Το τικ-τακ της φλέβας στο λαιμό σου
Ανάφη, Σάρα Κέην, Ed van der Elsken, Ναν Γκόλντιν κι ένα πορνοπεριοδικό
Όχι, ακόμη δεν πήρα το σήμα να μαζευτώ. Το φως άλλαξε, αλλά εξακολουθεί να με ζαλίζει. Απορώ πού πήγανε όλες οι μυθολογίες μου για τη μελαγχολία του Σεπέμβρη κ.λπ. ― μάλλον τις πήρε ο σκουπιδιάρης. Δεν είναι ότι τρέχω σε πάρτυ και κλάμπ και αυτό το debauchery που αποζητάς αν είσαι στη μετεφηβεία διαρκείας που ζουν τα Ελληνάκια, είναι που βλέπω το τικ-τακ της φλέβας στο λαιμό μου. Τι τύχη που ζω και ζεις αναγνώστη μου!
Σήμερα, μάλλον επειδή είδα κάτι σχέδια του Δημήτρη Παπαϊωάννου στο Νοmas, μου ήρθαν στο νου εικόνες από την πλειστόκαινο Ανάφη. Αρχές του '80. Με την Κοκκίνου. Οι μόνοι ταξιδιώτες στη Χώρα. Στα μόνα, τέσσερα (4) δωμάτια που υπήρχαν, στην άκρη του χωριού. Όχι ηλεκτρικό, όχι δρόμοι, όχι εστιατόρια. Μας μαγείρευε η «προεδρίνα» κάθε μέρα (φάβα, αυγά, με τυρί και ντομάτες...), εκτός και θέλαμε να το κάψουμε, που κατεβαίναμε στην Πόπη στο λιμάνι να βράσει αστακό στο θαλασσινό νερό (για πενταροδεκάρες) και να πιούμε στο Crazy Shrimρ παγωμένο τζιν. Η Μαργαρίτα υπήρχε από τότε (στο Κλησίδι ηταν μία μόνο σκηνή) και η έρημη Παπαδιά στο Ρούκουνα ο οποίος είχε τότε άλλη μορφολογία. Ήταν ένα στεφάνι υπερυψωμένης άμμου με καμμιά δεκαριά αρμυρίκια, που τα κλαδιά τους έφτιαχναν σπηλιές και για να κατέβεις στο νερό, κουτρουβαλούσες. Όταν μετά από δεκαετίες ξαναπήγα με το Μιχάλη, τρόμαξα να αναγνωρίσω εκείνο το ακρογιάλι του Ησιόδου, όπου ήμασταν σχεδόν πάντα μόνοι― αν εξαιρέσω μια υπέργηρη γερμανίδα γυμνίστρια, άνω των 85, την κυρία Σούτερ, πολυλογού και διανοούμενη (έβαζα στοίχημα ότι είναι ναζίστρια), που τώρα μόνο η σκόνη της θυμάται εκείνο το καλοκαίρι.
Με πειράζει που τώρα όλα άλλαξαν; Όχι και τόσο. Αφού πρωτίστως άλλαξα εγώ. Δεν συμμερίζομαι τις υπερβολές για την επέλαση των χίψτερ και την αλλοίωση της παράδοσης. Η Παράδοση έχει παραδώσει το πνεύμα της πολύ πιο πρίν, από τη σιγμή που πάτησε το κουμπί των πρωινάδικων η προεδρίνα. Αλλά και οι χίψτερ ας μην είναι τόσο «παρτάκηδες». Ρε φίλε, πας σε ένα μικρό τόπο, ακίνητο 10 μήνες το χρόνο― μη θες κι εκεί να μεταφέρεις ΑΚΡΙΒΩΣ τις χαζούλικες συνήθειες σου, απλώς με λίγο ζέφυρο που θα σου παίρνει τα μαλλιά το χάραμα (και τη πούδρα απ' τη μύτη). Δεν έχεις βαρεθεί να κουκουλώνεις τα πάντα με την πεντάμορφη παρουσία σου 24/7; Είναι ανάγκη να κάνεις μπουκάκε ΚΑΙ στο πανηγύρι του χωριού;― το εμπεδώσαμε, είσαι απελευθερωμένος.
Αλλά και οι νησιώτες πρέπει να ξεκολλήσουν κάπως. Καλό κάνει στον άνθρωπο να ανοίγει το μυαλό του ― κι εγώ σε ένα ξεχασμένο νησί μεγάλωσα που τώρα είναι σαν πίστα του Dying Light. Δεν μπορείς να παίρνεις τα λεφτά τής χαζής τουρίστριας, χωρίς να σου αφήνει κάτι απ' τη χαζομάρα της. Αυτό που έγινε είναι μια ένοχη συμφωνία φθηνούτσικων κυρίων, με τη βούλα του διεφθαρμένου, τυχάρπαστου κράτους που λέγεται Ελλάς. Άσε που, για να θυμηθώ τα χίπικά μου, ο κάθε τόπος είναι δικός μας και κανενός. Τη γή, τις χώρες, τις χαρές της ζωής πρέπει να τα απολαμβάνουν όλοι ελεύθερα, με εκατέρωθεν ανοχή, μέχρι να στοιχηθούμε, εμπρός μαρς, και να μπούμε ένας-ενας στο ίδιο χώμα― γειτονικούς λάκκους. Στα χρόνια μου, οι ευσεβιστές ήταν έξαλλοι με το γυμνισμό. Τι κατάλαβαν; Μια μέρα ίσως δείξουν κατανόηση και στο μπουκάκε.
ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ, την πρώτη φορά κάτσαμε δύο μήνες και τον επόμενο χρόνο, ένα. Γνωρίσαμε αναγκαστικά τους πάντες. Ειδική μνεία, στον χωλό Αντώνα που έμενε μόνος πάνω απ΄το Κατσούνι, σε ένα πέτρινο σπίτι που είχε μόνο ένα δωμάτιο (νεκρός προ πολλού). Κάτω από το κρεβάτι του είχε τα βάζα με το μέλι. Μας το πούλαγε για ένα τίποτα. Καθημερινά πηγαίναμε με τα πόδια από τη Χώρα στο Ρούκουνα, τρισήμισι ώρες από ένα μονοπάτι. Κι άλλες τρισήμισι να γυρίσουμε, μέσα από τα χωράφια με το φαιόχρυσο χρώμα, που ίδιο ακριβώς δεν είδα πουθενά. Γάλα αγοράζαμε από ένα έφηβο βοσκό που είχε κατσίκες στην είσοδο της χώρας (κυαλάριζε την Άννα, τόσο αθώα, τόσο ντροπαλά). Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, μόνο «μούλοι». Τα άστρα άγγιζαν το κεφάλι μας το βραδυ, τόσο διαυγής ήταν ο αιθέρας, χωρίς ηλεκτρικό αφού.
Έστελνα κάθε Πέμπτη τη στήλη μου στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, από τον τηλέτυπο του ταχυδρομείου. Fun fact: δεν είχε εφευρεθεί το ίντερνετ! Αλλά και να υπήρχε, δεν είχαμε πρίζες (ούτε φουγάρα). Ένα μαρτύριο. Έπεφτε συνέχεια η γραμμή, το κέντρο ήταν απασχολημένο, ο ταχυδρόμος έλειπε σε κάποια δουλειά. Ώρες μακάριες ιδροκοπώντας, στη σιγαλιά του μεσημεριού που ο άνεμος την έγδερνε σαν δράκος του Spirited Away, άντε ξανά από την αρχή τα σφιχτοκούραδα χειρόγραφά μου, σαν παλλίμψηστα, με διαγραφές και κολημμένα πάνω με σελοτέιπ αναθεωρημένα εδάφια (έγραφα με δυσκολία τότε, ξανά και ξανά κάθε φράση κι ούτε είχα αρχίσει να μιλώ προσωπικά ― αντί να γράφω για αυτά που μού συνέβαιναν, να βγει ο ατμός και ο θυμός απ' την κατσαρόλα, μετέφραζα θυμάμαι το Βrutality of Fact, του Φράνσις Μπέηκον, δεν είχε μεταφραστεί στην Άγρα). Έτσι το θαύμα της Ανάφης το κρατήσαμε μυστικό. Δυό τρείς αναφορές μόνο, που τα μυημένα πνεύματα τις τσίμπησαν ιεροκρυφίως.
Λίγα χρόνια μετά ο Παπαϊωάννου δημοσίευσε στο queer πανκ φανζίν «Koντροσόλ στο χάος» το κόμιξ του για το νησί. Ένοιωσα αμέσως τη συγγένεια της ματιάς. Αλλά κυρίως τη δύναμη του καλλιτέχνη. Έγραψα κάτι θερμό στην εφημερίδα (το είχα ξεχάσει, μού το θύμισε ο ίδιος πριν λίγους μήνες, «Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος αναφέρθηκε σε μένα, ever»).
Κι αυτό το ίδιο κόμικ σήμερα, που το ξαναείδα ανατυπωμένο, μού ξύπνησε τόσες μνήμες. Που θα γίνουν ασφαλώς σκόνη κι αυτές, δίπλα στη σκόνη (ή την τέφρα;) της ναζί γυμνίστριας κυρίας Σούτερ.
Come on down to the Mermaid Café, and I will Buy you a bottle of wine And we'll laugh and toast to nothing And smash our empty glasses down Let's have a round for these freaks and these soldiers A round for these friends of mine Let's have another round for the bright red devil Who keeps me in this tourist town
και να προσπαθώ να σου δώσω ό,τι καλύτερο μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει κάτι λιγότερο
ΤΟ ΑΠΑΡΑΜΙΛΛΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΑΡΑ ΚΕΗΝ
Αρχικά, διαβάστε ένα από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ. Γραμμένο με μια αναπνοή (ή έναν αναστεναγμό), δείχνει πώς το πάθος συνυφαίνει πεζότητες και διαμάντια, πάνδημο κι όμως σαν μονόλιθος που προσγειώθηκε στη γη από άλλο πλανήτη και σε τυφλώνει και σου κάνει πονοκέφαλο και σε μπλέκει στο μυστήριο μιας υπερβατικής, διαγαλαξιακής ενδοεπικοινωνίας― ο έρωτας, αν τον έχετε ακουστά.
Είναι από μια προσεγμένη έκδοση με μεταφράσεις των απάντων της Σάρα Κέην και τίτλο «Άπασα», εκδ. Κάπα Εκδοτική. Καλή μετάφραση του Αντώνη Γαλέου.
ΚΑΙ ΘΕΛΩ να παίζουμε κρυφτουδάκι και να σου δίνω να φοράς τα ρούχα μου και να σου λέω ωραία παπούτσια και να κάθομαι στα σκαλιά όσο θα κάνεις μπάνιο και να σου κάνω μασάζ στον λαιμό και να σου φιλάω τις πατούσες και να σου κρατάω το χέρι και να βγαίνουμε να φάμε μαζί και να μη με νοιάζει να μου τρως το φαΐ και να σε βρίσκω στο Rudy’s και να μιλάμε για τη μέρα μας και να δακτυλογραφώ τα μέιλ σου και να σου κουβαλάω τις κούτες και να ξεκαρδίζομαι με την παράνοιά σου και να σου δίνω κασέτες και να μην τις ακούς και να βλέπουμε σπουδαίες ταινίες και να βλέπουμε χάλια ταινίες και να γκρινιάζουμε για την κατάντια του ραδιοφώνου και να σε τραβάω φωτογραφίες όσο κοιμάσαι και να πετάγομαι να σου φέρω καφέ και μπέιγκελ και ρολά με σταφίδες και γλάσο και να πίνουμε καφέ στο Φλοράν δώδεκα η ώρα μεσάνυχτα και να σε έχω να μου κλέβεις τσιγάρα και ποτέ να μη βρίσκει άνθρωπος αναπτήρα και να σου λέω για εκείνο το πρόγραμμα που είδα στην τηλεόραση χθες βράδυ και να σε παίρνω στο οφθαλμιατρικό και να μη γελάω με τα αστεία σου και να σε θέλω πρωί πριν χαράξει αλλά να σε αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα και να σου φιλάω την πλάτη και να σου χαϊδεύω το δέρμα και να σου λέω πόσο πολύ λατρεύω τα μαλλιά σου τα μάτια σου τα χείλη σου τον λαιμό σου τα βυζιά τον κώλο το
και να κάθομαι στα σκαλιά να καπνίζω μέχρι να γυρίσει η συγκάτοικός σου σπίτι και να κάθομαι στα σκαλιά να καπνίζω μέχρι να γυρίσεις σπίτι εσύ και να με τρώει η ανησυχία όταν αργείς και να με χτυπάει κεραυνός έτσι και φτάσεις πριν από την ώρα σου και να σου παίρνω ηλιοτρόπια και να έρχομαι στο πάρτι σου και να χορεύω μέχρι να ξεχαρβαλωθώ και να ζητάω συγγνώμη όταν έχω λάθος και να χαίρομαι όταν με συγχωρείς και να κοιτάζω τις φωτογραφίες σου και να εύχομαι μέσα μου να γινόταν να σε είχα γνωρίσει δέκα εκατό αιώνες πιο πριν και να ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου και να νιώθω το δέρμα σου στο δέρμα μου και να τρομάζω όταν θυμώνεις και το ένα μάτι σου αναψοκοκκινίζει και το άλλο μάτι μπλαβίζει και τα μαλλιά σού πέφτουν από τα δεξιά και το πρόσωπό σου είναι οριεντάλ και να σου λέω είσαι ζωγραφιά και να σε αγκαλιάζω σφιχτά όταν σε πιάνει το άγχος και να σε στηρίζω όταν πονάς και να σε θέλω όταν νιώθω τη μυρωδιά σου και να τραβιέσαι όταν σε αγγίζω και να σε προσβάλλω και να μυξοκλαίω όταν είμαι πλάι σου και να μυξοκλαίω όταν δεν είμαι και να τρέχουν τα σάλια μου στο στήθος σου και να σε πλακώνω τις νύχτες και να ξεπαγιάζω όταν τραβάς την κουβέρτα και να ψήνομαι όταν δεν την τραβάς και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν ξεκαρδίζεσαι στα γέλια και να μην καταλαβαίνω γιατί να πιστεύεις ότι σε απαξιώνω αφού δεν σε απαξιώνω και να απορώ πώς γίνεται να πιστεύεις ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απαξιώσω και να απορώ ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι ή αλλιώς και να σου λέω για τον άγγελο στο χριστουγεννιάτικο δέντρο το παιδί του μαγεμένου δάσους που πέταξε από την άλλη άκρη των ωκεανών γιατί σε ερωτεύτηκε και να σου γράφω ποιήματα και να απορώ γιατί δεν με πιστεύεις και να έχω ένα συναίσθημα τόσο βαθύ που δεν βρίσκω λέξεις να το πω και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι να με κάνει να πεθαίνω στη ζήλια γιατί θα το προσέχεις αυτό πιο πολύ από μένα και να σε κρατάω στο κρεβάτι ενώ θα πρέπει να φύγεις και να κλαίω σαν μωρό όταν τελικά φεύγεις και να μαζεύω τις κατσαρίδες και να σου αγοράζω δώρα που δεν θες και να τα αλλάζω πάλι ξανά και να σου ζητήσω να με παντρευτείς κι εσύ να πεις όχι πάλι αλλά να συνεχίζω να σου κάνω πρόταση γιατί εσύ μπορεί να μην πιστεύεις πως το εννοώ μα εγώ πάντα το εννοώ από την πρώτη πρώτη στιγμή που το ζήτησα και να βολοδέρνω σαν άδικη κατάρα στην πόλη και να σκέφτομαι η πόλη είναι άδεια χωρίς εσένα και να θέλω ό,τι θες και να νιώθω πως χάνομαι αλλά να ξέρω πως μαζί σου δεν κινδυνεύω και να σου μιλάω για ό,τι χειρότερο μέσα μου και να προσπαθώ να σου δώσω ό,τι καλύτερο μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει κάτι λιγότερο και να σου απαντάω τις ερωτήσεις ενώ δεν θα ’θελα να τις απαντάω και να σου λέω την αλήθεια ενώ στα αλήθεια δε θα ’θελα να σ' τη λέω και να πασχίζω να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω ότι εσύ έτσι προτιμάς και να λέω τώρα τελείωσαν όλα αλλά να μένω λίγο ακόμα δέκα λεπτά ακόμα μέχρι να με πετάξεις με τις κλοτσιές από τη ζωή σου και να ξεχάσεις ποιος είμαι και να πασχίζω να βρεθώ πιο κοντά σου γιατί είναι ωραίο να μαθαίνω να σε μαθαίνω και λέει πολύ να σου μιλάω χάλια γερμανικά και ακόμα χειρότερα εβραϊκά και να σου κάνω έρωτα τρεις το πρωί και κάπως κάπως να κάπως να επικοινωνώ κάτι τοσοδά από τον/ ακαταμάχητο άφθαρτο ακατανίκητο ανιδιοτελή ολοκληρωτικό καρδιοστάλαχτο υπερκόσμιο υπεραιώνιο υπεραπέραντο έρωτά μου για σένα.
Το φιλί του Ed van der Elsken, σύμφωνα με την Nan Goldin
Θέλοντας να συνοδέψω το κείμενο της Κέην με φωτογραφίες της Ναν Γκόλντιν (με την οποία συζώ δεκαετίες, όπως ξέρετε, κι είναι ίσως η μόνη απ΄την οποία δέχομαι συμβουλές), έψαξα ειδικά για τις φωτογραφίες της με ζευγάρια που φιλιούνται ή κάνουν έρωτα. Έπεσα έτσι πάνω σε ένα άρθρο της στο Νew Yorker, όπου μιλά για τα ζευγάρια ενός άλλου φωτογράφου που τον θεωρεί alter ego της, τον μέγα Ed van der Elsken.
Γράφει:
Όταν είδα για πρώτη φορά το βιβλίο του Ed van der Elsken «Love on the Left Bank», συνειδητοποίησα ότι μόλις είχα συναντήσει τον προπάτορά μου. Τον πραγματικό μου πρόγονο. Το συναίσθημα ήταν παρόμοιο με αυτό της συνάντησης με έναν εραστή ή της αναγνώρισης ενός χαμένου αδελφού. Πιο πριν, όταν ανακάλυψα την καλλιτεχνική φωτογραφία, στην ηλικία των δεκαεννέα ετών, οι καλλιτέχνες που πραγματικά μου έκαναν εντύπωση ήταν η Diane Arbus, ο Larry Clark, ο Weegee και ο August Sander- στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Christer Strömholm, ο Anders Petersen και ο Jim Goldberg ανέβηκαν στην κορυφή του πανθέου μου.
Ο Ed δεν έτυχε της προσοχής που του άξιζε. Ωστόσο, όταν γνώρισα το έργο του, ένιωσα απίστευτα κοντά του. Μου φάνηκε το πιο τρυφερό, απίστευτα ευαίσθητο και τόσο γεμάτο αγάπη έργο. Φωτογράφιζε το αγκάλιασµα των ανθρώπων µε έναν τρόπο που ξεπερνούσε τη φωτογραφία... είναι σαν να βλέπω σώματα για πρώτη φορά. Ζουν τόσο πολύ στο ίδιο τους το δέρμα. Είναι τόσο γυμνά, που μπορώ να νιώσω τη σάρκα τους.
Το πορνό σου, η ποίησή μου
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗ
ΕΤΣΙ
Στην άσεμνην αυτή φωτογραφία που κρυφά
στον δρόμο (ο αστυνόμος να μη δει) πουλήθηκε,
στην πορνικήν αυτή φωτογραφία,
πώς βρέθηκε τέτοιο ένα πρόσωπο
του ονείρου· εδώ πώς βρέθηκες εσύ.
Ποιός ξέρει τί ξευτελισμένη, πρόστυχη ζωή θα ζεις·
τί απαίσιο θα ’ταν το περιβάλλον
όταν θα στάθηκες να σε φωτογραφήσουν·
τί ποταπή ψυχή θα είν’ η δική σου.
Μα μ’ όλα αυτά, και πιότερα, για μένα μένεις
το πρόσωπο του ονείρου, η μορφή
για ελληνική ηδονή πλασμένη και δοσμένη —
έτσι για μένα μένεις και σε λέγ’ η ποίησίς μου.
[1913]