TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Φωτ.: Douglas Irvine

Πριν τις Αλκυονίδες. Ένα πολυπόστ του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου

Πριν τις Αλκυονίδες...

Ένα εβδομαδιαίο πολυπόστ με ένταση, δράμα και υπαρξιακή πλακίτσα

09.04

Mπήκαμε στις πιο παράξενες μέρες του χρόνου λοιπόν. Αμηχανία. Η προσπάθεια να μπει σε κίνηση πάλι η μηχανή. Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ήταν η ζωή πριν το ίντερνετ. Τι κάναμε αυτό το «σκανδιναβικό» μεσοδιάστημα μέχρι τις αλκυονίδες.

Αλκυονίδες! Πάντα με γοήτευε η φάση τους. Ακόμη και ο μύθος τους. Οι Αλκυόνες ήταν βασιλικό ζευγάρι της Τραχίδας, αλλά τσαντίσανε τον Δία, επειδή αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον, χαϊδευτικά, «Δία μου» και «Ήρα μου» – και τους αφάνισε. Στο πλοίο του ενός έριξε κεραυνό και η άλλη έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε από λύπη. Από συμπόνια οι θεοί τούς μεταμόρφωσαν στα πουλιά αλκυόνες.

Η πιο ωραία αναφορά που ξέρω είναι στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, στη μετάφραση αυτού του θηριώδους Έλληνα, του Γιώργου Ιωάννου (εκδ. Κέδρος). 

o
Αλκυόνη

Πουλί μου αλκυόνη,

που γύρω στα βράχια του πόντου τραγουδείς τη θλιβερή σου μοίρα

 

κελάηδημα με σημασία γι’ αυτούς που ξέρουν,

 

ότι τον άντρα σου αιώνια θρηνείς με τραγούδια.

 

Εγώ μονάχα είμαι όμοια με σε στούς θρήνους,

 

ένα πουλί χωρίς φτερά,

 

που ποθώ τα πανηγύρια των Ελλήνων,

 

την Άρτεμη του τοκετού,

 

που κατοικεί στο βουναλάκι δίπλα του Κύνθου,

 

ποθώ το φοίνικα με τη λεπτή τη φυλλωσιά,

 

την πλούσια δάφνη,

 

της γλαυκής ελιάς το ιερό βλαστάρι

 

—γλυκιές συντροφιές της Λητώς την ώρα της γέννας·

 

Ποθώ τη λίμνη που κλωθογυρίζει τα νερά της,

 

κι όπου ένας κύκνος μελωδός υμνεί τις μούσες.

09.59

Η πιο ωραία φωτογραφία της Αλίκης

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Αγνώστου

Αναρρωτιέμαι ωστόσο γιατί είναι «η πιο ωραία»; Μήπως επειδή κάπου το ξέρω αυτό το βάζο; Αυτά τα γαρύφαλλα; Τον γυμνό τοίχο, τη φλοράλ ταπετσαρία, το «Ρομάντσο»; Κι αυτό το βλέμα, μήπως το ξέρω κάπου; 

Και ξαφνικά, το αστροπελέκι μιας μνήμης. Το παλιό μας σπίτι! Ολόιδια έπιπλα, ίδιο βάζο, γαρύφαλλα του τενεκέ, άδειοι τοίχοι και η μαμά με το αγαπημένο της περιοδικό. Ο αισθητικός κανών μας είναι σχεδόν πάντα βυθισμένος στην παιδική μας ηλικία. Αυτό που μας αρέσει (πολύ ή λίγο καλλιεργημένο), κάπου, κάπως, μας ξανακάνει παιδιά.

10.22

γ
Γιώργος Ιωάννου

Ξαναδιαβάζω Ιωάννου αυτές τις μέρες. Μονορούφι χθες τη Σαρκοφάγο και για να διασκεδάσω τα τεύχη του Φυλλαδίου. Τι σφριγηλός συγγραφέας! Αυτή η στερεότητα και φυσικότητα που έχουν τα θρακικά φύλα. Γλώσσα πηγαία, σαν από χώμα και νερό. Είμαι σίγουρος ότι θα ξαναδιαβαστεί, όπως του αξίζει. Αυτός και ο Χατζής είναι οι τελευταίοι μεγάλοι πεζογράφοι της Ελλάδας. 

Άνθρωποι που τον γνώρισαν, μού λένε πόσο ωραίος τύπος ήταν. Ο Σοφράς μού είπε το καλύτερο: «Όταν τον διαβάζω, είναι σα να ξαπλώνω στο χώμα να ξεκουραστώ».

Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει ένα απόσπασμα από τον Επιτάφιο Θρήνο.

Από τα άπειρα ζουμερά που διάβασα ξανά στα «Φυλλάδια», συγκρατώ κάτι σχεδόν μελαγχολικό: Την επίσκεψή του στον άλλο μεγάλο πεζογράφο, τον Δημήτρη Χατζή. Ο Χατζής πέθαινε. Του είχαν παραχωρήσει μια βίλα στη Σαρωνίδα. Ο Ιωάννου τον επισκέπτεται μαζί με τον Ταχτσή. Τι συνάντηση!

___________

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗ

Από τον Γιώργο Ιωάννου

Και ερχόμαστε στον τελευταίο εκ λογοτεχνίας φίλο, που πέθανε πρόσφατα. Eιναι ο αλησμόνητος Δημήτρης Χατζής. Πέθανε μες στο ντάλα καλοκαίρι του '81, στα τέλη του Ιουλίου. Οι περισσότεροι φίλοι έλειπαν από την Αθήνα, είμασταν σε διακοπές. Εγώ βρισκόμουν στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, μέσα στα κορωμένα από τους εμπρησμούς δάση. Εντούτοις δεν μπορώ να πω ότι ο θάνατός του υπήρξε ξαφνικός. Όχι! Τον περιμέναμε, μέρα με τη μέρα όλοι μας, γιατί από μήνες ο Χατζής ήταν βαρύτατα άρρωστος. Είχε καρκίνο στον δεξιό πνεύμονα. Θα παραμερίσω όλα τα άλλα που θα μπορούσα να πω, και θα μιλήσω μόνο για την τελευταία φορά που τον είδα – που τον είδαμε, μάλλον. Αυτό συνέβη δέκα-δεκαπέντε μέρες προτού πεθάνει. Στις 7 Ιουλίου το απόγευμα με πήρε ο Κώστας Ταχτσής και με πήγε με το αυτοκίνητό του στη Σαρωνίδα, για να δούμε τον Χατζή, που δεν ήταν πια καθόλου καλά. Πράγματι, τον βρήκαμε σε κακά χάλια. Κοντά του ήταν η γυναίκα του, η Καίτη. Το σπίτι όπου πέθαινε ο Χατζής ήταν εξαίρετο και ανήκε σε ένα θαυμαστή του, ανώτερο υπάλληλο της ΔΕΗ, όπως μας είπαν, που έθεσε το εξοχικό του στη διάθεσή τους, εν γνώσει του ασφαλώς ότι ο Τάκης Χατζής θα πεθάνει μέσα σ’ αυτό. Λυπάμαι που δεν ξέρω το όνομα αυτού του ανθρώπου και ούτε θυμάμαι οδό και αριθμό του σπιτιού.

σ
Ο Δημήτρης Χατζής. Η υπογραφή του.

Περάσαμε με τον Ταχτσή την αυλόπορτα, κυριευμένοι από πολύ βαριές σκέψεις. Εγώ τουλάχιστο φανταζόμουν κρεβάτια, σεντόνια, φυσήγματα και ενέσεις. Όμως, προτού ακόμα μπούμε μες στο σπίτι, είδαμε από την τζαμαρία της βεράντας τον Τάκη ξαπλωμένον σε έναν ωραίο καναπέ. Συγκινήθηκε πολύ και μας φιλούσε. Ήταν σαν να είχαμε ανακαλύψει ένα φίλο στην έξοχή του κι αυτός το καταχάρηκε. Τον κοίταζα με τρόπο, ενώ ξεφούρνιζα διάφορα ευχάριστα και μάλλον άσχετα ανέκδοτα. Είχε μικρύνει, βέβαια, είχε μαζέψει από την αρρώστια, αλλά όχι και πολύ. Πάντα του, άλλωστε, ήταν μικρόσωμος, όπως θα θυμόμαστε όσοι τον γνωρίσαμε. Ήταν ζωηρός εκείνο το απόγευμα, όπως τον καλό καιρό, και μπορώ να πω ότι είχε μια ιδιαίτερη ομορφιά, κάτι σαν νεανικότητα στο αποκαθαρμένο από τα εποικοδομήματα του χρόνου πρόσωπό του. Είπαμε πάρα πολλά, ακόμα και αστεία διάφορα. Μιλήσαμε και για την καινούργια ένωση συγγραφέων, που βρισκόταν στα σκαριά. Ήθελε λεπτομέρειες για πρόσωπα, συζητήσεις και συμβάντα. Μας μίλησε και για την αρρώστια του. Ήξερε πολύ καλά τι έχει. Τον θυμάμαι να μας δείχνει το δεξί μέρος του θώρακα και να μας λέγει χωρίς ιδιαίτερη κατήφεια: «Να, εδώ έχω καρκίνο, αλλά όπως μας είπαν οι γιατροί είναι τοπικός». Νομίζω πως αυτό το τελευταίο δεν ήταν αλήθεια. Αλλά ήταν η κλωστή που του έδωσαν οι γιατροί, για να πιάνεται και να υπομένει τις φριχτές ταλαιπωρίες. Μας είπε ο ίδιος και τις γνώμες και τις προσπάθειες των γιατρών της Αγγλίας, οπού ματαίως είχαν προσφύγει. Του είχαν σταματήσει τις ακτινοβολίες, λέγοντάς του ότι του κάνουν κακό παρά καλό. «Σου δίνουμε δέκα και σου παίρνουμε δώδεκα», του είχαν πει επιγραμματικά οι αδυσώπητοι Άγγλοι γιατροί. Μας τα διηγόταν όλα ο ίδιος, κοντανασαίνοντας κάπως. Τα μαγουλάκια του κόκκινα και τα μάτια του κάρβουνα, ζωηρά. Είχε πάρει να βραδιάζει και πέρα φαινόταν η θάλασσα.

Πέθαινε ένας συγγραφέας, ένας αληθινός συγγραφέας, και γύρω του πύκνωνε η γαλήνη και παρέμενε αθόλωτο το φωτάκι της ζωής. Μόνο στο κελί του Στρατή Δούκα έχω νιώσει να αιωρείται αυτή η ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή ένιωσε δυσφορία και καλύφθηκε από εφίδρωση. Τίποτε το δραματικό κι εδώ. Με αδιόρατες ματιές και μισόλογα συνεννοήθηκε με την Καίτη, Βγήκαμε στον κήπο, για να αλλάξει και να ησυχάσει. Καθίσαμε ώρα πολλή ο Ταχτσής κι έγω, συζητώντας για άλλα. Είχε νυχτώσει ολότελα, αλλά είχε φεγγάρι. Μέσα στο σπίτι το φως ήταν πάρα πολύ κατεβασμένο, θα τον ενοχλούσε. Κάποτε ήρθε η Καίτη και τότε μιλήσαμε περισσότερο γι' αυτήν και τις οικογενειακές, τις εκ της πατρικής οικογένειας, δυσκολίες. Άλλη ιστορία, έπος, θέλησης αυτή. Η Καίτη μάς είπε ότι ο Τάκης θέλει να στείλει οπωσδήποτε ο Ταχτσής εκείνο το κείμενο, που είχαν πει, στο περιοδικό «Πρίσμα», και, ακόμα, να στείλω κι εγώ κάτι τέτοιο, που ήταν, νομίζω, σχετικό με τις επιδράσεις που δέχτηκα από συγγραφείς ξένους. Πέθαινε, αλλά φρόντιζε ως το τέλος για το περιοδικό του. Θα ’ταν η ώρα δέκα, όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε. Πήγαμε να τον χαιρετήσουμε, να τον άποχαιρετήσουμε μάλλον. Υπήρχε πολλή συγκίνηση, συγκρατημένη. Τώρα η ανάσα του ήταν πιο κοντή, είχε έντονο λαχάνιασμα στην ομιλία. Τα τελευταία λόγια του σε μας ήταν: «Έργο, παιδιά, έργο! Γράφετε όσο μπορείτε πιο πολύ». Ναι, έργο.

Το θάνατό του τον έμαθα στην Κασσάνδρα, οπού είχα πάει για λίγο κοντά στους δικούς μου. Είχα μαζί μου τα βιβλία του, προέβλεπα τι θα συμβεί και τα πήρα. Αυτά ήταν το ανάγνωσμα των ήμερων εκείνων. Ήταν δυνατός και μοντέρνος πεζογράφος ο Δημήτρης Χατζής. Τεχνίτης μαγευτικός στην αφήγηση, με γλωσσικό γούστο εντελώς σημερινό και καθημερινό. Μεγάλη η απώλειά του για την τωρινή φάση της λογοτεχνίας μας. Όλο κάτι τέτοια σκεφτόμουν. Κι ακόμα σκεφτόμουν, καθώς κοίταζα τα ελάχιστα βιβλία του, πως είχε γράψει σχετικώς πολύ λίγα κείμενα. Σπουδαίας ποιότητας αλλά λιγοστά. Γι’ αυτό, πιστεύω, μας είπε αυτά που μας είπε στο τέλος. Ήταν ο προσωπικός καημός του και θέλησε να προφυλάξει εμάς τουλάχιστο. Τον έφαγαν και αυτόν οι ατελεύτητες συζητήσεις, ομιλίες, συναντήσεις, συσκέψεις, στις οποίες ανηλεώς υποβάλλονται οι άνήκοντες σε κόμματα και μάλιστα αριστερά. Όχι! Τους καλλιτέχνες και τους λογοτέχνες να τους αφήνουν ήσυχους, να τους απαλλάσσουν. Δουλειά τους είναι το γράψιμο, το διάβασμα, η περισυλλογή και γενικά μια ζωή αφιερωμένη στους σκοπούς της τέχνης τους. Αλλά και οι άνθρωποι του πνεύματος επιτρέπεται να υποτάσσονται σε έναν τόσο ξένο προς αυτούς τρόπο ζωής; Πώς το μπορούνε; Νομίζω πως θα έσκαζα μέσα σε τέτοιες συνθήκες.

― Ψηφιοποιήθηκε από το τεύχος 5-6 του εξαντλημένου Φυλλαδίου

11.48

Διαβάζω ένα αμένσιοτο με μπηχτές για κάποιον δημοσιογράφο που εκτιμώ. Τον εγκαλούν ότι είναι «απολίτικος» επειδή δεν δηλώνει ποιο κόμμα ψηφίζει. Εκτός του ότι θεωρώ μεγάλη θρασυδειλία τα αμένσιοτα (ή επιτίθεσαι ή δεν επιτίθεσαι), διαφωνώ ριζικά με την ιδέα ότι ένας δημοσιογράφος πρέπει να ανεμίζει στα μούτρα του αναγνώστη την παντιέρα ενός κόμματος. Ασφαλώς και ψηφίζει κάτι κάθε φορά, αλλά δουλειά του είναι να μεταδίδει με ψυχρό μάτι τα σημεία των καιρών. Είχα γράψει προ ετών (το 2016) την άποψή μου. Ας την αναδημοσιεύσω (ανάμεσα στις τόσες άλλες). 

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Ο Τσίπρας στην πρώτη του συνέντευξη στη LiFO (νομίζω και την πρώτη που έδινε σε μεγάλο μέσο) όταν κατέβαινε ως υποψήφιος δήμαρχος, το 2006. Φωτ.: Charlie Makkos/ LIFO

Η ΑΣΥΣΤΟΛΗ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ

Υπάρχει κάτι εξόχως οξύμωρο στην ελληνική δημοσιογραφία, δεκαετίες τώρα, που θεωρείται και παράσημο τιμής: η ασύστολη κομματικοποίηση του δημοσιογράφου. Να σκίζει δηλαδή τα ιμάτιά του για κάποιο κόμμα, επώνυμα, υπογεγραμμένα. Αλλά ταυτόχρονα να θέλει να θεωρείται αντικειμενικός ανταποκριτής της πολιτικής κατάστασης. 

Έτσι, συχνά παρατηρεί κανείς δημοσιογράφους να χρησιμοποιούν τη δουλειά τους για να συγχρωτιστούν με αυτούς τους οποίους έπρεπε να κρίνουν, να γίνονται μία από τα ίδια, να κορδώνονται για λίγο σε κάποιο οφίκιο και τέλος να γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες στα απόσκια της δημοσιογραφίας, που τους φαίνεται πια λίγη, αλλά και εκείνη πλέον τους περιφρονεί.

Δεν είναι πάντα χειρότεροι από τους υπόλοιπους «σωτήρες». Αλλά ούτε και κανένας ελάμπρυνε το είδος. Βυθίστηκαν χαρούμενοι στην καφενειακή, ημιμαθή και ολίγον αγοραία ατμόσφαιρα του Κοινοβουλίου, αποκτώντας βαθμηδόν αυτό το βλέμμα που έχουν όσοι έχουν εξουσία – κάτι μεταξύ παραλυσίας και κυνισμού.

Δεν είναι μόνο όσοι πολιτεύτηκαν. Ή όσοι πήγαν στα διάφορα γραφεία (ενίοτε μουλωχτά, ενίοτε με ταρατατζούμ). Ή όσοι έγιναν ποικιλοτρόπως σύμβουλοι ή αυλικοί πολιτικών. Είναι και όσοι με «αγνά», ας πούμε, κίνητρα, αγορεύουν από τα μέσα τους υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος επειδή «το πιστεύουν», από φόρτωμα προσωπικό, πίστη σε κάτι, τάξιμο σε ένα πολιτικό πρόσταγμα, χωρίς να ευελπιστούν σε κάποιο αντάλλαγμα (πράγμα σπάνιο).

Και οι μεν και οι δε έχουνε κάψει κάθε τεκμήριον αντικειμενικότητας. Η εμφατική κομματικοποίηση ενός δημοσιογράφου είναι ο βαθμός μηδέν της αξιοπιστίας του. Που μαθηματικά πηγάζει από την αυτολογοκρισία και το ψέμα του (ή την επιλεκτική αλήθεια του, που είναι το ίδιο). Κανείς δεν θέλει να τον υπηρετείς για να του λες ολόκληρη την αλήθεια.

Γνώμη μου είναι ότι δεν είναι δυνατόν να δημοσιογραφείς ή να είσαι εκδότης εάν μπορούν να σε εκβιάσουν κυριολεκτικά ή συναισθηματικά οι πολιτικοί, ή η επιβίωσή σου να εξαρτάται από τις χειρονομίες τους. Τα μαγαζιά που είναι χρεωμένα ή αμαρτωλά, αργά ή γρήγορα εκχωρούν την ελευθερία του λόγου τους. Ό,τι δεν λειτουργεί με υγιείς κανόνες αγοράς (να σε θέλουν οι αναγνώστες), επιβιώνει μόνο με τρεις τρόπους:

Πρώτον, με εμφανείς ή αφανείς χρηματοδότες, που θέλουν μόνο ένα πράγμα: να σου υπαγορεύουν και να γράφεις – να είσαι όργανό τους.

Δεύτερον, με δικούς σου ψιλομαφιόζικους εκβιασμούς, προκειμένου οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες να θορυβηθούν και να σου πετάξουν το ξεροκόμματό σου.

Τρίτον, με κρατική  διαφήμιση δυσανάλογη του μεγέθους σου, προδήλως για να βουλώνεις το στόμα στις ενδεχόμενες στραβές τους – και να εκδηλώνεις τακτικά τον αγνό σου ενθουσιασμό.

Θέλω να πιστεύω ότι όσο ωριμάζουν το κράτος, η δημοκρατία και η δημοσιογραφία (τρία πράγματα που το ένα καθρεφτίζεται και ενηλικιώνεται στα μάτια του άλλου), τόσο θα εμφανίζονται δημοσιογράφοι ή μέσα που ακριβώς επειδή δεν χρωστάνε σε κανέναν, ούτε περιμένουν κάποιο αντάλλαγμα, λένε ΕΛΕΥΘΕΡΑ τη γνώμη τους, δεν συναλλάσσονται με αυτό που κρίνουν, και προπαντός αψηφούν τον φανατισμό και τη μονομέρεια που έχουν οι ταγμένοι!

Ό,τι γράφουν μπορεί να μη φαίνεται ηρωικό και παθιασμένο (κάποιοι μάλιστα θα το θεωρήσουν απολίτικο και διστακτικό), θα είναι όμως καθαρό και ειλικρινές.

 

Η Άννα Παναγιωταρέα με τον Βενιζέλο σε εκδήλωση (και ο απαραίτητος παπάς)

 

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO

 

13.15

Είπα Σοφρά, στην αρχή του ποστ. Τις προάλλες διάβασα με απόλαυση το νέο του βιβλίο με μεταφράσεις του Μπωντλαίρ Τα άνθη του κακού. Παρισινοί πίνακες / Τα απαγορευμένα ποιήματα. Δεν είναι μόνο οι μεταφράσεις που συναρπάζουν – μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και τα σχόλια που συνοδεύουν κάθε ποίημα, καθώς και το έξοχο επίμετρο. 

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Ο Μπωντλαίρ σε σχέδιο του Μανέ, από τη σχετική φωτογραφία του Ναντάρ, 1865.

ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΙΜΕΤΡΟ

«Βάζοντας στη θέση της φύσης την πόλη, στη θέση της ηθικής και των ιδανικών την υποβλητική μορφή του Κακού, ο Μπωντλαίρ αντιστρέφει τις αστικές αξίες: ποιητής και βιβλίο γίνονται μια απειλή. Ο «Δάντης της έκπτωτης εποχής μας», αυτός ο τελευταίος κλασικός και ο πρώτος νεοτερικός, γράφει το λυρικό του έπος με ήρωες πόρνες, ζητιάνες, ρακοσυλλέκτες, νοσηρά ερωτευμένους, θανατόφιλους, οπιομανείς. Πρόσωπα των απαγορεύσεων και των άκρων, αποκλεισμένα από τον κοινωνικό ιστό, κι όμως αναπόσπαστο τμήμα του, διασχίζουν το μισοφώτιστο με φανάρια του γκαζιού Παρίσι, αγαπιούνται σε κάμαρες αρωματισμένες, πάσχουν από νοσταλγία. Η αισθησιακή, παράφορη γυναίκα κάθε ηλικίας είναι η βασική ηρωίδα αυτού του limbo. Όμως τούτη η πρωτοφανέρωτη κι αλλόκοτη νυχτιάτικη φαντασμαγορία τονίστηκε με τους πιο αυστηρούς μετρικούς κανόνες, διατυπώθηκε σε στιχουργικά σχήματα του κλασικισμού (η συλλογή περιέχει 72 ανεπίληπτα σονέτα), ο στίχος που χρησιμοποιήθηκε είναι ο δωδεκασύλλαβος alexandrin, ήτοι ο μουσικός στίχος των ωδών του Ρονσάρ και των τραγωδιών του Ρασίν. Σμίγοντας το παμπάλαιο με το σύγχρονο, το φευγαλέο με το παντοτινό, το ευτελές με το ατίμητο, ο Μπωντλαίρ προσδιόρισε ξανά το λυρισμό καθιστώντας τη modernite βασικό συστατικό της νέας αισθητικής, κυοφορώντας έτσι το συμβολισμό, αλλά πρωτίστως τη νεοτερική (ευρωπαϊκή) ποίηση: τον Μαλλαρμέ και τον Ρεμπώ.

«Τα Άνθη του Κακού δεν περιέχουν ούτε ιστορικά ούτε μυθολογικά ποιήματα. Τίποτα που να επαναπαύεται σε μια αφήγηση. Πουθενά φιλοσοφικές περικοπές. Πουθενά πολιτική. Οι περιγραφές είναι σπάνιες και πάντα σημαίνουν κάτι. Όμως όλα είναι αισθησιασμός... Πολυτέλεια, μορφή και ηδονή. – Στους καλύτερους στίχους του Μπωντλαίρ υπάρχει ένας συνδυασμός σάρκας και πνεύματος, ένα κράμα επισημότητας, ζεστασιάς και καημού, αιωνιότητας και οικειότητας, μια σπανιότατη συνένωση της βούλησης με την αρμονία, που τους ξεχωρίζουν σαφέστατα από τους ρομαντικούς στίχους, όπως όμοια τους ξεχωρίζουν και από τους στίχους των παρνασσικών», γράφει ο Βαλερύ (και μεταφράζει ο Καραντώνης) στο πιο πυκνό κι ευθύβολο κριτικό δοκίμιο για τον ποιητή, την Κατάσταση του Μπωντλαίρ / Situation de Baudelaire (1924).

ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΟΦΡΑ

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΛΑΜΙΑΣ

Όμως αυτή που είχε μια φράουλα για στόμα

Σα φίδι πάνω στη φωτιά γύρναε το σώμα

Και τους μαστούς μαλάζοντας μες στον κορσέ της

Τις λέξεις πρόφερε τις μοσχοβολιστές της:

— «Τα χείλη μου είναι υγρά, ξέρω την επιστήμη

Στην κλίνη τη βαθιά να σβήνω κάθε μνήμη.

Στο θρίαμβο του κόρφου μου δάκρυα στεγνώνω

Και τα γερόντια σε παιδιά μεταμορφώνω.

Γι’ αυτόν που με κοιτά γυμνή έχω τη χάρη

Να γίνω άστρο, ουρανός, ήλιος, φεγγάρι!

Είσαι σοφός, μα εγώ όποιον μέσα μου κι αν κλείσω

Κάθε ανείπωτη ηδονή θα του χαρίσω·

Κι όταν δαγκώνουνε τα στήθη μου τα ωραία,

Άσεμνη εγώ και ντροπαλή, δειλή, γενναία,

Πάνω στο στρώμα μου, που από λαγνεία στενάζει,

Στρατιές αγγέλων το κορμί μου αυτό κολάζει!»

 

Όταν μου ήπιε το μεδούλι απ’ τα οστά μου,

Και γέρνω όλος πόθο, μες στον έρωτά μου,

Να τη φιλήσω με λατρεία — βλέπω ένα

Σακί γεμάτο κόκαλα, πύο και βλέννα!

Κλείνω τα μάτια μου στην παγωνιά του τρόμου· 

Κι όταν στο φως τ' ανοίγω, έχω στο πλευρό μου,

Αντί γι’ αυτή την κούκλα τη δυναμωμένη

Που νόμιζες πως με αίμα ήταν χορτασμένη,

Τα άθλια απομεινάρια σκελετού που τρέμαν

Και σαν του ανεμοδείχτη την κραυγή εκλαίγαν

Ή σαν ταμπέλα σε δοκάρι κρεμασμένη

Που η καταιγίδα του χειμώνα ανεμοδέρνει.

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Έντβαρτ Μουνκ, Το Βαμπίρ, βασισμένο στο ποίημα του Μπωντλαίρ, 1895.

[Ένα από τα δώδεκα ποιήματα που έστειλε ο Μπωντλαίρ στον Γκωτιέ τον Σεπτέμβριο του 1851 για το λογοτεχνικό περιοδικό «Revue de Paris» σημειώνοντας πως είναι από τα ποιήματα που προτιμούσε. ~ Οι μεταμορφώσεις των μαγισσών σε βαμπίρ δεν ήταν σπάνιες στη λογοτεχνία του Ρομαντισμού. Στο πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα Albertus του Γκωτιέ, η μάγισσα Βερονίκ κατακτά το νεαρό άνδρα, τον μεθάει με ηδονή, αλλά κατά τη διάρκεια της ερωτικής τους νύχτας επιστρέφει στην αρχική της μορφή και κάνει έρωτα με τον τρομαγμένο Αλβέρτο σα σκελετός. ~ Το ποίημα καταγγέλλει τις σαρκικές απολαύσεις, με την ερωτική ωμότητα του πρώτου μέρους (για την οποία κατηγορήθηκε) και τον αποκρουστικό ρεαλισμό του δεύτερου. Η γυναίκα πειρασμός και δαίμονας είναι ελκυστική, όμως η ηδονή μετατρέπεται σε τρόμο.

― Ερρίκος Σοφράς. Από τα σχόλια της έκδοσης Σαρλ Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, εκδ. Μεταίχμιο]

15.21

4 ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

1985. Στην ταβέρνα της Ευφορίωνος στο Παγκράτι

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Ιδιωτική.

Διακρίνονται η εκδότρια του Ροδακιού Τζούλια Τσιακίρη και πλάτη η ηθοποιός Άννα Κοκκίνου. Δυο πόρτες πιο κει ήταν το Πάρτυ, με τον Μάνο Χατζιδάκι καθημερινό θαμώνα. Η ταβέρνα έγινε μετά το πρώτο μαγαζί του Κλεομένη και του Καϋμενάκη. Είμαστε ολάνθιστοι!

1996. Η Μαρούσα Θωμά και η νόνα μου 

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO

Σε αυτό το σπίτι πέρασα μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας. Δυο χρόνια μετά η γιαγιά κατέρρευσε. Ήμασταν με τη Μαρούσα στο Κάιρο όταν μού τηλεφώνησαν ότι πέθανε. Μου στοίχησε πολύ. Το ιδιάζον χάδι της αύρας της δεν το βρήκα πουθενά έκτοτε. 

1994. Ο Στάβερης με τη Μ. στο μπαλκόνι του 01

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Τραβηγμένη με μια instamatic. Ένας παραγοντίσκος και ασήμαντος φωτογράφος τύπου ίνσταγκραμ είπε τις προάλλες ότι προτιμά να βλέπει τις φωτογραφίες του Σπύρου σε πολυτελή άλμπουμ, και όχι σε περιοδικά lifestyle, εννοώντας τα δικά μου. Τι υποκριτικός κλασαυχενισμός! Πού βρίσκουν το ανάστημα άνθρωποι καλλιτεχνικά ανυπόστατοι να κρίνουν από την καθέδρα μιας εταιρείας πετρελαίων που τούς χορηγεί (!) την αισθητική ενός underground περιοδικού; Γιατί δεν έρχονταν στο μακρινό 1993, όταν ζούσαμε σε μια έκρηξη δημιουργικότητας και μοναξιάς και ζύμωνε ο ένας τον άλλον, να μας χρηματοδοτήσουν τότε, έστω με βρόμικα λεφτά, που ζούσαμε με τρεις κι εξήντα, γυρνώντας με ένα παπί κι οι δυο, άερα και κάερα; 

2022. Ο Μιχάλης στα βράχια του Φιλοπάππου

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

17.44

Σε αυτόν τον πίνακα ο Μπος μας δείχνει τις τελευταίες στιγμές στη ζωή ενός τσιγκούνη, λίγο πριν κριθεί μετά θάνατον η ζωή του. Ένα μικρό τέρας ξεπροβάλλει πίσω από την κουρτίνα του κρεβατιού εισενέγκοντας εις πειρασμόν τον τσιγκούνη με ένα πουγκί γεμάτο χρυσάφι, ενώ ένας άγγελος τον σκέπει εκ δεξιών ενθαρρύνοντάς τον να ζητήσει άφεση από τον σταυρό στο παράθυρο. Ο Χάρος, κρατώντας ένα βέλος, εισέρχεται από τα αριστερά.

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Ιερώνυμος Μπος, Ο θάνατος και ο τσιγκούνης, π. 1485/1490.


Η μάχη του Καλού και του Κακού είναι εμφανής σε ολόκληρο τον πίνακα. Ένας φανός με τη φωτιά της κόλασης, στα χέρια ενός δαίμονα που έχει καβαλικέψει τον ουρανό του κρεβατιού, αντιπαραβάλλεται με τον σταυρό που εκπέμπει μία μοναδική ακτίνα θεϊκού φωτός. Η μορφή στη μέση του πίνακα, που ίσως εικονίζει τον τσιγκούνη στον πρότερο βίο του, εμφαίνει την υποκρισία του: με το ένα χέρι σωρεύει νομίσματα στην κασέλα του, όπου τα μαζεύει ένας δαίμονας με ποντικίσια μούρη, ενώ με το άλλο κραδαίνει ένα κομποσκοίνι, προσπαθώντας να διακονήσει ταυτόχρονα τον Θεό και τον Μαμωνά. Ένας δαίμονας που ξεπροβάλλει κάτω από το σεντούκι κρατάει ένα χαρτί σφραγισμένο με κόκκινο βουλοκέρι – ίσως ένα συγχωροχάρτι ή ένα έγγραφο που αναφέρεται στις κερδοσκοπικές δραστηριότητες του τσιγκούνη.
Αυτός ο τύπος σκηνής στο νεκροκρέβατο προέρχεται από ένα πρώιμο τυπωμένο βιβλίο, το Ars Moriendi ή Τέχνη του θανάτου, το οποίο γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα στο δεύτερο μισό του δέκατου πέμπτου αιώνα. Ο πίνακας μπορεί να αποτελούσε την αριστερή πτέρυγα ενός ξυλόγλυπτου. Οι άλλοι πίνακες –που τώρα λείπουν– θα διευκρίνιζαν το νόημα ορισμένων πτυχών της σκηνής, όπως η πεταμένη και σπασμένη πανοπλία και τα όπλα στο προσκήνιο.

[Πρόχειρη δική μου μετάφραση από το συνοδευτικό κείμενο του Google Art Project, για αυτόν τον πίνακα του Μπος που πολύ μ' αρέσει και είναι από τα πρώτα πράγματα που σκέφτομαι, όταν βλέπω Έλληνες πλούσιους να αυτοπροβάλλονται, ευθέως ή πλαγίως. Θυμάμαι ταυτοχρόνως και τη Σπεράντζα Βρανά σε μια ταινία του 1940 – ο τρόπος που γέλαγε και χόρευε, σαν λέαινα με τα δόντια και τα στήθη έξω, ήταν η πιο κοροϊδευτική περιφρόνηση στο χρήμα που ξέρω, από την όχθη της ηδονής.]

Μετά τη θύελλα... Facebook Twitter
Η πρέσβειρα Μαριάννα Βαρδινογιάννη με τον Αρχιεπίσκοπο κάνουν δηλώσεις. H Mαριάννα ήταν μια από τις πλέον φωτογραφημένες παρουσίες της κοσμικής στήλης του (symbol). EUROKINISSI

19.24

Χαράς βαγγέλια. Μια από τις πολύ αγαπημένες μου ταινίες (που κανείς δεν βλέπει πια), οι Δεσποινίδες του Βίλκο, του Βάιντα, επιτέλους βγήκε σε blu-ray, δηλαδή με στοιχειωδώς καλή ευκρίνεια στα 720. Είχα γράψει κάτι στην «Ελευθεροτυπία», το έψαξα στο enet.gr, αλλά έπεσα πάνω σε τοίχο. Τα ρολά κατέβηκαν οριστικά: «Ο ιστότοπος enet.gr, ιδιοκτησίας της υπό πτώχευση τελούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Χ. Κ. ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕ", τελεί σε αναστολή λειτουργίας». Πού να το φανταζόμουνα όταν πρωτοδρασκέλιζα στην αυτοκρατορία του Κίτσου, ότι θα κατέληγε σε αυτές τις δύο αθαμβείς γραμμές. 

Τέλος πάντων, και η ταινία περί ης ο λόγος το θέμα αυτό διαπραγματεύεται κάπως. Το πέρασμα του χρόνου. Με έναν τσεχωφικό μετεωρισμό μεταξύ πικρού και γλύκας – καμία χαρά δίχως απογοήτευση, κανένας θρίαμβος δίχως μια ήττα. Και το αντίθετο. 

Δεν θέλω να πω άλλα – πάντα αναρρωτιόμουνα τι με σπρώχνει τα πράγματα που μύχια αγαπώ να τα δημοσιοποιώ έτσι. Είναι επιδειξιμανία; Θέλω να με παραδεχτούν; Θέλω να μοιραστώ μια μεγάλη καλλιτεχνική ηδονή; Ή είμαι αυθορμήτως δημοσιογράφος;

Αυτή είναι η ταινία. Εδώ τη βλέπετε με υπότιτλους. Εδώ την αγοράζετε.

 

20. 47

Ας τελειώσω με ένα πιξελιασμένο βίντεο τραβηγμένο με ένα κινητό της πλάκας πριν 8 χρόνια στα παλιά γραφεία μας. Χάος, γλυκό χάος, ξενύχτια και δουλειά σκυλίσια. Ήταν πριν την κρίση, κι ενώ  το LIFO.gr έκανε ακόμη τα δειλά του βήματα, σε ένα τοπίο ψηφιακά πρωτόγονο (τη εξαιρέσει του in.gr).

Πόσα πρόσωπα πήγαν κι ήρθαν, σκαμπανεβάσματα, πυρετοί,  μέχρι να δέσει το γλυκό!

Κι όμως κάθε φάση, στη μακρά αυτή πορεία ενηλικίωσης, είχε τη χάρη της και την ορμή της. Και για όλους, τελικά, έχω κάτι καλό να θυμάμαι―  ειλικρινά.

Είναι ένα θαύμα against all odds η επιτυχία της LIFO, το λέω χωρίς κομπασμό και με κάποια έκπληξη― πώς από τόση τρέλα, ιδιοσυγκρασιακό γούστο και επιχειρηματική ασχετοσύνη, δημιουργήθηκε κάτι ποιοτικό και ταυτόχρονα πολύ δημοφιλές. Mάλλον είχαμε και τέχνη και τόλμη, πάνω απ’ όλα όμως είχαμε τύχη.

Guest star: Kατερίνα Γιουλάκη. Βάλτε ήχο!

Την άλλη βδομάδα, τα ξαναλέμε.

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ