Ο άδειος πίνακας
Νευρική Αθήνα. Γυρνώντας από τον ΕΔΟΕΑΠ, στην Εθνική Πινακοθήκη. Το μάτι τρέχει πανω-κάτω, να βρει ένα ζωγραφισμένο άνθρωπο που μέσα από τις δαντέλες και τα φράκα του να ιδρώνει ακόμα.
Οι περισσότεροι θαμμένοι κάτω από το βλέμμα της εποχής τους. Ρόλοι, μόδες, κόνγκξες, στερεότυπα. Ωστόσο, πάντα κάποιοι σώζονται. Οι οικοδόμοι του Διαμαντόπουλου. Ένας ναύτης του Τσαρούχη που ψωνίζεται διακριτικά...
Οι περισσότεροι θαμμένοι κάτω από το βλέμμα της εποχής τους. Ρόλοι, μόδες, κόνγκξες, στερεότυπα. Ωστόσο, πάντα κάποιοι σώζονται. Οι οικοδόμοι του Διαμαντόπουλου. Ένας ναύτης του Τσαρούχη που ψωνίζεται διακριτικά...
Μια θεοπάλαβη αγιογραφία
Δεν με παραξενεύει τόσο το κομψό, kinky σανδάλι του ενός βασανιστή πλάι στο πεσμένο αίμα. Ούτε το αίμα που στίκτει σαν σιθρού με ρουμπίνια το σώμα του Ιησού. Ούτε το πονηρό του πλάγιο βλέμμα προς το φρικιό με το κούρεμα Duran Duran. Ακόμη και τα δεσμά του που μοιάζουν με σειρές μαργαριτάρια, να τα δεχτώ.
Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι το άγγιγμα του δήμιου με αυτά τα δάχτυλα που μοιάζουν με τσουγκράνα. Είναι κανόνας του S/M να μην αγγίζει ο δήμιος το θύμα― μόνο να το φτύνει, να το μαστιγώνει, να το λογχίζει. Το άγγιγμα είναι σχέση. Ίσως πόθος. Κάνει τα πάθη ανάκατα και τα εξανθρωπίζει.
Εν τω μεταξύ στο γραφείο, ο κύριος Καρλόπουλος (που έχει μελετήσει τις αγιογραφίες, στην Κύπρο κυρίως), σύννους αλλά και μειδιών, στήνει το τεύχος που κυκλοφορεί από χθές, ακονίζοντας την γνώση μιας τέχνης που ενώ έχει υψηλή αισθητική βάσανο, προσφέρεται στον κόσμο, απλά και χαριτωμένα, σαν παγωτό...
Όμως οι δύο πίνακες που δεν φεύγουν από το μυαλό μου αυτή τη θαμπή μέρα είναι άλλοι: