" Έτσι είναι η ζωή..."
Λίγες κουβέντες με έναν βιοτέχνη της Ιεράς Οδού
Ψάχνoντας να νοικιάσω ένα χώρο, επαγγελματικό, χτύπησα το κουδούνι σε μια πάροδο της Ιεράς Οδού. Ερημιά γύρω, χωράφια, σπίτια με Τσιγγάνους, ένα μηχανουργείο, πιο κει τα μπορντέλα. Ήταν ένα κτίριο με τέσσερα πατώματα, βιομηχανικού ύφους, γκρίζο και ωραίο στην ασκήμια του.
Μου άνοιξε ένας άντρας στα 50. Ψηλός, δεμένο σώμα απ’ τη δουλειά, μελαχρινός, άλλοτε ωραίος. Είχε ήμερο βλέμμα και μια φωνή που ξεθύμαινε βαθμηδόν σε κάθε πρόταση, σα να του τελείωνε ο αέρας. Κάτι κουρασμένο. Ο χώρος ήταν 200 τετραγωνικά με μηχανές πλεξίματος και λόφους από μαλλί, που μετά βίας παραμέριζες. Από το ταβάνι, πυκνά, κρεμόντουσαν τα έτοιμα πλεκτά, άτσαλα τα πιο πολλά και ξηλωμένα. Το φως της τζαμαρίας, από το δρόμο και το χωράφι του ακάλυπτου, έφτανε μόλις στο κέντρο, όπου καθίσαμε σε δύο καρέκλες.
«Το δίνω», μου είπε, «γιατί έπαθα εγκεφαλικό. Δουλεύω 25 χρόνια εδώ πέρα. Στην αρχή ήταν καλά, μετά η δουλειά έπεσε. Στην Ολυμπιάδα πιστέψαμε όλοι ότι θα αναθαρρήσει η αγορά, βάλαμε τα δυνατά μας, τίποτα δεν πουλήσαμε. Είχα άγχος, χρέη-τσάκισα. Αλλά έτσι είναι η ζωή. Δεν έχω παράπονο.»
-Τι θα κάνεις τώρα; τον ρώτησα.
«Έχω στη Ζαχλωρού ένα μικρό σπίτι, σαν εξοχικό. Θα πάω εκεί. Μ’ αρέσουνε οι κήποι. Θα φυτέψω λάχανα, ντομάτες.... Θα ξεκουραστώ. Πούλησα ό,τι είχα, ξεχρέωσα, ξεμπέρδεψα. Κι από μιάν άποψη, ευτυχώς που ήρθε η αρρώστια, για να κοντοσταθώ∙ αλλιώς έτσι θα πήγαινε δίχως νόημα, ως το τέλος».
Δεν τον ρώτησα, αλλά μου φάνηκε ανύπαντρος. Φορούσε ένα μπλε, φθαρμένο πόλο. Μιλούσε με ευγένεια και ταπεινότητα, και ήταν σα να έχει συνείδηση κάθε λειτουργίας του, σα να ελέγχει κάθε μόριο του κορμιού του. Ελάχιστοι άνθρωποι μου έχουν δώσει τέτοια αίσθηση αυτοκυριαρχίας.
Μου είπε ότι έφτασαν να δουλεύουν εκεί μέχρι και 15 άνθρωποι. Ήταν σαν οικογένεια. «Εμείς και τα αγρίμια».
-Και πόσο καιρό έρχεσαι εδώ και κάθεσαι;
«Τρεις μήνες»
-Και πώς περνάει η ώρα σου;
«Τακτοποιώ»
-Αφού θα το αδειάσεις.
«Μέσα μου. Να κλείσουν όλα. Να πάω ξέγνοιαστος στη Ζαχλωρού. Να το νοικιάσεις κι εσύ που φαίνεσαι καλό παιδί, να ησυχάσω. Κι ούτε θα έρθω ποτέ να σε ενοχλήσω».
Μέσα στο λοφτ, είχε με ξύλα φράξει μια μικρή γωνία που είχε σα σπίτι. Ένα κρεβάτι, ένα κομό, μια τηλεόραση, νεροχύτη. Εκεί είχε και το μπρίκι. Πήγε για να μου ψήσει ελληνικό καφέ. Είχε αβέβαιο βάδισμα, ονειροπόλου. Το ένα πέλμα του σερνόταν. Τόση ήττα, τόση καλοσύνη...
Ήπια στα γρήγορα τον καφέ και βγήκα έξω. Περπατούσα μές στα ερείπια και στα χωράφια, μέχρι που ξεθύμανα.
Δεν νοίκιασα την βιοτεχνία. Βρήκα μια ταράτσα στην Πραξιτέλους και ξεκίνησα τη LIFO.
―Άρθρο του 2005 στην Ελευθεροτυπία. Μού το έφερε χθες στο γραφείο μια παλιά γνωριμία ρωτώντας αν το θυμάμαι. Όχι, δεν...
κλικ!