παράθυρο πολλά πακέτα τσιγάρα και σοκολάτες - παλιό
έθιμο των προγόνων μου όταν ταξίδευαν - το μικρό τρένο
τρέχει ανάμεσα από δέντρα, πετώ τσιγάρα, σκόρπια και σε
αποστάσεις, τις τελευταίες σοκολάτες τις ρίχνω σε μια μι-
κρή πεδιάδα και τα τσιγάρα στις άκρες ενός μεγάλου ποτα-
μού.
Κάποιοι τσιγγάνοι θα τα βρούνε, κάποιοι περαστικοί με
φτυάρια, και θα καπνίσουν τα τσιγάρα και θα δώσουν τις
σοκολάτες στα παιδιά.
Ιστορία 65η
Πάντα μου άρεσε τα κορίτσια να φοράνε άσπρες κορδέλες
στα μαλλιά...Έτσι, εκείνο το μεσημέρι στο ζαχαροπλα-
στείο, είδα ένα κορίτσι είκοσι χρονών με άσπρη κορδέ-
λα. Διάβαζε μια εφημερίδα, έπινε μπύρα, ήταν μόνη και δεν
πρόσεχε κανένα. Δεν ήταν όμορφη, αλλά η παρουσία της,
έκανε όλους όσους μπαινόβγαιναν να την κοιτάζουν, τουλά-
χιστον "σαν πρώτη ματιά". Δεν άντεξα, σηκώθηκα, πήγα
κοντά της, της ζήτησα συγγνώμη, μου είπε το όνομά της,
της είπα "η άσπρη κορδέλα", γέλασε ωραία, γίναμε ερα-
στές, πάντα φορούσε την κορδέλα, κράτησε ο έρωτας 3 μη-
νες, και ύστερα παντρεύτηκε... Μου ζήτησε όλες τις φωτο-
γραφίες που είμασταν μαζί, τις της έδωσα, ήπιαμε από δυο
ποτήρια μπύρα και είπε : "Θα σε σκέφτομαι πολύ".
Iστορία 77η
Πάντα από τα νεανικά μου χρόνια έβαζα την κολώνια 4711.
Μια μέρα τελείωσε, πήγα να αγοράσω, δεν είχε, πήγα αλ-
λού, γύρισα όλα τα αρωματοπωλεία, πουθενά.
Πέρασε έτσι ένας μήνας χωρίς την κολώνια και μια μέρα
την ξαναγόρασα. Ντύθηκα πολύ κομψά, τηλεφώνησα σε μια
φίλη μου, πήραμε δυο ποδήλατα, φυσούσε και τρέχαμε με
τα ποδήλατα στον μεγάλο δρόμο. Τη νύχτα με χαίδευε στα
μαλλιά, και μου φιλούσε τα χέρια. "Μα δεν το κάνω γιατί
σε αγαπώ, μου αρέσει η κολώνια σου",είπε. "Τότε, είναι
ένα απλό φλερτ" είπα εγώ.
(Κυκλοφόρησαν τον Δεκέμβριο του '89.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο ο κύριος Τάκης θα έφευγε αφήνοντας πίσω του τριανταφυλλιές και θάλασσες.)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο LIFO.gr το 2013.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 18.8.2016