Μπετόβεν και μπουζούκι: the story of my life
Ξαναβλέποντας απόψε μια ταινία που με διαμόρφωσε
Όταν είχα δει αυτή τη ταινία, είχα κολλήσει άσχημα. Λογικό. Αυτό θα ήταν δια βίου το «θέμα» μου, που απλώς δεν το είχα δει ακόμα καθαρά: Πώς να βολέψω τα αντίθετα, που ωστόσο διεκδικούσαν τα γούστα μου εξίσου.
Ταυτιζόμουν λοιπόν με όλους τους ηθοποιούς κυκλικά - δίχως όρους δίχως όρια.
Μάλιστα στον άυλο ραδιοφωνικό σταθμό που λειτουργούσα ως τέλειος ψυχασθενής («μετέδιδα» πρόγραμμα αδιαλλείπτως, από μέσα μου, το οποίο κατέγραφα τακτικά σε δέλτους, όπως Ραδιοτηλεόραση) είχα καθιερώσει μια ομώνυμη εκπομπή. «Μπετόβεν και μπουζούκι». Το σήμα ξεκίναγε με μια διπλοπεννιά και μετά εισερχόταν το θέμα της 5ης του Μπετόβεν.
Όταν δεν με άκουγαν οι άλλοι, κυρίως το πρωί που περπάταγα κάνα μισάωρο για το σχολείο (την μετέδιδα και σε επανάληψη το βράδυ), προσπαθούσα να εναλλάσσω τα πιο αλλοπρόσαλλα κομμάτια: ένα για το γλεντζέ πατέρα μου, ένα για τη μελαγχολική μάνα μου.
Το 'χα παράπονο ότι μια ζωή έμειναν ασυνάντητοι - και η ταινία αυτή ήταν η πρώτη μου χονδροειδής φαντασίωση ότι μπορεί καμμιά φορά να συνθηκολογήσουν όσοι μισιούνται.
Αργότερα, το πάτερν επαναλήφθηκε στα εκδοτικά, αφού το εμβάπτισα στο στυλ της Τίνα Μπράουν που τότε μεγαλουργούσε στο πνευματώδες, αντιθετικό παζλ του Vanity Fair: μ' άρεσε π.χ. μετά από έναν διαννοούμενο να κοτσάρω μια κοσμικιά και περιέργως να τα κάνω να ταιριάζουν. Το θεωρούσα στοίχημα, όχι μόνο δημοσιογραφικό: να δείξω ότι παρά τα χάσματα οι άνθρωποι είναι από το ίδιο (περίπου) ύφασμα και το ρινγκ της κοινωνίας μια αυλή θαυμάτων.
Κατά βάθος, ήθελα να ταιριάξω τα δικά μου κομμάτια (και τα σκοτάδια μου) ― πράγμα που ποτέ δεν κατόρθωσα πλήρως.
Προσπάθησα πάντως.
Ίσως επειδή λοιπόν, όλο αυτό ήταν ρομάντσο ενός παιδιού, ανέφικτο, που θά 'θελε να είναι η ζωή αλλιώς κι η φύση πιο ελεήμων και οι εραστές αχώριστοι, αυτή η ταινία εξακολουθεί να έχει πάνω μου μια μπαμπακένια επίδραση οπίου, και τη λατρεύω όπως τις ουτοπίες του Οζ.
Τη θεωρούν σαχλή, εμένα με διαμόρφωσε.