Η παραλία του Ντόβερ
Dover Beach
TOY MATTHEW ARNOLD
Αυτή είναι η καλύτερη μετάφρασή του σπουδαίου και πολύ γνωστού ποιήματος. Από το περιοδικό Εκηβόλος. Την υπογράφει κάποιος Τριγκώνης - πρόσωπο ανύπαρκτο. Την έκαναν από κοινού οι τρείς σύντροφοι που τον εξέδιδαν― ο Βασίλης Διοσκουρίδης, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και η Τζούλια Τσιακίρη (ας μαθευτεί κι αυτό). Επειδή, το ποίημα κυκλοφορεί στο ίντερνετ κουτσουρεμένο (από ένα δημοσίευμά μου παλιό στην Ελευθεροτυπία), το ανεβάζω εδώ ολόκληρο. Έτυχε να το ξαναδιαβάσω χθες, σαν καινούριο μού φάνηκε, αβάσταχτο βέβαια, όχι γιατί οι πίστεις φθίνουν (στο καλό και να μάς γράφουν), αλλά γιατί η αγάπη είναι εδώ πικρή, το τελευταίο σου χαρτί σε μια σημαδεμένη τράπουλα.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΗΡΕΜΗ ΑΠΟΨΕ.
Τα νερά είναι ανεβασμένα,
το φεγγάρι γέρνει ωραίο πάνω στα στενά -
στη γαλλική ακτή το φως λαμπίζει και χάνεται
τα βράχια της Αγγλίας στέκουν, θαμπερά και απέραντα,
έξω στον ήσυχο κόλπο.
Ελα στο παράθυρο, γλυκό είναι της νύχτας τ’ αγέρι!
Μόνο, από τη μακριά γραμμή αφρού,
όπου η θάλασσα ανταμώνει τη φεγγαρόλευκη στεριά,
Ακροάσου!
ακούς το στριγκό ρόχθο
τών χαλικιών που τα κύματα τραβούνε πίσω, και τινάζουν,
Με το γύρισμά τους, στην ψηλή όχθη απάνω,
Αρχίζουν, και παύουν, κι ύστερα πάλι αρχίζουν,
Με τρεμάμενο ρυθμό αργό, και φέρνουν
Τον αιώνιο φθόγγο της θλίψης.
Ο Σοφοκλής, καιρό πριν,
Τον άκουσε στο Αιγαίο, και τού ’φερε
Στο νου τη θολερή άμπωτη και πλημμυρίδα
Της ανθρώπινης δυστυχίας· βρίσκουμε κι εμείς
Στον ήχο μια σκέψη,
Ακούγοντάς τον πλάι σ’ αυτή τη μακρινή βόρεια θάλασσα.
Η θάλασσα της Πίστης
Ηταν, επίσης, μια φορά ανεβασμένη, και γύρω απ’ το γιαλό της γης.
Απλωνόταν σαν τις πτυχές στιλπνού ζώσματος, σγουρωμένου
Αλλά τώρα ακούω μόνο τον μελαγχολικό, μακριό, αποσυρόμενό της ρόχθο
Ν’ αναποδίζει, την πνοή
Του νυχτερινού ανέμου, κατά τις
απέραντες άκρες τις σκυθρωπές
Και τους γυμνούς χοχλάκους του: κόσμου.
Αχ, αγάπη, ας είμαστε αληθινοί
Ο ένας με τον άλλο! γιατί ο κόσμος, που μοιάζει
Να απλώνεται μπροστά μας σαν χώρα ονείρων,
Τόσο ποικίλος, τόσο όμορφος, τόσο νέος,
Δεν έχει πράγματι μήτε χαρά, μήτε αγάπη, μήτε φως,
Μήτε βεβαιότητα, μήτε ειρήνη, μήτε βοήθεια για τον πόνο.
Κι είμαστ’ εδώ σαν σε σκοτιδιασμένο κάμπο
Σαρωμένο από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα και φυγής,
Οπου άγνωρες στρατιές χτυπιούνται τη νύχτα.
THE SEA IS CALM TONIGHT.
The tide is full, the moon lies fair
Upon the straits; on the French coast the light
Gleams and is gone; the cliffs of England stand,
Glimmering and vast, out in the tranquil bay.
Come to the window, sweet is the night-air!
Only, from the long line of spray
Where the sea meets the moon-blanched land,
Listen! you hear the grating roar
Of pebbles which the waves draw back, and fling,
At their return, up the high strand,
Begin, and cease, and then again begin,
With tremulous cadence slow, and bring
The eternal note of sadness in.
Sophocles long ago
Heard it on the Ægean, and it brought
Into his mind the turbid ebb and flow
Of human misery; we
Find also in the sound a thought,
Hearing it by this distant northern sea.
The Sea of Faith
Was once, too, at the full, and round earth’s shore
Lay like the folds of a bright girdle furled.
But now I only hear
Its melancholy, long, withdrawing roar,
Retreating, to the breath
Of the night-wind, down the vast edges drear
And naked shingles of the world.
Ah, love, let us be true
To one another! for the world, which seems
To lie before us like a land of dreams,
So various, so beautiful, so new,
Hath really neither joy, nor love, nor light,
Nor certitude, nor peace, nor help for pain;
And we are here as on a darkling plain
Swept with confused alarms of struggle and flight,
Where ignorant armies clash by night.