Η λυπητερή ιστορία ενός φιλόδοξου "νέου" της εποχής που πήγαινε για μαλλί και βγήκε ξυρισμένος
Μια μέρα αποφάσισα να αφήσω μούσι. Για να μη νιώθω εκτός παιχνιδιού. “Όλοι έχουν”, σκέφτηκα, “γιατί όχι κι εγώ;” Όμως γι’ αλλού πήγαινα κι αλλού έφτασα. Αυτή είναι η λυπητερή μου ιστορία.
Γενικά, δεν ακολουθώ τη μόδα. Μόνο σε περιόδους κατάθλιψης ή ερωτικής στοχοπροσήλωσης το πάλεψα. Κι οι μόδες, όταν πρωτοσκάνε, μου φαίνονται οι περισσότερες προϊόν εκζήτησης. Όταν είδα στην Αθήνα τους gay στυλίστες να αφήνουν πρώτοι και καλύτεροι γενειάδα α λα μουλάς Ομάρ, μου φάνηκε σαν να καταλαμβάνουν το Ρούπελ της ετεροκανονικότητας θηλυπρεπείς κομιτατζήδες. Ένας μύλος δηλαδή. Αλλά οι straight, όπως πάντα, ακολούθησαν σαν αρνιά. Με τα γνωστά αποτελέσματα. Όλη η Αθήνα είναι πια μια τραβεστιάδα του machismo (με έδρα τα Πετράλωνα).
Νόμιζα λοιπόν ότι ήθελα να ειμαι στη μόδα τις ανέμελες εκείνες μέρες που αποφάσισα να αφήσω μούσι.
Αλλά το μούσι μεγάλωσε και ήταν άσπρο! Κι έτσι αντί να πάω στη μόδα, πήγα στα αποδυτήρια. Αντί να φυτρώσει κάτι σέξι απ’ τα σαγόνια μου, φύτρωσε κάτι …σεβάσμιο! Και ανατριχιαστικό! Σαν το χιόνι που πέφτει πάνω στους τάφους στην τελευταία παράγραφο του Τhe Dead του Τζόϊς.
Οταν οι τρίχες έπλεξαν τον αργυρό τους βρόχο γύρω από το λαιμό μου, τα ‘παιξα. Δεν ήμουνα ο βαρβάτος άντρας που περίμενα, αλλά ένας silver daddy. Οι φίλοι μου διχάστηκαν. Άλλοι μου είπαν ότι θα έκανα καλή καριέρα στο Scruff αν πάχαινα και λίγο, άλλοι μου είπαν “Ευλόγησον παππούλη”.
Κι εγω, ξύπναγα τη νύχτα να πάω στο μπάνιο, κι έβλεπα μισοκοιμισμένος στον καθρέφτη ένα φωσφορικό πάλλευκο μούσι να αιωρείται στο σκοτάδι, σαν το σαρδόνιο χαμόγελο του αόρατου γάτου στην Αλίκη. Κάποιος μου έκανε πλάκα -ας πούμε υπαρξιακή. Με μια στιλάτη κατραπακιά, είχα συνειδητοποιήσει ότι είμαι ένας σιτεμένος άντρας, ετών 57. Τελεία.
Το ‘κλεβα για καιρό, χωρίς να προσπαθώ ιδιαιτέρως. Βοήθησε το ότι δεν είχα αρρώστιες, λίγη γυμναστική, μια δουλειά που αγαπούσα, η παρέα με νεότερους. Πέρα από γενικόλογες ανησυχίες, δεν είχα καταλάβει πόσο βίαια σπρώχνουν οι νέοι τους πρωϊνούς να φύγουν. Ξεχάστηκα.
Μέχρι που με έριξαν ανάσκελα λίγες εκατοντάδες άσπρες τρίχες. Αν και φέτος, η κακή μέρα φάνηκε απ΄ το πρωί. Κάτι πονάκια στις αρθρώσεις, μια ουρολοίμωξη, το αραίωμα στο γυμναστήριο μέχρι που έπαψα να πηγαίνω, μια μίρλα για κινδύνους που άλλοτε έτρωγα με το κουτάλι. Κυρίως, μια κάμψη της περιέργειάς μου. Κάποιο λάκο είχε η φάβα. Είτε ζω εντελώς μονόχνωτα πια, είτε όντως αυτό ήταν όλο. Είτε και τα δύο μαζί. Αλλά για στάσου, από τα 57 να αρχίσει το μοιρολόϊ κι ο αποχαιρετισμός; Νωρίς δεν είναι αδελφοί και αδελφές μου;
Για ένα διάστημα, αποχάζεψα ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά της τσαντίλας και του πένθους. Πότε έτσι πότε γιουβέτσι. “Θα το επιβάλλω!” έλεγα μέσα μου, “είναι που δεν έχω συνηθίσει να με βλέπω έτσι” -αλλά μετά έβλεπα κάτι Παχούμιους με άσπρο μούσι που νεάζανε θλιβερά στα μπαρ και αποτασσόμουν τον λευκό διάβολο. Και μετά με έπιανε το παράπονο, που ενώ νιώθω ακόμα αγωνία και λαχτάρα να σε νοιάζομαι, αγωνία δυστυχώς να σε μοιράζομαι, δεν μπορούσα να το εκφράσω ούτε με τις τρίχες μου, πόσο μάλλον με τη σάρκα μου, που με πρόδωσε πρώτη. Μένουν βέβαια τα μάτια. Κι η καρδιά. Αλλά αυτός είναι ένας μυς δύστροπος και πολύ κρυμμένος. Η καρδιά είναι μπέρδεμα, το μούσι δράση.
Δεν ξέρω πώς νιώθει ο εξηντάρης που γεμίζει τατουάζ, χαϊμαλιά, σκουλαρίκια και μια αρμαθιά λουράκια στον καρπό. Φαντάζομαι θα νιώθει όπως εγώ τη μέρα που αποφάσισα να αφήσω μούσι. Θα νιώθει κάτι ανησυχητικό να πλησιάζει και λίγο το έδαφος να έχει υποχωρήσει. Θα νιώθει ότι δεν τον κοιτάνε πια οπως τον κοιτούσαν, ότι πολύ αραιότερα σκαλώνει κάποιο βλέμμα στο βλέμμα του. Αλλά φαντάζομαι θα θέλει να είναι ακόμα μέσα στο παιχνίδι. Ειδικά αν είναι gay ή single ή δεν μασάει από τη μικροαστική συνθήκη -να γίνεται όλη σου η ζωή ζευγαρισμός και τι θα φάνε τα παιδιά σου (ακολουθούν τα εγγόνια σου).
΄Ηθελα όμως ανέκαθεν να τους ρωτήσω, με όλο το θάρρος της παλιοσειράς: Δεν ένιωσαν κάπως την ώρα που κούμπωναν το χαμηλοκάβαλο κι άφηναν την όχι ολόδροση κοιλιά τους εκτεθειμένη; Δεν είδαν το σκουλαρίκι ότι λάμπει μάταια στο μαραμένο τους λοβό; Και δεν μιλώ για τους εκτροχιασμένους -που βάφουν ή προσθέτουν μαλλιά, κάνουν μπότοξ, τρέχουν σε γεροντολόγους κλπ). Μιλώ για περιπτώσεις ήπιας “εξέγερσης”, σαν και μένα: πού απλώς αφήνουν γένια, χωρίς να ξέρουν ότι εκείνο που λαχταράμε πιο πολύ, εκείνο μάς ξεβρακώνει.
Ούτε μιλάω για το τι σου γράφουν στο timeline σου, όπου η μισή Ελλάδα λέει την άλλη μισή κούκλα και γαμάτη. Μιλάω για αυτό που βλέπεις εσύ. Π.χ. είδα τις προάλλες τον Μπουτάρη να πίνει τον καφέ του στη στοά της Σταδίου, φίσκα στα σύμβολα -και ήθελα πραγματικά να τον ρωτήσω, γιατί τόση υπερπροσπάθεια, γιατί τόσος εκβιασμός μοντερνικότητας; Είναι επιλογή ή μοίρα;
Όσο κι αν η αφορμή σάς φαίνεται γελοία, μπήκα σε μαύρες σκέψεις. Δεν ήταν τα γένια. Ήταν που κατάλαβα ότι κάθε πράμμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο. Έχει εποχές και το σώμα. Και η ζωή η ίδια είναι ένα ανθισμένο φλόκι, που ξεθυμαίνει μετά την απομάκρυνση από το ταμείο του σώματος (sic). Είναι λογικό να το θέλουμε. Είναι όμως λογικό να το υποστέλλουμε συνειδητά κάποια στιγμή;
Γιατί τα γηρατειά πρέπει να έχουν κοντά χέρια; Είναι η φοβία πώς θα φανούμε στους άλλους ή είναι δικαίωμά μας να το κάψουμε μέχρι να μη μας παίρνουν τα πόδια μας;
Ροκάροντας μέχρι να κλατάρεις, γίνεσαι ήρωας ή καραγκιόζης;
Υπάρχουν τόσες απαντήσεις, όσοι και άνθρωποι.
Υπάρχουν όμως κι οι ποιητές. Χιλιάδες έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Οι καλύτεροι. Από τους στωϊκούς μέχρι τη Lana del Rey :) Χωρίς να τους ξέρω όλους, ξεχωρίζω τον Υeats στο “Η Καρδιά της Άνοιξης” και τα Σονέτα του Σέξπιρ. Κι ο Καβάφης μ’ αρέσει (“το γήρασμα του σώματος και της μορφής/ είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι/ εις σε προστρέχω τέχνη της ποιήσεως/ που κάπως ξέρεις από φάρμακα…”), αλλά ο Yeats και ο Σέξπιρ με κάνουν να το δέχομαι με ευμένεια -χωρίς στυφή εγκαρτέρηση, μελαγχολία ή κλάψες.
Ο πρώτος, στο μεγάλης ακρίβειας διήγημά του μιλά για το πώς με την υπέρβαση του γήρατος η πνευματική τάξη νικά τη φυσική.
Ο δεύτερος, στα Σονέτα του εχει εξαντλήσει το θέμα έρωτας/νεότητα/ γηρατειά/ θάνατος, στους ωραιότερους ίσως στίχους της ανθρωπότητας. Μ’ αρεσει ιδιαίτερα το XV σονέτο (μεταφρασμένο από τον Στυλιανό Αλεξίου, εκδ. Στιγμή), - η ειρωνεία είναι ότι το διάβασα νιός, και γέρασα:
Όταν κοιτώ το καθετί που μεγαλώνει
μόνο για μια στιγμή στο τέλειο μένει,
και πως το σύμπαν τούτο εικόνες μόνο κλείνει
που μυστικά τα αστέρια τις επηρεάζουν ·
όταν κοιτώ πως ο άνθρωπος είναι σαν τα λουλούδια
που ο ίδιος ουρανός τα ζει και τα σκοτώνει,
κομπάζουν για την ομορφιά τους και πεθαίνουν,
κ’ η μικρούλα τους θέση χάνεται απ’ τη μνήμη΄
η σκέψη τότε της αστάθειας αυτής
αντίκρυ μου σε στήνει πάμπλουτο από νιάτα,
ενώ η φθορά και ο σπάταλος Καιρός πασχίζουν
της νιότης σου τη μέρα να την κάμουν νύχτα
Κ’ εγώ, σε πόλεμο με τον Καιρό για σένα,
απ’ την αρχή σμιλεύω εκείνα που σου παίρνει.
Έτσι λοιπόν, προχθές το βράδυ, έκανα μια βόλτα στη θάλασσα, είδα το πλήρες φεγγάρι, γύρισα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου και άρχισα να ξυρίζομαι. Δεν κουβαλούσα ξυριστικά, οπότε χρησιμοποιησα μια μηχανή της πλάκας που βρήκα στο toilet kit. Η πρώτη μεριά ξυρίστηκε μάλλον εύκολα, η δεύτερη δύσκολα, στο πηγούνι άρχισε το γδάρσιμο, στο σαγόνι το ξυράφι δεν έκοβε πια. Ηταν γελοίο το θέαμα, αλλά επέμενα. Με τα χίλια ζόρια, ξύρισα τα πολλά. Κάποιες τούφες, σαν τράγου, που δεν έφευγαν με τίποτα, τις έκοψα με το νυχοκόπτη! ΄Αλλες τις ξερρίζωσα με το τσιμπιδάκι. Μάτωσα. Ήθελα να τελειώνω με το alien που είχε κολλήσει σα βεντούζα στα μούτρα μου. Α, γαμήσου νεότητα κι εσύ! Ήθελα να γίνω ακριβώς 57. Και τα σκυλιά δεμένα.
Την άλλη μέρα ξύπνησα με ένα αίσθημα ανακούφισης. Δεν μου άρεσε η φάτσα μου, μού άρεσε όμως ο εαυτός μου. Άλλά και πάλι ποτέ δεν μ’ άρεσα. Είδα τις προάλλες κάτι νεανικές φωτογραφίες μου και τά ‘χασα. Νόμιζα ότι ήμουν το πιο άχαρο παιδί του κόσμου, όμως έβλεπα ένα ωραίο αγόρι. Μου το ΄λεγαν τότε κάποιοι, αλλά δεν το πίστευα (ανασφάλειες της ανώμαλης, λεβέντικης ελληνικής επαρχίας.)
Γι αυτό, λέω στον εαυτό μου, “Κούλαρε. Τι θέλεις πια; Να σέρνεις πίσω σου το καροτσάκι έξι δεκαετιών και να παραμερίζουν τα εικοσάχρονα στα μπαρ κάνοντας Ουάου, μπήκε ο awsome!? Σκέψου ότι στα 80 σου, αν ζεις, θα βλέπεις τις τωρινές σου φωτογραφίες και ίσως πάλι εκπλήσσεσαι πόσο μια χαρά είσαι, άπληστο εκτόπλασμα του Ντόριαν Γκρέϊ! Δες τη δουλειά σου, τους φίλους σου, τους ανθρώπους που αγαπάς. Και την επιθυμία, που είναι εκ φύσεως ζημιάρικη, αφού τη ρεγουλάρεις, διαχώρισέ την από την ματαιοδοξία… Πίσω απ’ το λόφο, κάτω από τα άστρα, δίπλα σε ποταμάκια μπύρας κι έκστασης χιλιάδες, εκατομμύρια εικοσάχρονα γαμιούνται. Μη τα ζηλεύεις. Το είδες το έργο. Άσε και κάποιον άλλο να το δεί!”
Υποσχέθηκα ότι θα αφήσω πάλι γένια στα 65, τότε που θα είμαι ενδιαφέρων κυρίως στο παλάτι της μπιρίμπας. Ή στα μάτια ενός ανθρώπου. Και το βράδυ εκανα το πρώτο νυχτερινό μου μπάνιο. Ένιωθα πάλι το νερό στα μούτρα μου.
Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις.