κι αν το χέρι σου χαϊδέψει άλλο χέρι,
ποιος το ξέρει
Τίποτα δεν ξέρεις. Ούτε καν τον καιρό. Ετοιμάζεις τα τιραντέ κι έρχεται το εκχιονιστικό να σε μαζέψει. Χτενίζεις τους Σιστοβάρηδες και βγάζει καύσωνα. Σκίζουν τα πτυχία τους οι επιστήμονες. Αυτοαναφλέγονται τα Μετσόβεια και τα Λόντον σκουλς. Κι αυτοί τίποτα δεν ξέρουν. Αν θα ψηλώσουν, αν θα κοντύνουν, αν θα'χουν δουλειά και τύχη στα ερωτικά τους. Με την πρόβλεψη και το πιθανώς όλοι. Αλλά δεν ξέρουν. Κανείς δεν μπήκε στην άγνωστη χώρα δύο χιλιάδες δεκαεφτά να μας τα πει. Όλοι αδιάβαστοι, με τον κηδεμόνα τους στη δασκάλα.
Κανείς δεν μπήκε στην άγνωστη χώρα δύο χιλιάδες δεκαεφτά να μας τα πει. ΄Ολοι αδιάβαστοι, με τον κηδεμόνα τους στη δασκάλα.
Οπότε κράτα τις ευχές κι έλα να παίξουμε τυφλόφυγα.
Μπορεί να με πιάσεις, μπορεί να σου τη σκάσω.
Μπορεί να ζήσω, μπορεί και να πάθω λιμό, σεισμό, καταποντισμό και έρπη ζωστήρα.
Μπορεί να κερδίσω το τζόκερ, μπορεί να χάσω την ψυχή μου.
Αλλά δεν ξέρεις.
Ξέρεις τίποτα.
Μπορεί να γίνει πόλεμος, μπορεί να γίνει εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων.
Μπορεί να γίνει Δευτέρα παρουσία, μπορεί να γίνει αγάπη και ειρήνη στον κόσμο.
Μπορεί να πεθάνουμε σα χώρα, μπορεί να τραβήξουμε προς τη Δόξα ξανά.
Μπορεί (ακόμα μπορεί) να έχω πια τρελαθεί.
Αλλά δεν ξέρεις.
Κι αυτό είναι το ωραίο με τις καινούριες χρονιές.
Ξέρεις τίποτα, αλλά θα μάθεις.