Κατσικάκια
Mια φορά στα Κανόνια, πήγαμε με τον Μ. και την Α.
Άνοιξη, η μηλιά πάνω από την αμμουδιά του Γέρακα, ανθισμένη. Και το λιβάδια, κουτρουβαλούσαν στη θάλασσα, σα κουβέρτες απλωμένες στον ήλιο.
Στην ησυχία, που βομβούσε και σπαρτάραγε από υποχθόνια ζωή, έτοιμη να εκραγεί, μικρά κοπάδια από κατσίκια και πρόβατα, έβοσκαν, πλάι σε εκστατικούς γαϊδάρους.
Είχαμε κόλλημα τότε με τη μουσική, λόγω ηλικίας. Τη νέα μαύρη μουσική. Πάθος και θαυμασμός. Σοβιέτ συν εξηλεκτρισμός. Arrested Development.
Όπως ψηλαρμενίζαμε σε ένα σχετικά απόκρημνο μέρος, είδαμε κάτι να εξέχει από ένα σκοίνο. Ήταν ένα κατσικάκι μωρό που έτρεμε από φόβο. Είχε χαθεί και προφανώς, ακούγοντάς μας να πλησιάζουμε, λούφαξε στο χώμα κι έκρυψε το κεφάλι του, αφήνοντας τη ράχη του εκτεθειμένη.
Έμεινε πετρωμένο κι ακίνητο, ακόμα κι όταν σκύψαμε να το χαϊδέψουμε.
Τα ζώα που φοβούνται, έχουν κάτι σπαρακτικό, όπως και τα ζώα που πονάνε. Επειδή δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τα αίτια ούτε του φόβου ούτε του πόνου.
Έχω δει ανθρώπους, έκτοτε, που οι συγκυρίες τούς κάνουν να φοβούνται, όπως εκείνο το κατσικάκι.
Πανικόβλητοι αμνοί στους ώμους του Κυρίου, που περιμένουν ένα χάδι ή ένα μαλακό σπρώξιμο, να τρέξουν στο λιβάδι. Πίσω στη μαμά τoυς ή προς την ελευθερία...