TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

Να είσαι καλό παιδάκι, αλλιώς...



Να είσαι καλό παιδάκι, αλλιώς...

 

Αντόρνο, Κώστας Τουρνάς, Christer Strömholm και κάτι ψιλά
 


Αντόρνο Facebook Twitter
Puta, Palma de Mallorca , 1959 © Christer Strömholm

 

Τα κόπρανα της δόξας

'Εχω υποφέρει πολύ λόγω επαγγέλματος από τους ανθρώπους των δημοσίων σχέσεων. Ακόμα και σήμερα, μετά από κυριολεκτικά χιλιάδες μπλοκ, το mail μου κατακλύζεται από δελτία τύπου και σπαμ― μου τα στέλνουν σωρηδόν, επίμονα, με αυθάδεις επερωτήσεις, χωρίς στοιχειώδη έγνοια αν καταστρατηγούν τον ιδιωτικό μου χώρο, την ησυχία μου― ποιο gdpr;

Δεν είναι μόνο προσωπικό το θέμα. Η γιγάντωση αυτού του παρασιτικού επαγγέλματος, που κορυφαία του προσπάθεια είναι να αποδείξει ότι είναι χρήσιμο (not), έχει αλλοιώσει την έννοια της δόξας, ιδίως σε τομείς ευαίσθητους (όπως ο πολιτισμός) ― αντιμετωπίζουν τους καλλιτέχνες σαν μπουζουξούδες. Και δυστυχώς τους βρίσκεις πια παντού: από το μειράκιο με το ανύπαρκτο έργο, έως τους σοβαρούς συγγραφείς, που έχουν πεισθεί ότι χωρίς ατζέντη είσαι χαμένος στη θάλασσα της υπερπληροφορίας (ισχύει λίγο· αλλά όχι αν πραγματικά αξίζεις).  Έτσι, αυτά τα πρόσωπα, που είναι συνήθως άγαρμπα και κωλοπετσωμένα, καθώς συχνά πουλάνε φούμαρα και ψεύδη, σκληραγωγημένα απέναντι στις προσβολές ή την ευγενή αγανάκτηση, δίνοντας ανταλλάγματα στο λιγδιασμένο άντερο της δημοσιογραφίας ή στη νωθρότητά της (επειδή τής προσγειώνουν έτοιμο content), έχουν καλύψει τον πολιτισμό με ένα γλοιώδη μικροαστισμό, όπου όλα είναι καλούτσικα, μπανάλ, ψευδοευγενή, το ρολόι κάνει κύκλους, η παρασταση ανεβαίνει... Ήθελαν να γίνουν λίπασμα, αλλά κατάντησαν τα κόπρανα της δόξας. Το αναγκαίο της κακό.

Αντόρνο Facebook Twitter
Τheodor Adorno

Τα έχει πει πολύ πιο πριν, με τέλειο τρόπο ο Αντόρνο, στα Minima Moralia, που με χαρά είδα ότι επιτέλους ανατυπώθηκαν από τις εκδ. Αλεξάνδρεια. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία της ζωής μου. Η πυκνότητα των στοχασμών του έχει την κρυσταλλική δομή των ορυκτών ― λέξη δεν πάει χαμένη, η κάθε φράση που παρεμβάλλεται ανοίγει νέα προοπτική, όλα απαντώνται, με διαύγεια, ακριβολογία και προπαντός την ακηδεμόνευτη φρόνηση ενός αριστερού πνεύματος, πριν η Αριστερά γίνει ανέκδοτο και μαγαζάκι. Από τύχη, διάβασα νωρίς το βιβλίο, και με βοήθησε να περιορίσω (όσο μπόρεσα) τα πολλά συναισθηματικά, τις θολούρες στην έκφραση, τα ήξεις αφήξεις. Δεν υπάρχει σημείο των καιρών, που να μη το κάνει φύλλο και φτερό. Το συστήνω με όλη μου την καρδιά και αναδημοσιεύω ένα κεφάλαιο, σχετικά με όσα λέγαμε πριν.


θάνατος της αθανασίας 

Δ
Το εξώφυλλο του βιβλίου

Ο Flaubert, από τον οποίο διασώθηκε η ρήση ότι περιφρονεί τη δόξα, στην οποία αφιερώνει τη ζωή του, ένιωθε τόσο καλά έχοντας συναίσθηση μιας τέτοιας αντίφασης όσο ο άνετος αστός που έγραψε τη «Madame Bovary». Έναντι της διεφθαρμένης κοινής γνώμης, του Τύπου, στον οποίο αντιδρούσε ήδη όπως ο Krauss, πίστευε ότι μπορεί να βασίζεται στις επερχόμενες γενεές, σε έναν αστικό κόσμο απελευθερωμένο από το ανάθεμα της βλακείας, που θα τιμούσε τον αυθεντικό κριτικό της. Υποτίμησε όμως τη βλακεία: η κοινωνία, την οποία αυτός αντιπροσωπεύει, δεν μπορεί να αυτοαποκληθεί με το όνομά της, και με την ανάπτυξή της σε ολότητα απολυτοποιήθηκε, όπως η ευφυΐα, έτσι και η βλακεία. Αυτό διαβρώνει τα ζωτικά κέντρα του διανοούμενου. Δεν επιτρέπεται πια να ελπίζει ούτε στις επερχόμενες γενεές χωρίς να περιπέσει στον κομφορμισμό έστω και υπό την απλή μορφή της συμφωνίας με τα μεγάλα πνεύματα. Μόλις όμως απαρνηθεί αυτή την ελπίδα, εισέρχεται στην εργασία του ένα στοιχείο τυφλότητας και στενοκεφαλιάς, που είναι ήδη έτοιμο να μεταστραφεί σε κυνική συνθηκολόγηση. Η δόξα ως αποτέλεσμα αντικειμενικών διεργασιών μέσα στην κοινωνία της αγοράς, που είχε κάτι το τυχαίο και πολλές φορές φορτικά πλασαρισμένο αλλά και την ανταύγεια της δικαιοσύνης και της ελεύθερης εκλογής, έχει καταλυθεί. Έχει γίνει λειτουργία πληρωμένων κέντρων προπαγάνδας και μετριέται σύμφωνα με την επένδυση που διακινδυνεύει ο φορέας του ονόματος ή η ομάδα συμφερόντων πίσω από αυτόν. Ο κλακαδόρος, που στα μάτια του Daumier ήταν ακόμη έκφυμα, έχει στο μεταξύ αποβάλει, ως επίσημος επιτετραμμένος του πολιτιστικού συστήματος, την ανυποληψία του. Συγγραφείς που θέλουν να κάνουν καριέρα μιλούν με την ίδια έλλειψη αναστολών για τους πράκτορές τους όπως οι προπάτορές τους για τον εκδότη, ο οποίος διέθετε επίσης ένα κονδύλιο για διαφήμιση. Αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διαχείριση της προβολής τους, άρα, ως έναν βαθμό και της μεταθανάτιας τύχης τους –διότι τι θα είχε προοπτική μέσα στην πέρα για πέρα οργανωμένη κοινωνία να υπενθυμίζεται, αν δεν ήταν ήδη γνωστό– και αγοράζουν από τους λακέδες των τραστ, όπως άλλοτε από την Εκκλησία, την υποψηφιότητα για αθανασία. Αυτό όμως δεν εμπεριέχει καμιά ευλογία. Όπως η αυθαίρετη μνήμη και η χωρίς ίχνη λησμονιά πάντοτε συμβάδιζαν, έτσι και ο σχεδιασμένος διακανονισμός της δόξας και της ανάμνησης οδηγεί αναπόφευκτα στο τίποτε, μια πρώτη γεύση του οποίου μπορεί κανείς να πάρει παρατηρώντας την πυρετώδη κίνηση όλων των εορτασμών. Οι διάσημοι δεν αισθάνονται άνετα. Γίνονται εμπορεύματα με σήμα κατατεθέν, ξένοι και ακατανόητοι στον εαυτό τους και, ως ζωντανές εικόνες του εαυτού τους, είναι σαν νεκροί. Στη φιλόδοξη φροντίδα για την αίγλη τους σπαταλούν την ενεργητικότητά τους που μόνο στραμμένη στο αντικείμενο θα μπορούσε να έχει διάρκεια. Η απάνθρωπη αδιαφορία και περιφρόνηση, η μοίρα που επιφυλάσσεται αμέσως στα πεσμένα ινδάλματα της πολιτιστικής βιομηχανίας, αποκαλύπτει την αλήθεια για τη δόξα, χωρίς βέβαια να μπορούν να τρέφουν πιο βάσιμες ελπίδες για υστεροφημία εκείνοι που την αποστέργουν. Έτσι, ο διανοούμενος συνειδητοποιεί τη σαθρότητα του κρυφού του κινήτρου και δεν μπορεί να αντισταθεί αλλιώς σε αυτήν παρά μόνο εκστομίζοντας και αυτήν τη γνώση.
     ― Minima Moralia, Μετάφραση: Λευτέρης Αναγνώστου, εκδ. Αλεξάνδρεια


ΑΚΟΥΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΟΡΝΟ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΣΤΟ ΠΙΑΝΟ ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΝΘΕΣΗ




 


Το χέρι και πόδι και η μύτη (και η χρυσή καρδιά) του Κώστα Τουρνά

Αντόρνο Facebook Twitter
Τι απίστευτο εξώφυλλο! Στάση, κόνσεπτ, τόλμη. Δεκαετίες πριν τους Pulp...

Κύριε επιθεωρητά και αγία ηγουμένη, εδώ συμβαίνει κάτι παράξενο. Παρατηρήστε προσεκτικά το χέρι του δραπέτη στο ένα και στο άλλο εξώφυλλο. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ. Στην πρώτη, το αριστερό του χέρι είναι κολλημένο στο πόδι, στην άλλη όχι. Δείτε τη μύτη του! Στη πρώτη ακουμπάει το πουκάμισο, στην άλλη όχι. Πρόκειται ασφαλώς για διαφορετικό πρόσωπο.

δΠότε ήρθε στο μοναστήρι σας, αγία μητέρα; Είχε μώλωπες; Τι φορούσε;

Κύριε επιθεωρητά, τί με κοιτάτε σαν χάνος; Πρέπει να κινητοποιήσετε τις δυνάμεις σας. Βρείτε τον πραγματικό Κώστα Τουρνά ― το κοινό του έχει εκμανεί, τον θέλει πίσω ζωντανό, live, ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ. Θέλει να του πει ότι ήταν πολύ κουλ παιδί, πως ξηγήθηκε καλά στη φήμη του, πως έχει γράψει καταπληκτικά τραγούδια.

Αγία μητέρα, αφήστε τους Πατέρες ήσυχους. Πείτε απλώς την αλήθεια. Ψάξατε όλα τα κελλιά;  Υπάρχουν μαρτυρίες ότι τη νύχτα ακούστηκαν περίεργοι θόρυβοι από το κελλί της μοναχής Γαβριηλίας (ή Γαβριέλας; διορθώστε με). 

Μιλήστε, η υπομονή μου εξαντλείται...

(από μέσα του: Κοντοπούτανο!)

Αντόρνο Facebook Twitter
Καιρός να επανεκτιμηθεί η ωραία αυτή περίπτωση...
Ι drove all night to get to you...




 


Ο ΔΙΑΛΕΙΠΩΝ ΠΥΡΕΤΟΣ

It has been a period when cunt was in the air

― Henry Miller, Quiet days in Clichy

Αντόρνο Facebook Twitter
NANA KISSING A MAN, PLACE BLANCHE, PARIS, © Christer Strömholm


 

1959. Tη χρονιά που γεννήθηκα, ο Σουηδός φωτογράφος Christer Strömholm μετακόμισε στο Παρίσι και εγκαταστάθηκε κοντά στην Place Blanche. Έπινα το γάλα μου όταν έβγαλε αυτές τις φωτογραφίες με μια Leica και πάντα φυσικό φωτισμό. Oι τρανς στην κακόφημη γειτονιά της πλατείας. Σεξ για χρήματα κ.λπ. Έμενε στα ίδια ξενοδοχεία που είχαν για σπίτι και "γραφείo", τις ακολουθούσε παντού, ίσως έπαιζε και κάποιος εκατέρωθεν εκμαυλισμός, τον εμπιστεύτηκαν, του ανοίχτηκαν. Όπως γίνεται συνήθως. Όπως έγινε και με την συγκλονιστική περίπτωση της Lisetta Carmi (Η τρανς κοινότητα της Γένοβας τη δεκαετία του 1960).  

Μόνο που στις φωτογραφίες του Strömholm  συμβαίνει και κάτι άλλο. Σε μερικές από αυτές δεν καταλαβαίνεις αμέσως ότι είναι τρανς ― τίποτα γκροτέσκο. Υπάρχει ένας διαλείπων πυρετός, κάτι υπολανθάνον, που κάνει αυτές τις γυναίκες ακόμη πιο ενδιαφέρουσες, πέρα από το ταξίδι που έχουν ήδη κάνει, έτσι όπως πασχίζεις να τις ξεχωρίσεις ανάμεσα στα straight ζευγάρια που επίσης φωτογράφιζε ο Strömholm στα μποέμικα χρόνια ― ίδια ακριβώς χρόνια που ο Χένρι Μίλερ στο Κλισύ έγραφε το δικό του έπος φιληδονίας. Η Σοράγια, η Κάρλα, κυρίως η Νανά― γυναίκες με κυβικά... Το «Les amies de Place Blanche» κυκλοφόρησε το 1983 και παραμένει σημείο αναφοράς στην ιστορία της φωτογραφίας. (Αγαπημένο και της Νάν Γκόλντιν).

Αντόρνο Facebook Twitter
Gina & Nana, Paris, 1963 © Christer Strömholm
Αντόρνο Facebook Twitter
La Methode, Paris, 1960. © Christer Strömholm
Αντόρνο Facebook Twitter
Nana, 1959 © Christer Strömholm
Αντόρνο Facebook Twitter
La Methode, Paris 1960. © Christer Strömholm




 




Να είσαι καλό παιδάκι, αλλιώς...


Αντόρνο Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Φωτογράφησα το καλοκαίρι στο Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης αυτή την εικόνα. Την έχουν μόνη σε ένα διαδρομο. Αριστούργημα. Με θέλγει για ένα ακόμη λόγο. Μου θυμίζει ένα  εικόνισμα στο υπνοδωμάτιο της γιαγιάς μου με μια φτηνή λιθογραφική ανατύπωση της Κόλασης και του Παράδεισου. Πολύ διαδεδομένο τότε. Κανένας αισθητικός συσχετισμός, βέβαια, όμως η ίδια, η αιώνια, η ξεφτιλισμένη χριστιανική απειλή. Να είσαι καλό παιδάκι, αλλιώς... Από αντίδραση στο παντοδύναμο αυτό μπούλινγκ, προσπάθησα για ένα διάστημα να γίνω και κλεφτράκος και ψευτράκος και επιλήσμων κάθε αγάπης και πόρνος και διάφορα άλλα χαζά, μέχρι να παραδεχτώ ότι είμαι ένας άνθρωπος τρομαγμένος και θυμωμένος και ευαίσθητος, αλλά κατά βάση καλός. Κι ότι η καλοσύνη δεν είναι μονοπώλιο καμμιάς θρησκείας· όπως περίπου η πολιτική δεν είναι μονοπώλιο των κομμάτων.

Τέλος πάντων, είχα γράψει τότε στην Ελευθεροτυπία μια στήλη, που θυμήθηκα σήμερα χαρχαλεύοντας τον σκληρό μου. Κάποιος αναγνώστης μού είχε στείλει μια φωτογραφία της με το κινητό, «την  κουβαλάω χρόνια στο πορτοφόλι μου». Περιέργως έχει υπογραμμίσει τις αγγλικές λέξεις («οι ξένες λέξεις σε ένα κείμενο είναι οι Εβραίοι της γλώσσας», έλεγε ο Αντόρνο). Το είχα γράψει με αφορμή τoν πάταγο τότε με το «Sex» της Μαντόνα.

Ψηφιοποιώ ένα απόσπασμα, να βρίσκεται..

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ

DFΗ νόνα μου έχει στη Ζάκυνθο μια εικόνα με τη Συντέλεια του Κόσμου. Το Δημιουργό, την πλάστιγγα της κρίσεως και δυο δρόμους. Ο ένας οδηγεί στον Παράδεισο και ο άλλος στην Κόλαση. Από μικρός καθόμουν με τις ώρες και χάζευα τους μοιρασμένους κόσμους.

Στον Παράδεισο, οι σεσωσμένοι είχαν το χάλι τους. Ερείπιο απ’ την κακουχία! Κίτρινοι απ’ τη νηστεία και τα δάκρυα! Κρατούσαν κάτι άθλιες, ανθοντυμένες άρπες και οι λευκορόδινοι χιτώνες εξαφάνιζαν κάθε υπαινιγμό πόθου απ’ το ανέραστο κορμί τους. Τα γλαρά μάτια τους, απόντα, έβλεπαν την άλλη ζωή — κι όλα είχαν την ένδεια της νοικοκυροσύνης, την αυτο­θυσία της πίστης, την Πλήξη τον Καλού.

Όταν ήθελα να ονειρευτώ την άγνωστη Αθήνα και τον ίλιγ­γο της ενηλικίωσης — έπαιρνα τον κατήφορο... για τους κολα­σμένους.

Εκεί συνέβαινε ένα όργιο ασύλληπτο. Χιλιάδες γυμνά συμπλέγ­ματα, εκφράσεις ηδονής και πόνου, δράση αληθινή, πάθη και ένταση, κεφάλια ναυαγισμένα σε μηριά, χείλη σβησμένα απ’ την ανεκπλήρωτη επιθυμία, τρίαινες, φλόγες, θανάσιμοι οργασμοί — το μεγαλείο της πτώσης, η Γοητεία του Κακού.

Ο Κάτω Κόσμος με έθελγε.

Όταν όμως μεγάλωσα και πήρα το μερίδιο της Κόλασης που μου αντιστοιχεί έπαψα να βρίσκω γοητεία στο σκοτάδι. Με χί­λια στανιά προσπάθησα ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου, ορίζοντας εκ νέου τον Παράδεισο. (...)

Εννοείται, αυτό δεν ήταν εύκολο. Γιατί η αλήθεια είναι «φτω­χή», χαμηλόφωνη, unglamorous — ενώ το ψέμα είναι επιθετι­κό και χλιδάτο... Κανείς δεν βρίσκεται να  απομυθοποιήσει τη γοητεία των κολασμένων — να  πει, λόγου χάριν, ότι αν στον Παράδεισο πάνε οι αγάμητοι, στην Κόλαση αδειάζονται οι αφίλητοι — κούκλες και κούκλοι δυο μέτρα εξπέρ στα blow jobs, κι ατάλαντοι στο φιλί.

Και το κυριότερο, κανείς δεν βρίσκεται να προτείνει έναν Παράδεισο καινούργιο, γεμάτο δράση, αγωνία και «μυστήριο» ―  ν’ αποσυνδέ­σει την έννοια της θετικότητας από τους καρπαζοεισπράχτορες των θρησκειών ή τους executives των κομμάτων. 

Βλέπω λοιπόν τις σάρκες να γυαλίζουν μες στη φωτιά και την αιθάλη, κι απέναντι (άντε πάλι!) τις παρθένους της (πρώην) αριστεράς — να ψάλλουν, μαστουρωμένες από τις θεωρίες και τα δάκρυα. Δεν είμαι πια παιδί, αλλά αν ήμουν — χωρίς αμφι­βολία θα ξαναδιάλεγα τα όργια. Δεν είναι αυτό Παράδεισος, αυτό είναι πνευματικός τεκές.

― Ελευθεροτυπία, Επιλογές, 1987



Να είσαι καλό παιδάκι, αλλιώς... Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Ημερολόγιο

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ