Σε περιμένω εκεί που μένω ― ένα πολυπόστ
H σημασία τού να ΜΗΝ είσαι πρωταγωνίστρια, η εφοπλίστρια Καδιώ Σιγάλα, οι γυμνοί φαντάροι ravers των '90s, ένα γράμμα του Ρούπερτ Μπρουκ, η βαλπούργεια φάση μου, ένα συγκλονιστικό ατελές ποίημα του Καβάφη, Mom'n'graves και άλλες εμμονές...
ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΟΙ ΡΟΛΟΙ, τι δύναμη που είχαν τελικά! Βέρα Κρούσκα, Χλόη Λιάσκου, Μέμα Σταθοπούλου, Λίλλη Παπαγιάννη, Μπεάτα Ασημακοπούλου, Ελένη Προκοπίου, Καίτη Παπανίκα, Νόρα Βαλσάμη – ξέρεις τι είναι να αφήνεις τον άλλον να είναι πρώτος και να μη σε νοιάζει; Να παίζεις χαλαρά το ρόλο το δεύτερο, με ήρεμη αυτοπεποίθηση (ή εγκαρτέρηση), ξανά και ξανά, σα δουλειά, ή σαν συμβιβασμό, με ρεαλισμό αμέριμνο, χωρίς ξινίλες, ηπίως λαμπερή, ηπίως διεκδικητική, αλλά να γράφεις υποδόρια στο θυμικό πιτσιρικάδων σαν και μένα, που τελικά δεν ήταν λίγοι, το διαπιστώνω στο ίντερνετ, ευαίσθητοι φασέοι να μιλούν δακρυόεντες για τα απαράμιλλα χείλη της Μέμας, για το σμαράγδι στα μάτια της Λίλλης, τη χυμώδη, ανεκμυστήρευτη σεξουαλικότητα της Παπανίκα, ανομολόγητα πράγματα τότε, διαλυμένα κάτω από τον αλύπητο ήλιο των σταρ, τελευταίοι που έσονται πρώτοι, μια αφύσικη διάρκεια αν σκεφτείς πόσο ντοπαρισμένα ήταν (και είναι) όλα.
Τρυφερότητα απέραντη, καθώς τις ξαναβλέπω στο YouTube, με κάτι στη φάτσα τους που μου κλείνει το μάτι, την έξτρα εξυπνάδα (ή σοφία) που έχουν όσοι τα έχουν βρει με τον εαυτό τους, έχουν συνάψει ειρήνη με τα κυβικά τους, ξέρουν ότι τα σημαντικά παίζονται κάτω απ' τη μαρκίζα. Σε εμάς, τα παιδιά της μεγάλης ανασφάλειας, αυτές ήταν οι θείες μιλφάρες που γράφανε στο λεύκωμά τους με ελληνικά στοιχεία τους στίχους του «Καπρί σ’ ε φινί», εμπύρετες από λαγνεία, πυρακτωμένες φλέβες σε μπλε ποδιά, ψάχνανε το σπέρμα του αδελφού τους στα σεντόνια του με χάχανα το άλλο πρωί παρέα με τις φίλες τους, και μάς χαλάρωνε η τόση αμαρτία τους στα μετόπισθεν, στις πίσω κάμαρες, εκεί που δεν έρχονται οι γονείς ή οι πρώτοι ρόλοι, εκεί που δεν ανάβει ο προβολέας, θέλαμε να βουλιάξουμε στον κόρφο τους, μέσα σε φιλιά και χάδια, κρυφά, ξεχασμένα, στο ρόλο το δεύτερο, εκεί που επιλέξαμε να ζούμε, αν και το συνομολογούμε μυστικά, ότι εμείς ζούμε πιο ριζικά από τις βουγιουκλάκισες.
FleshFanClub
Χωρίς να το προσπαθώ ιδιαιτέρως, έχω σβήσει τα παλιά, δεν θυμάμαι παλιά πρόσωπα, παλιές δουλειές, ήττες ή κλέη, ψιλομίζερα μού φαίνονται ενώ ας πούμε σπαρταράει η μέρα (τρόπος του λέγειν). Με πιλατεύουν όμως τα ίχνη, τα αρχεία. Βρήκα τις προάλλες ένα πακέτο φωτογραφίες από το Flesh Fan Club του «01», γυμνές φωτογραφίες που έστελναν οι αναγνώστες του περιοδικού, αγόρια και ravers φαντάροι (!) οι περισσότεροι, πολύ πριν τις dick pics και το only fans.
Χαριτωμένα κωμειδύλλια ― είπα να δημοσιεύσω μερικές.
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ «πορνική φωτογραφία» ένα queer αγόρι είχε γράψει ένα μήνυμα, λιγάκι απεγνωσμένο. Είχε ποζάρει σε μια ακροθαλασσιά, με το ένα πόδι προτεταμένο, σαφή ηδονοπάθεια, αλάτι στους βοστρύχους και τυλιγμένο με ένα πλατύ πουκάμισο που άφηνε γυμνούς τους ώμους, το στέρνο και τους λείους γλουτούς. Σα λατίνος ίντερσεξ νάρκισσος.
«Σε περιμένω εκεί που μένω...». Τι χύμα αθωότητα ρε φίλε!! Το είδα ξανά κι αγριεύτηκα. Τι τραβάμε ρε γμτ οι άνθρωποι για να φτάσουμε να πούμε ένα Σε θέλω! Όμορφα, θαρρετά και απερίφραστα. Πόσο δύσκολο είναι να ανέβουν στα χείλη οι δυο λέξεις και να εννοούνται και να πείθουν και να εκθέτουν την τρικυμία μέσα μας.
Θυμήθηκα ένα γράμμα του Ρούπερτ Μπρουκ, το έχω μεταφράσει πρόχειρα με τίτλο Και σε Θέλω.
Και Σε Θέλω
Broadway Central Hotel,
Νέα Υόρκη Σάββατο, 31 Μαΐου 6-7 μ.μ.
ΜΠΗΚΑΜΕ στο λιμάνι στις 8:30 το πρωί και είχαμε φοβερό χασομέρι με τις βαλίτσες: και τελικά έφτασα εδώ. Και είναι ένα φριχτό ξενοδοχείο. Και είμαι σ' ένα φριχτό δωμάτιο πάνω από ένα καλντερίμι με δαιμονισμένο θόρυβο· και τριγύρναγα όλη μέρα σ' αυτή την καταραμένη πόλη και ανεβοκατέβαινα στα λεωφορεία της (όταν δεν παραήταν γεμάτα)· και έκανε ζέστη· και είμαι πολύ κουρασμένος και απογοητευμένος· και οι πιτζάμες μου δεν έχουν έρθει· και οι συστατικές επιστολές που άφησα πίσω en masse δεν έχουν έρθει· και τίποτα δεν έχει έρθει· και δεν ξέρω ψυχή στη Νέα Υόρκη· και είμαι πολύ κουρασμένος· και δεν μ' αρέσει το φαΐ· και δεν μ' αρέσουν οι φάτσες των ανθρώπων· και δεν μ' αρέσουν οι εφημερίδες· και δεν έχω ούτε ένα φίλο στον κόσμο· και κανείς δεν μ' αγαπάει· και θα είμαι εξαιρετικά δυστυχισμένος αυτούς τους έξι μήνες· και θέλω να πεθάνω.
Εκεί!
Ω, είναι Σάββατο βράδυ κι αν ήμουν στην Αγγλία μπορεί να 'μουν ξαπλωμένος στον καναπέ του Κένσινγκτον ή στο πάτωμα του Gray's Inn – και το κεφάλι μου στα γόνατά σου και το πρόσωπό σου γερμένο στο δικό μου και τα χέρια σου γύρω απ' το κεφάλι μου και τα μάτια μου κλεισμένα και να νιώθω μόνο τα χέρια σου να πηγαινοέρχονται στα μαλλιά μου και τα τρυφερά σου χείλη να πλανιούνται στο πρόσωπό μου. Και είμαι εδώ σ' ένα βρόμικο δωμάτιο και μόνος και κουρασμένος και άρρωστος κι αυτό δεν θα φτάσει σε σένα, παρά σε δέκα μέρες.
Κλαίω.
Ρούπερτ
«Την ψυχήν επί χείλεσιν έσχον»
ΠΕΡΝΑΩ έντονη βαλπούργεια φάση, διαβάζω ελάχιστα, ακούω σχεδόν μόνο λαϊκά τραγούδια και χιτάκια (μόνο σπανίως Τζόνι Κας και Αnohni), με ηδονή σχεδόν, μετά από μια ζωή στο μοναστήρι του καλού γούστου (ή περίπου). Αλλά το καλοκαίρι, στην αναλιγωμένη Αλεξάνδρεια κουβάλαγα μόνο ένα βιβλίο, την ιδιόχειρη, εμμονική έκδοση του Καβάφη του Αχιλλέα Τζάλλα (εκδόσεις του Δαίμονος!), που θα έδειχνε αργότερα το ταλέντο του στην επιμέλεια των Μαθημάτων του Τσαρούχη στην Άγρα. Ένα βραδάκι στο μπαλκόνι, κουρασμένος, έπεσα σε ένα ποίημα του θηριώδους Αλεξανδρινού που δεν είχα προσέξει πριν –ένα ατελές προσχέδιο, γεμάτο μουτζούρες και εμφανώς αδούλευτο, που ωστόσο με συγκλόνισε– κυριολεκτώ. Ξέρω ότι οι κτηνάρες θα με ειρωνευτούν (ποιος δίνει σημασία, αυτοί πληρώνουν το νοίκι μου;) αλλά αυτοί οι λίγοι στίχοι με στήλωσαν και με κρατάνε έκτοτε, τους σκέφτομαι νυχθημερόν, και θα 'θελα, αγαπητό μου ημερολόγιο, να τους μοιραστώ μαζί σου, μαζί με μια ειλικρινή εξομολόγηση, που ας πέσει στα σκυλιά: Ξέρω ότι η ποίηση δεν είναι για χόρταση, η ζωή δεν είναι χοροί και πανηγύρια (όπως είπε κάποτε ο εθνικός μας σταρ στον Αντώνη Μποσκοΐτη), αλλά για μένα στάθηκε η μόνη σταθερά. Ούτε θρησκείες έχω ούτε οικογένεια ούτε κόμμα και η δουλειά μου είναι αναλώσιμη – το μόνο που πιστεύω βαθιά, βαθύτατα είναι ορισμένα λόγια που διάβασα την κατάλληλη στιγμή στον Σολωμό, τον Κάλβο, τη Βιμπόρσκα, τον Σαίξπηρ. Ίσως είμαι ούφο, ίσως ακούγομαι σπουδαιοφανής, δεκάρα δε δίνω, ξέρω όμως πια τι μου συμβαίνει, take it or leave it. Όταν ο Λαλιώτης και ο Δραγώνας (θεός σχωρέσ' τους) συνήργησαν να κλείσει το εκδοτικό όνειρο της ζωής μου, το «01», το πρώτο βράδυ έπεσα να πεθάνω. Ξύπνησα το πρωί και είπα στον Τσιπιανίτη που τότε κάναμε παρέα: «Ξέρεις κάτι, Αντώνη, να πα' να γαμηθούνε. Ποιοι είναι αυτοί; Πώς ζουν; Εγώ έχω το Σολωμό, μπορώ να διαβάζω Κάλβο και να δικαιολογώ την ύπαρξή μου». Με κοίταξε σα να 'μαι καθυστερημένος. Τελικά, δεν ήμουν.
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΕΠΙ ΧΕΙΛΕΣΙΝ ΕΣΧΟΝ
Τίποτε απολύτως το ρωμαντικό
δεν είχεν όταν με είπεν «Ίσως να πεθάνω».
Τώπε για αστεϊσμό. Έτσι που θα το πει
είκοσι τριών ετών ένα παιδί.
Κ' εγώ -είκοσι πέντε- έτσι το πήρα ελαφρά.
Τίποτε (ευτυχώς) της ψευτο-αισθηματικής ποιήσεως
για να συγκινηθούν κομψές (αστείες) κυρίες
που για τίποτα στενάζουν.
Κ' εν τούτοις όταν βρέθηκα έξω απ' την πόρτα του σπιτιού
με ήλθε η ιδέα που πράγμα αστείον δεν ήταν.
Μπορούσε και ν' απέθνησκε. Και με τον φόβο αυτό
ανέβηκα τες σκάλες τρέχοντας, ήτανε τρίτο πάτωμα.
Και χωρίς ν' ανταλλάξουμε κανένα λόγο,
τον φίλησα το μέτωπο, τα μάτια του, το στόμα,
το στήθος του, τα χέρια του, και κάθε, κάθε μέλος·
που θάρρεψα - όπως λέγουν οι θείοι στίχοι
του Πλάτωνος - που η ψυχή μου ανέβηκε στα χείλη.
Δεν πήγα στην κηδείαν. Ήμουν άρρωστος.
Μονάχη της τον έκλαψεν αγνά,
στο λευκό του φέρετρον, η μάνα του.
Mom'n'graves
Η μάνα μου καθαρίζει τον τάφο μας και πάντα μου ετοιμάζει τη βαλίτσα μου όταν φεύγω από το νησί.
Φωτογραφίες που μου στέλνουν στο Whatsapp φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν
Ένα βιβλίο θησαυρός! Το μόνο βιβλίο που διάβασα μονορούφι είναι η μυθιστορηματική βιογραφία μιας Σαντορινιάς εφοπλίστριας, της Καδιώς Σιγάλα (1882-1962), με τίτλο «Η Πάνω Μεριά του κόσμου». Βασισμένο στα χειρόγραφα τετράδια που κρατούσε, με γλώσσα ιδιωματική που σπαρταράει, ένα ιδιόρρυθμο έπος της ελληνικής ναυτοσύνης, με ναυάγια, θριάμβους, αυτοκτονίες, πολυμήχανα τεχνάσματα – ειπωμένα απλά και πυκνά, σα να μη συμβαίνει τίποτα· ένα συγκλονιστικό κεφάλαιο της ρακένδυτης ελληνικής δόξας.
Είναι ένα αριστουργηματικό ντοκουμέντο – πώς εμπορεύτηκε το βισάντο στη Μαύρη Θάλασσα, πώς αγόρασε τα λίμπερτυ, πώς αύξησε το στόλο της, 14 γέννες, 14 καράβια, πώς ήρθε από την Πάνω Μεριά της Σαντορίνης στον Πειραιά, στην οδό Σίνα και τελικά στο Κολωνάκι, όπου έκανε το σαλόνι της γραφείο για να υποδέχεται καπετάνιους και υπουργούς, ενώ τα κοτόπουλα πηγαινοέρχονταν στα δωμάτια και δίπλα της σε μια πολυθρόνα μια κλώσα κλωσούσε τ' αυγά της.
Ψηφιοποιώ μέρη ενός κεφαλαίου.
ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ
Μετά το ’50 ηγόρασα το τριώροφο στο Κολωνάκι. (...)
Δίπλα μου είχα το σπίτι ενούς γιατρού, με κήπο, λεμονιές και νεραντζιές και τα κοπέγια παίζανε μέσα κει. Κι από πίσω, άλλος κήπος, μοσχοβολούσε την άνοιξη, όταν ηνοίαμε τα παρεθύρια.
Ηταχτοποιήθηκα κι ήκαμα τα σαλόνια γραφεία, για να παρακολουθώ τσοι δουγειές μου μέσα από το σπίτι μου, να μην τρέχω στη Σίνα.
Η Κωνσταντίνα ήφυε για τη Λευκάδα, κι ’πόμεινα με την Άννα και μ’ ένα κοριτσάκι, που μου το στείλανε από τη Σαντορίνη, να βοηθά.
Ήρχουνταν και με βρίσκανε οι καπεταναίοι, τα πληρώματα, όλοι τους κι ημπαινοβγαίνανε οι δικηγόροι κι οι λογιστάδες, μέρα νύχτα.
Είχαμε τότες δα πάλι τραβήγματα με τσοι ναύλοι· αβαρίες, μια το «Ρήτα», μια το «Άις-Γιώργης», βάσανα.
Ήβαλα και το τηλέφωνο το δικό μου, και δεν ηπαίρνανε μόνο μέσα στο γραφείο, παρά ηχτύπα και στην κάμαρή μου, νύχτα μέρα.
Δεν ηπρολάβαινα τον κόσμο. Ήστυβε η Άννα τσοι πορτοκαλάδες, με τα φρέσκα πορτοκάγια, που μου κουβαλούσανε από το Τατόι με τα καφάσα, όλη μέρα. Κι άμα ήτονε ώρα φαγητού, μεσημεριάτικα ν’ αφήκεις τον κόσμο να φύει ξενηστικωμένος;
Απ’ ό,τι είχαμε μαγειρέψει, τους ετάιζα. Ήφερνε η Άννα το δίσκο μέσα στο γραφείο, πότε χταποδάκι με το μακαρονάκι, πότε κανένα ψαράκι τηγανητό, ό,τι είχαμε.
Ηπήαινε ο Νομικός στην αγορά του Πειραιώς κι ηνέβαζε φρέσκα φρέσκα τα ψάρια και τα θαλασσινά, που ήξερε πως μ’ αρέσανε.
Ημπαινοβγαίνανε και τα εγγόνια μου, σούρτα φέρτα, πάνω κάτω, να ταΐσω και τα παιδιά.
Κείνο τον καιρό, με τα γεγονότα του «Ρήτα» μ’ ήπιασε απελπισία, ηφήκανε το φορτίο χωρίς ασφάλεια κι ήπαθε το βαπόρι μια ζημιά, κι ήπιασαν και μου το κατάσχανε, μες ατό λιμάνι, στη Τζέντα, και δεν το 'φήνανε να φύει. Ηβραχήκανε οι χουρμάδες μες στ’ αμπάρια κι ηρχινήσανε να χαλούνε. Να ’ρχουνται τα τηλεγραφήματα, να ζητούνε το φορτίο στην Αγγλία που ήτο ο προορισμός του, ν’ αρχινήσουνε οι απαιτήσεις, να τρέχουν οι μέρες και να μη μου εξηγούνε ίντα γίνεται.
Μονάχη μου ηκατάλαβα κι ήπιασα κι ηφώναξα τον Διοικητή τση Τράπεζας να ’ρθει σπίτι μου. Του τα ’πα και του ζήτησα να με βοηθήσει με κάθε τρόπο. «Κάμε, του λέω, κάτι, κύριε Διοικητά, γιατί καταστρέφομαι». Ο άθρωπος δεν πίστευε στ’ αυτιά του κι ήρχισε να μου λέει ότι το φταίξιμο ήτο των διευθυντώ, που ’χα μέσα στο γραφείο και δε με συβουλεύανε καλά. Και με συβούλεψε ο ίδιος να κάμω μοναχή μου το κουμάντο.
«Εσείς, μου λέει, γράμματα δε ξέρετε, μα από τους γραμματισμένους, πιο πολλά γνωρίζετε. Καταφέρατε μοναχή σας να φιάξετε μια περιουσία, που μπορεί να καλύψει τον προϋπολογισμό του Κράτους, γι’ αυτό μην αφήνετε κανόναν να σας κουμαντάρει. Εμείς θα 'πρεπε να ζητάμε τη συβουλή σας».
Τόσο με παρηγόρησε η κουβέντα του και μ’ ανακούφισε που του ζήτησα να κάτσει να φάμε και τόνε περιποιήθηκα τον άθρωπο.
Πολύς κόσμος ήρχουνταν στο σπίτι μου· όλοι τους να με ρωτούν πότε το ’να, πότε τ’ άλλο. Ηφώναζα πάνω τση Τασίας μου και μου διάβαζε τα ναυλοσύφωνα κι ηκαταλάβαινα αν ήτο συφερτικός ο ναύλος. Δόξα τω θεώ, τα μυαλά μου τα ’χα. Ήρχουνταν κι οι δικηγόροι, κι ο Υπουργός τση Ναυτιλίας και ναυάρχοι και κουβεδιάζαμε για υποθέσεις.
Μέσα σ’ όλα ήμουνε, σ’ όλα ήδωνα απαντήσεις, παρόλο που τα πράματα δεν ήτονε όπως τα παλαιά χρόνια. Τώρα οι καπεταναίοι κάθουνταν στα γραφεία και διοικούσανε τα βαπόργια.
Ήπεφτα το βράδυ κι ησυλλοούμουνα πώς να κάμω να κανονίζουνται οι δουγειές μου και να τα προλαβαίνω, να μη γίνουνται λάθη. Ξένοι αθρώποι είχα μες στο γραφείο, άμα η νοικοκυρά δεν έχει το νου τση, ίντα να σου κάμουνε αυτοί;
Είχα ζητήσει του Νομικού, για τα παιδιά, και μου ’χε κατεβάσει απ’ το Τατόι κάμποσα κοτοπουλάτσα και τα ’χα στη βεράντα.
Μ’ αυτά δα τα πουγιά ητρεχοβολάγανε τα παιδιά, μέσα όξω όλη μέρα. Ηχτυπούσανε τα τηλέφωνα, ηχτυπούσανε τα κουδούνια, μπαινοβγαίνανε τόσοι αθρώποι κι ητρέχανε τα κοτοπουλάτσα σ’ τσοι διαδρόμοι. Δε βλέπανε την ώρα τα εγγόνια μου, να ’ρχουνε στη γιαγιά, να παίξουνε με τα πουγιά. Πας είχανε και τα παιδιά άλλη ξεβάρεση; Και μένανε αυτή δα ήτο η χαρά μου, να τ’ ακούω να τρέχουνε μέσα στο σπίτι, τα μωρά μου.
Ηρρώστησε μια φορά η κλώσα και δεν ημπόριε να κάτσει να κλωσήσει, κι ήπιασα κι ήραψα μια γκουλούρα, με κάτι πανιά που ’χα και την ήβαλα πά’ στην πολυθρόνα μες στο γραφείο, κι ήβαλα μέσα τ’ αυγά κι ήκατσα από πάνω, όλη τη μέρα, ώσπου ηνοίξανε.
Μ’ αυτά δα ξεβαριούμουνα μέσα στις σκουτούρες μου.
Δε μου ’φερε κι ένα διάνο άρρωστο ο Νομικός και τον είχα μέσα στο λουτρό, κι ήρχε ο γιατρός να τόνε ’ξετάσει και μου λέει «περιποίηση θέλει το ζωντανό»; Δυο μήνες τόνε κράτησα κοντά μου· τόνε δυνάμωσα κι ήρχε και ξανάνιωσε και τον ήπηρε πίσω στο χτήμα.
Εν τω μεταξύ όλο ήλεα να σηκωθώ να πάω στη Σαντορίνη, να δω το σπίτι μου, να κανονίσω τσοι υποθέσεις μου. Είχα τόσα χρόνια να πάω στην πατρίδα μου.
Ηφώναζα στις θυατέρες μου, αμέτε σεις να κάμετε και τα μπάνια σας και να δείτε τα πράματά μας. Μα ηθέλανε να ξεπεταχτούνε τα κοπέγια τους που ήτονε μικρά κι είχανε μάθει κι ηνεβαίνανε στην Κηφισιά κάθε καλοκαίρι, κι ήρχε κι ηπαρατήσαμε τη Σαντορίνη.
Εγώ κάθε στιγμή τήνε θυμούμουνα· δεν ήτο νύχτα να πέσω και να μη συλλοούμαι την εικόνα τση. Όλο την ήφερνα μπροστά μου. Ωραίο το σπίτι μου τση Αθήνας, μα δεν ήβλεπε τη θάλασσα. Και στην Κηφισιά, π’ άνέβαινα και γω το καλοκαίρι, δροσά, μα η θάλασσα πολύ μακριά.
Το χειμώνα, τσοι μέρες με τη λιακάδα, ηκατεβαίναμε στο Φάληρο με τ’ αυτοκίνητο, κι όλη μου η χαρά ήτο να κάτσουμε κοντά στη θάλασσα, να φάμε το ψαράτσι μας κι εγώ να συλλοούμαι την Αρμένη.
Εκεί δα ήτονε η καρδιά μου.
― Καδιώ Κολύμβα, Η Πάνω Μεριά του κόσμου, εκδ. Αρμός
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΝ
ΕΧΩ ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ. Είδαμε και πάθαμε να καταφέρουμε χιλιάδες πράγματα για να επιβιώσουμε. Να δένουμε τα κορδόνια μας, να ξεφεύγουμε από σχέσεις που μάς πνίγουν, να οδηγούμε αυτοκίνητο (και στην αριστερή λωρίδα), να συνηθίζουμε την απώλεια του πιο αγαπημένου φίλου μας, να νεύουμε ευγενικά στο φριχτό τύπο που φλυαρεί απέναντι, να μάθουμε κώδικα και κώδικες, να μιλάμε με νεκρούς σα να είναι δίπλα μας, να συγχωρούμε ακόμη και την προδοσία…
Aναρρωτιέμαι αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ (και αδελφή): Τόσος κόπος χρειάζεται πράγματι; Τόσες κατακτήσεις είναι αναγκαίες; Ή απλώς πολλά από όσα μάς τσιτώνουν δια βίου είνα ένα άσκοπο κυνήγι της ουράς― σε δουλειά να βρισκόμαστε;
Χρειάζεται τόσο μάνατζμεντ για ένα μαγαζί που κατεβάζει ρολά οσονούπω;
Μήπως να κουλάρουμε λίγο, λέω γω; Μήπως να πάρεις το μαγιό σου, να πάμε όπου έχει ακόμη ήλιο;
Καψουροτράγουδα με το σεις και το σας. Τα τραγούδια της Κανελλίδου...