-΄Ενας κύριος Απόστολος (αγνώστων λοιπών) που κατέβασε δυο βαλιτσάρες κι ένα τέρας χαρτονουνού απ' το σταματημένο βαγόνι, τα ξανανέβασε στο νέο βαγόνι, τα ξανακατέβασε όταν φτάσαμε (μια μαμά και δυο σαλταρισμένα τέκνα) στο τέλος του ταξιδιού, περασμένα μεσάνυχτα αντί οκτώ και τέταρτο.
(Δεν ήταν οσετζής, ένας αμίλητος παραδιπλανός ήταν που μ' έβλεπε να ξεφυσάω παραζαλισμένη.)
-Η κυρία ταξιτζού που δεν μου πήρε τίποτα από κηφισσίας προς γκύζη γιατί της θύμισα μια φιλενάδα της που πέθανε από πνευμονία το '89.
(Τη φίλη την έλεγαν Πατρούλα- την έβαλα στους υπέρ αναπαύσεως)
-Η κοπελίτσα στο Γαλαξία μάρκετ που χαρωπή εννιά παρά τέταρτο, παραμονή χριστουγέννων, έκανε πουγκάκια κι έβαζε έξτρα κορδέλλες στα πιατελικά και τις πέπες της τελευταίας στιγμής.
(Δεν τη ρώτησα πως τη λένε.)
Αυτοί ήταν οι τοπ ξένοι μου του χρόνου που αποχαιρετάει.
Ούτε τους ήξερα,ούτε με ήξεραν.
΄Εκαναν το καλό και το'ριξαν στο γυαλό.