ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ πριν από σχεδόν 2.500 χρόνια, οι κάτοικοι της Ελίκης, μιας πόλης στη βόρεια Πελοπόννησο, είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους. Ίσως να ξεκουράζονταν με ένα ποτήρι αραιωμένου κρασιού στο χέρι ή να κοιμόντουσαν ήδη, έχοντας περάσει τη μέρα τους για δουλειές στην πολυσύχναστη πόλη. Κάποιοι θα είπαν πάει σίγουρα στην αγορά, να πουλήσουν ή να αγοράσουν προϊόντα από τους κοντινούς αγρούς ή να διαλέξουν αγαθά μεταφερμένα εδώ από αγορές ξένες. Κάποιοι μπορεί να επισκέφθηκαν τον περίφημο ναό του Ποσειδώνα, ή να είχαν προπονηθεί στο γυμναστήριο. Άλλοι ίσως ασχολήθηκαν με τις καθημερινές υποθέσεις της πόλης, τα αστικά και πολιτικά ζητήματα της Ελίκης. Αυτή η νύχτα, όμως, θα ήταν η τελευταία τους.
Καθώς κοιμόντουσαν, ένας τρομερός σεισμός έπληξε την περιοχή, γκρεμίζοντας τα κτίρια και σκοτώνοντας τους κατοίκους. Μετά, μια νέα συμφορά επακολούθησε: ένα πελώριο υδάτινο κύμα θα σκέπαζε ολόκληρη την πόλη. Οι κάτοικοι εξαφανίστηκαν όλοι ανεξαιρέτως από προσώπου γής . Μια ομάδα διάσωσης 2.000 ανδρών που κατέφτασε από γειτονικές πόλεις δεν βρήκε ούτε ένα νεκρό σώμα. Η κοντινή πόλη Boύρα θα είχε εξαφανιστεί επίσης από τον χάρτη.
Καθώς κοιμόντουσαν, ένας τρομερός σεισμός έπληξε την περιοχή, γκρεμίζοντας τα κτίρια και σκοτώνοντας τους κατοίκους. Μετά, μια νέα συμφορά επακολούθησε: ένα πελώριο υδάτινο κύμα θα σκέπαζε ολόκληρη την πόλη. Οι κάτοικοι εξαφανίστηκαν όλοι ανεξαιρέτως από προσώπου γής . Μια ομάδα διάσωσης 2.000 ανδρών που κατέφτασε από γειτονικές πόλεις δεν βρήκε ούτε ένα νεκρό σώμα.
Η ιστορία της καταστροφής της κλασικής Ελίκης το 373 π.Χ. διαδόθηκε από στόμα σε στόμα σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Ήταν ακόμη νωπή στη μνήμη, όταν ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) έγραψε γι' αυτήν στα Μετεωρολογικά του, ένα βιβλίο σχετικό όχι μόνο για την ατμόσφαιρα και τα καιρικά φαινόμενα, αλλά και γενικότερα για αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε γεωλογικές διεργασίες, συμπεριλαμβανομένων των σεισμών και των τσουνάμι. Η Ελίκη μνημονεύτηκε και συζητήθηκε για αιώνες από Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς. Αλλά καθώς οι αιώνες περνούσαν και η ακρογιαλιά μετατοπιζόταν, η τοποθεσία της κάποτε μεγάλης πόλης λησμονήθηκε. Η αναζήτηση αυτής της πόλης γοητεύει τώρα ξανά τους σύγχρονους αρχαιολόγους, για πάνω από 50 χρόνια.
Η έρευνα τού τι συνέβη στην Ελίκη απαιτεί την εξέταση ποικίλων στοιχείων― αρχαίων κειμένων, αρχαιολογικών ευρημάτων και γεωλογικών μελετών. Αυτή η έρευνα μας βοηθά να μάθουμε πώς έγινε εκείνη η μοιραία καταστροφή, αλλά επίσης μας βοηθά να ανακαλύψουμε τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι αντιλαμβανόντουσαν την λειτουργεία του κόσμου.
Η Ελλάδα είναι συνηθισμένη σε σεισμούς- είναι ένα από τα πλέον σεισμογενή μέρη της Ευρώπης. Τα τελευταία 10 χρόνια έχουν σημειωθεί οκτώ σεισμοί μεγέθους άνω των 6 ρίχτερ. Ο σεισμός της Αθήνας το 1999 σκότωσε 143 άτομα (μέγεθος 6 R) ενώ ο σεισμός των Ιονίων το 1953 σκότωσε 476 άτομα (μέγεθος 7,2 R). Από το 1950, 22 σεισμοί στην Ελλάδα έχουν επίσης προκαλέσει τσουνάμι. Στις 30 Οκτωβρίου 2020, σημειώθηκε σεισμός μεγέθους 7 βαθμών και παλλοιροϊκό κύμα έπληξε το νησί της Σάμου και τις τουρκικές ακτές. Στη Σάμο, το τσουνάμι έσκασε στη στεριά έχοντας ύψος 1,8 μέτρα. Το 1956, ένα τσουνάμι έπληξε το νησί της Αμοργού, με ύψος που έφτασε τα 25 μέτρα.
Τον 21ο αιώνα, η κατανόηση αυτών των φαινομένων βασίζεται σε μια ασφαλή επιστημονική θεώρηση μετά από έναν αιώνα γεωλογικών ερευνών. Η θεωρία του Alfred Wegener για την μετατόπιση των ηπείρων, που διατυπώθηκε το 1912, οδήγησε τελικά στην θεωρία της τεκτονικής των πλακών, σύμφωνα με την οποία η επιφάνεια της Γης βρίσκεται σε κίνηση. Η θεωρία επιβεβαιώθηκε μέσω της παρατήρησης και της χαρτογράφησης των πυθμένων των ωκεανών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδίως με τη δημοσίευση του χάρτη Tharp-Heezen του Ατλαντικού το 1977. Γνωρίζουμε ότι οι σεισμοί προκαλούνται από την κατολίσθηση στα σεισμικά ρήγματα― τις περιοχές όπου συναντώνται οι τεκτονικές πλάκες της Γης. Όταν αυτό συμβαίνει υποθαλάσσια, η κίνηση προκαλεί εκτοπισμό του νερού, που έχει ως αποτέλεσμα το τσουνάμι. Η κατολίσθηση, είτε πάνω είτε κάτω από το νερό, είναι ένας επιπλέον μηχανισμός που δημιουργεί τσουνάμι και αποτελεί συνηθισμένο επακόλουθο των σεισμών. Το τσουνάμι της Αμοργού προκλήθηκε τόσο από τη μετατόπιση του πυθμένα της θάλασσας όσο και από υποθαλάσσιες κατολισθήσεις.
Η εικόνα που έχουμε για τις φυσικές καταστροφές διαμορφώνεται σήμερα από την επιστήμη, τις ειδήσεις, τα ντοκιμαντέρ, τα μυθιστορήματα και τις ταινίες καταστροφής. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν τις δικές τους αντιλήψεις για τις θαλάσσιες καταστροφές, οι οποίες μεταλαμπαδεύονταν από γενιά σε γενιά.
Ίσως η πρώτη περιγραφή ενός τσουνάμι προέρχεται από την Ιλιάδα του Ομήρου, το 700 π.Χ. περίπου. Ο Όμηρος μας λέει ότι οι Έλληνες είχαν χτίσει ένα πανίσχυρο τείχος για να προστατεύσουν τα πλοία τους, τα οποία είχαν τραβηχτεί στην παραλία της Τροίας. Μετά από 10 χρόνια πολιορκίας, ο Έκτορας, ήρωας των Τρώων, σκοτώθηκε και η Τροία λεηλατήθηκε. Οι Έλληνες, νικητές, επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και έφυγαν. Τότε ο Δίας, ο Απόλλωνας και ο Ποσειδώνας αποφάσισαν να σβήσουν όλα τα ίχνη του ελληνικού τείχους - ο Απόλλωνας έστρεψε τα ποτάμια εναντίον του, ο Δίας έφερε ακατάπαυστη βροχή, και ο Ποσειδώνας, «ο κοσμοσείστης», κρατώντας την τρίαινά του στα χέρια σκόρπισε πάνω στα κύματα ολόκληρο το τείχος, που οι Αχαιοί είχαν ορθώσει με κόπο, και τα έκανε όλα λεία των ρευμάτων του Ελλήσποντου, «και κάλυψε πάλι τη μεγάλη ακτή με άμμο, όταν σαρώθηκε το τείχος». Τι προκάλεσε αυτόν τον θεϊκό αποκαθαρμό του τόπου; Σύμφωνα με το έπος, όταν οι Έλληνες έχτισαν το τείχος, δεν είχαν κάνει τις δέουσες θυσίες στους θεούς - και, μολονότι το τείχος άντεξε κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι θεοί τελικά το αφάνισαν.
Ένας άλλος αρχαίος ελληνικός μύθος, που καταγράφηκε σε μια συλλογή ιστοριών που ονομάζεται «Βιβλιοθήκη» της Ελληνικής Μυθολογίας και αποδίδεται στον Απολλόδωρο του 2ου αιώνα π.Χ., αναφέρεται επίσης σε μια καταστροφή φερμένη από τη θάλασσα.
Στην ιστορία του Περσέα και της Ανδρομέδας, ο Περσέας, "φτάνοντας στην Αιθιοπία, η οποία κυβερνιόταν από τον Κηφέα ... βρήκε την κόρη του βασιλιά Ανδρομέδα έτοιμη να την καταπιεί ένα θαλάσσιο τέρας- γιατί η Κασσιόπεια, η σύζυγος του Κηφέα, είχε ισχυριστεί ότι ανταγωνιζόταν σε ομορφιά τις Νηρηίδες ... Οι Νηρηίδες εξοργίστηκαν από αυτό, και ο Ποσειδώνας, που συμμεριζόταν την οργή τους, προκάλεσε κατακλυσμό κι έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας για σωφρονισμό ..." Η ιστορία του Περσέα και της Ανδρομέδας ήταν αρχαία και δημοφιλής- η διάσωση της Ανδρομέδας απεικονίζεται σε ένα κορινθιακό αγγείο του 6ου αιώνα π.Χ. και επισης και σε μια πομπηιανή τοιχογραφία, αιώνες αργότερα.
Αυτές οι ιστορίες δεν ήταν σκέτη φαντασία. Έχουν τις ρίζες τους στην παρατήρηση πραγματικών φυσικών φαινομένων - σεισμών και πλημμυρών που προκαλούνται από κύματα ή τσουνάμι. Ακόμη και οι ήρωες, οι γίγαντες και τα τέρατα, είχαν πάρει μορφή στη φαντασία των ανθρώπων, από την ανακάλυψη και παρατήρηση ασυνήθιστων οστών αρχαίων ζώων, τα οποία συχνά αποθηκεύονταν σε ναούς. Τέτοια φυσικά φαινόμενα έπρεπε να γίνουν αντιληπτά από τους ανθρώπους και ατομικά και κοινωνικά. Ένας τρόπος με τον οποίο μπόρεσαν να νοηματοδοτηθούν ήταν μέσω της θρησκευτικής ερμηνείας.
Ο φιλόσοφος Δημόκριτος (περ. 420 π.Χ.) υποστήριξε, σύμφωνα με τον Σέξτο τον Εμπειρικό, ότι οι θεοί είχαν δημιουργηθεί στην αρχαιότητα επειδή «οι άνθρωποι φοβόντουσαν τα ουράνια φαινόμενα, όπως οι κεραυνοί και οι αστραπές, και φαντάζονταν ότι οι θεοί ήταν υπεύθυνοι γι' αυτά τα πράγματα» - και για τους Έλληνες γενικά, ότι «ολόκληρη η ... αντίληψη του κόσμου επηρεάστηκε από θρησκευτικές ιδέες». Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι σεισμοί, οι πλημμύρες και τα καταστροφικά κύματα εξηγούνταν ως θεϊκή δράση και απόρροια της σχέσης των θεών με τους ανθρώπους. Η σύνδεση μεταξύ των σεισμών και της θάλασσας γίνεται σαφής όταν σκεφτεί κανείς το θεό της θάλασσας, τον Ποσειδώνα. Ο Ποσειδώνας λατρευόταν τουλάχιστον από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (περ. 1600-1200 π.Χ.) έως τις μεταγενέστερες ημέρες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας - πάνω δηλαδή από 1.500 χρόνια.
Οι αναφορές σε αυτά τα φυσικά φαινόμενα δεν εξαντλούνται στους μύθους. Βρίσκονται επίσης στα έργα των πρώτων ιστορικών. Ο Ηρόδοτος, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., έμεινε στην ιστορία ως ο ιστορικός των πολέμων μεταξύ Ελλήνων και Περσών, αλλά το έργο του περιλαμβάνει συναρπαστικές λεπτομέρειες για τα ήθη και τα έθιμα διαφόρων λαών, καθώς και θεωρητικές απόψεις για τον φυσικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των πηγών του Νείλου. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι μετά τις ελληνικές νίκες το 479 π.Χ., στις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης, ο Πέρσης στρατηγός Αρταβάζος συνόδευσε τον βασιλιά Ξέρξη πίσω στη χώρα του, διασχίζοντας τη Βόρεια Ελλάδα, τον Ελλήσποντο και την Ανατολία. Οι κάτοικοι της Ποτίδαιας, μιας πόλης στη βόρεια ακτή του Αιγαίου, εξεγέρθηκαν εναντίον των Περσών και ο Αρταβάζος αποφάσισε να κλείσει το θέμα, πολιορκώντας την πόλη. Μετά από τρεις μήνες, μας λέει ο Ηρόδοτος, συνέβη κάτι πρωτόγνωρο:
μια μεγάλη άμπωτη στη θάλασσα κράτησε για ώρα πολλή και όταν οι ξένοι είδαν ότι η θάλασσα είχε μετατραπεί σε ρηχό έλος, ετοιμάστηκαν να τη διασχίσουν με το πόδια, για να φτάσουν στην Παλλήνη. Όταν, όμως, είχαν διασχίσει περπατητά τα δύο πέμπτα της απόστασης και απέμεναν τρία ακόμη για να φτάσουν στην Παλλήνη, σηκώθηκε μια μεγάλη πλημμύρα, μεγαλύτερη, όπως λένε οι κάτοικοι του τόπου, από κάθε άλλη που είχε προηγηθεί ποτέ. Όσοι δεν ήξεραν να κολυμπούν πνίγηκαν, και όσοι ήξεραν σκοτώθηκαν από τους Ποτιδαιάτες, που τους προλάβαιναν εν τω μεταξύ με βάρκες. Οι Ποτίδαιοι λένε ότι η αιτία της μεγάλης πλημμύρας και του αφανισμού των Περσών έγινε γιατί οι Πέρσες είχαν βεβηλώσει το ναό του Ποσειδώνα που βρισκόταν στα προάστια της πόλης.
Αυτό που περιγράφει ο Ηρόδοτος είναι βεβαίως ένα τσουνάμι: η θάλασσα υποχώρησε, αποκαλύπτοντας το έδαφος, και στη συνέχεια πλημμύρισε ξανά πολύ ψηλότερα από το συνηθισμένο, πνίγοντας όσους βρίσκονταν εκεί, επι τόπου. Πρόσφατα, μια ομάδα ερευνητών που μελετά τον τόπο κοντά στην αρχαία Ποτίδαια βρήκε απτά στοιχεία για το τσουνάμι αναλύοντας εργαστηριακά στοιχεία ύλης που προέρχονται από την περιοχή― κεραμικά και θαλάσσια όστρακα που πιθανόν ξεβράστηκαν στην ενδοχώρα από το μεγάλο κύμα.
Στα τέλη του 5ου αιώνα, ο Θουκυδίδης έγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, στον οποίο συμμετείχε ως στρατηγός με το μέρος της Αθήνας. Στο τρίτο βιβλίο του, μας διηγείται την ιστορία του πελοποννησιακού στρατεύματος που επιχειρεί να εισβάλει στην Αττική το 426 π.Χ., αλλά υποχωρεί εξαιτίας μιας σειράς σεισμών. Χρόνια νωρίτερα, το 464 π.Χ., η τάξη των Σπαρτιατών δούλων, οι Είλωτες, είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρεία να στασιάσουν, όταν ένας ισχυρός σεισμός έπληξε τη Σπάρτη. Και αυτή τη φορά, οι σεισμοί συνοδεύτηκαν από τσουνάμι σε τουλάχιστον δύο μέρη της Ελλάδας, τα οποία περιγράφει ο Θουκυδίδης:
Περίπου την ίδια εποχή που οι σεισμοί αυτοί ήταν τόσο συχνοί, η θάλασσα στις Ορόβιες, στην Εύβοια, αποτραβήχτηκε από την τότε ακτογραμμή, και ξαναγύρισε με ένα πελώριο κύμα που κατέκλυσε μεγάλο μέρος της πόλης και υποχώρησε αφήνοντας ένα μέρος της σκεπασμένο ακόμα κάτω από το νερό- έτσι ώστε αυτό που κάποτε ήταν στεριά, τώρα είναι θάλασσα- όσοι από τους κατοίκους δεν μπόρεσαν να τρέξουν έγκαιρα στο ψηλότερο σημείο, χάθηκαν. Παρόμοια πλημμύρα σημειώθηκε και στο Αταλαντονήσι, απέναντι από την Λοκρική ακτή, στην Εύβοια, ρημάζοντας μέρος του αθηναϊκού φρουρίου και καταστρέφοντας ένα από τα δύο πλοία που ήταν τραβηγμένα στην ακτή.
Περίπου 50 χρόνια μετά τις Ορόβιες και το Αταλαντονήσι, η Ελίκη καταστράφηκε. Η Ελίκη ήταν παλιά και σημαντική πόλη, που βρισκόταν σε ένα εύφορο δέλτα στη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, ανάμεσα στον Σελινούντα και τον Κερυνίτη ποταμό. Ήταν η κορυφαία πόλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας, μιας συνομοσπονδίας πόλεων-κρατών, και αποτελούσε για αιώνες σημαντικό κέντρο λατρείας του Ποσειδώνα. Ο Όμηρος αναφέρει "τα πολλά και πλούσια αφιερώματα" που προσφέρονταν στον "κοσμοσείστη" στην Ελίκη, ενώ οι αρχαιολόγοι έχουν βρει ίχνη ενός ιερού που χρονολογείται από το 700 π.Χ. περίπου. Η μόνη σύγχρονη πηγή που διασώζεται είναι ο Αριστοτέλης, ο οποίος αναφέρει ελάχιστα πράγματα εκτός από το ότι υπήρξε ένας σεισμός που ακολουθήθηκε από κύμα. Η επόμενη πηγή που διαθέτουμε είναι ένας άλλος ιστορικός, ο Πολύβιος (περίπου 200-118 π.Χ.), ο οποίος σημειώνει ότι η Ελίκη είχε "κατακλυστεί από τη θάλασσα". Αλλά κατοπινότερες πηγές έχουν να πουν πολύ περισσότερες λεπτομέρειες.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (περ. 80-20 π.Χ.) περιγράφει πως ένας σεισμός έπληξε νύχτα την Πελοπόννησο και σκότωσε πολλούς ανθρώπους, ιδίως στην Ελίκη και τη Βούρα. Οι επιζώντες αντιμετώπισαν έναν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο, όταν "η θάλασσα ανασηκώθηκε σε τεράστιο ύψος και ένα κύμα που ορθώθηκε ακόμη πιο ψηλά παρέσυρε και αφάνισε όλους τους κατοίκους και τους τόπους τους". Τόνισε την τεράστια κλίμακα αυτών των δύο φυσικών καταστροφών, γράφοντας ότι "ποτέ στις προηγούμενες περιόδους δεν είχαν συμβεί τέτοιες καταστροφές στις ελληνικές πόλεις, ούτε είχαν εξαφανιστεί πόλεις ολάκερες μαζί με τους κατοίκους τους ως αποτέλεσμα κάποιας θεϊκής δύναμης που προκάλεσε καταστροφή και ερήμωση στην ανθρωπότητα". Αυτό είχε συμβεί τρεις αιώνες πριν από τη δική του εποχή.
Ο Έλληνας γεωγράφος Στράβων (64 π.Χ.-23 μ.Χ.) διέσωσε μερικά αποσπάσματα από δύο παλαιότερες πηγές σχετικά με την καταστροφή. Αναφέρει τον σύγχρονό του Ηρακλείδη να λέει ότι "ο κατακλυσμός έγινε μια νύχτα στα δικά του χρόνια και, παρόλο που η πόλη απείχε 12 στάδια από τη θάλασσα, ολόκληρη αυτή η περιοχή μαζί κι η πόλη κρύφτηκαν δια παντός από τα μάτια των ανθρώπων". Ο Ηρακλείδης πρόσθεσε ότι οι 2.000 άνδρες που έστειλαν οι άλλοι Αχαιοί για να βοηθήσουν, δεν μπόρεσαν να ανασύρουν κανένα πτώμα από την Ελίκη. Και ο Ερατοσθένης περιέγραψε πώς "είδε ο ίδιος τον τόπο, και ότι οι περατάρηδες λένε ότι υπήρχε εκεί στητός ένας Ποσειδώνας χάλκινος στο στενό, κρατώντας στο χέρι του έναν ιπποκάμπο, ένα αλογάκι της Παναγιάς, που ήταν επικίνδυνο σε όσους τόλμαγαν να ψαρέψουν με δίχτυα".
Τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο Παυσανίας διηγήθηκε επίσης την ιστορία της Ελίκης. Σύμφωνα και με αυτόν, ένας σεισμός και ένα γιγαντιαίο κύμα κατάπιανε την πόλη, τα κτίρια και τους κατοίκους της. Η πόλη βυθίστηκε τόσο βαθιά που μόνο οι κορυφές των δέντρων στο ιερό άλσος του Ποσειδώνα ήταν ορατές. Ανέφερε ότι στην εποχή του δεν έμεινε τίποτα να φαίνεται από την πόλη στη στεριά, αλλά ότι κάποια απομεινάρια ήταν ακόμη ορατά κάτω από το νερό. Αργότερα, ο Έλληνας στρατιωτικός συγγραφέας Αελιανός (περ. 175-235 μ.Χ.) πρόσθεσε μια ακόμη λεπτομέρεια― ότι πέντε ημέρες πριν από τον σεισμό "όλα τα ποντίκια και τα κουνάβια και τα φίδια και οι σαρανταποδαρούσες και τα σκαθάρια και κάθε άλλο πλάσμα αυτού του είδους έφυγαν απ΄την πόλη, κοπαδιαστά, από τον δρόμο που οδηγεί στην Κερύνεια". Οι κάτοικοι της Ελίκης σάστισαν, αλλά δεν ξέρανε τι εξήγηση να δώσουν, γιατί φεύγουν τα ζώα (ο Αελιανός πίστευε ότι τα ποντίκια και οι κουνάβια φεύγουν πριν καταρεύσει ένα κτίριο). Μας λέει επίσης ότι 10 πλοία της Σπάρτης που ήταν αγκυροβολημένα στην Ελίκη καταστράφηκαν κι αυτά.
Τη δεκαετία του 1950, ο Έλληνας αρχαιολόγος Σπυρίδων Μαρινάτος προσπάθησε να βρει τη βυθισμένη πόλη, σκανάροντας αεροφωτογραφίες, μιλώντας με τους ντόπιους και οργανώνοντας ένα πρόγραμμα σάρωσης του βυθού με σόναρ, στον τόπο όπου πιστεύεται ότι βρισκόταν η Ελίκη. Το δέλεαρ της ανεύρεσης μιας "άθικτης" κλασικής πόλης, μιας χρονοκάψουλας που ενδεχομένως εξακολουθούσε να περιέχει πολλούς από τους θησαυρούς της - ενδεχομένως ακόμη και το μεγάλο άγαλμα του Ποσειδώνα - ήταν ακαταμάχητο. Παρά τη φιλότιμη προσπάθειά του, ο Μαρινάτος δεν τα κατάφερε. Όμως άφησε μια υπόνοια σε ένα άρθρο του στο περιοδικό Archaeology, το 1960, ότι η πόλη θα μπορούσε ίσως να ήταν θαμμένη κάτω από τη στεριά και όχι κάτω από τη θάλασσα. Το 1861 είχε βρεθεί στην περιοχή ένα νόμισμα που είχε κοπεί στην Ελίκη― στοιχείο το οποίο ταίριαζε με το σενάριο αυτό.
Το 1988, τα μέλη του Helike Project, αφού δεν βρήκαν τίποτα κάτω από τη θάλασσα, άρχισαν να κάνουν γεωτρήσεις στην πεδιάδα μεταξύ του Σελινούντα και του Κερυνίτη. Ανάμεσα στο 1991 και το 2002, διενήργησαν 99 γεωτρήσεις σε μέσο βάθος 16 μέτρων. Σε εννέα τοποθεσίες, ακολούθησαν ανασκαφές. Αυτή τη φορά, η ομάδα βρήκε υλικό της κλασικής περιόδου - κεραμικά, τοίχους, κεραμίδια στέγης και νομίσματα. Βρέθηκαν ίχνη θαλάσσιας μικροπανίδας και ένα εδάφη από χαλίκια που κάλλιστα θα μπορούσαν να έχουν αποτεθεί εκεί από ένα γιγαντιαίο κύμα. Είχε βρεθεί η Ελίκη - ή τουλάχιστον κάποια μικροσκοπικά της τμήματα.
Όμως οι επικεφαλής της ομάδας, η Δώρα Κατσωνοπούλου και ο Στίβεν Σότερ, δεν ήταν ακόμη σίγουροι ότι τα στοιχεία τους είναι επαρκή για να αποδείξουν ότι ένας σεισμός και ένα τσουνάμι πράγματι κατέστρεψαν την πόλη. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2011 στο διεθνές περιοδικό Geoarchaeology, ανέφεραν: «ενώ τα ιστορικά στοιχεία για τον σεισμό και το τσουνάμι το 373 π.Χ. είναι ισχυρά, τα στοιχεία που βασίζονται στη στρωματογραφία και την αρχαιολογική ανασκαφή είναι απλές ενδείξεις».
Η περιοχή όπου βρισκόταν η Ελίκη είναι ευεπίφορη σε αλλαγές ως προς τη σύσταση του εδάφους. Το ρήγμα της Ελίκης χωρίζει στα δύο τα βουνά: σε ένα γεωλογικό μπλοκ στα νότια από τη μια μεριά και το δέλτα στα βόρεια από την άλλη. Οι σεισμοί έχουν ως αποτέλεσμα την ανύψωση των βουνών και την καθίζηση του δέλτα. Ένας ντόπιος είχε πει στον Μαρινάτο για έναν αμπελώνα που αρχικά βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα, αλλά λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε 90 μέτρα στην ενδοχώρα. Είναι πιθανό το νότιο τμήμα του τόπου να πιέστηκε προς τα κάτω και το βόρειο τμήμα, η ακτογραμμή, να πιέστηκε προς τα πάνω. Ταυτόχρονα, οι ποταμοί Σελινούντας και Κερυνίτης έχουν κατά καιρούς διαφοροποιήσει την κοίτη τους - φουσκώνουν και προκαλούν πλημμύρες, αφήνοντας πίσω της ολοένα νέα ιλύ. Οι σεισμοί μπορούν επίσης να προκαλέσουν καθίζηση του εδάφους, κι έτσι κομμάτια της περιοχής να εξαφανιστούν. Είναι πιθανόν ένας συνδυασμός σεισμών και τσουνάμι, ανύψωσης, καθίζησης και ρευστοποίησης του εδάφους να κατέστρεψε και στη συνέχεια να "κατάπιε" την πόλη. Οι μεταγενέστερες αλλαγές στο τοπίο την έθαψαν έκτοτε περισσότερο. Ωστόσο, σίγουρες ενδείξεις ότι το έδαφος σκεπάστηκα από ένα μεγάλο τσουνάμι ακόμη δεν υπάρχουν.
Μια εναλλακτική θεωρία προτάθηκε το 2020 σε ένα άρθρο στην επιθεώρηση The Holocene από τον Ιωάννη Κουκουβέλα του Πανεπιστημίου Πατρών και συναδέλφους του, συμπεριλαμβανομένης της Κατσωνοπούλου. Ισχυρίστηκε ότι, αντί να έχει κατακλυσθεί από ένα κύμα της θάλασσας, η Ελίκη μπορεί να είχε πλημμυρίσει από την πλευρά της ξηράς. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράξενο αρχικά, αλλά η ιδέα βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά βροχόπτωσης και πλημμύρων στην περιοχή. Στις αρχές του 20ου αιώνα, για παράδειγμα, ένα φυσικό φράγμα είχε σχηματιστεί στον Κράθι ποταμό, δημιουργώντας μια λίμνη μήκους 3 χιλιομέτρων. Τον Ιανουάριο του 1914, το φράγμα διερράγη, προκαλώντας μια πλημμύρα μεγάλου βάθους και μήκους περίπου 13 χιλιομέτρων. Μελετώντας την τοπογραφία και την υδρολογία της περιοχής, καθώς και στοιχεία κατολισθήσεων του παρελθόντος, ο Κουκουβέλας και η ομάδα του ισχυρίζονται ότι ο σεισμός του 373 π.Χ. προκάλεσε τη δημιουργία φυσικών φραγμάτων στην κοιλάδα του Κατούρλα, τα οποία στη συνέχεια υποχώρησαν προκαλώντας πλημμύρες. Ίσως το φονικό κύμα να μην ήταν τελικά τσουνάμι. Ίσως οι ιστορικοί της εποχής ή οι μεταγενέστερες πηγές έχουν παρεξηγήσει τι συνέβη;
Τα φιλοσοφικά έργα του Πλάτωνα, ο Τίμαιος και ο Κριτίας, θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Πρόκειται για τους διαλόγους που αφηγούνται τον μύθο της Ατλαντίδας, ο οποίος είναι εν μέρει ουτοπική φαντασίωση κι εν μέρει πολιτική αλληγορία. Η ιστορία της πτώσης των φανταστικών Ατλάντων είχε σκοπό να λειτουργήσει για παραδειγματισμό: οι Αθηναίοι θα έπρεπε να θυμούνται τις αρετές και τις επιτυχίες του παρελθόντος και να προσέχουν να μην γίνουν υπερβολικά αλαζόνες και πολεμοχαρείς. Ο Πλάτωνας έγραψε ότι:
Υπήρχε ένα νησί ... μεγαλύτερο από τη Λιβύη και την Ασία μαζί- από αυτό οι ταξιδιώτες μπορούσαν ... να φτάσουν στα άλλα νησιά και από αυτά σε ολόκληρη την απέναντι ήπειρο ... σε αυτό το νησί της Ατλαντίδας είχε αναδυθεί μια ισχυρή και ξεχωριστή δυναστεία βασιλιάδων, οι οποίοι κυβερνούσαν ολόκληρο το νησί και πολλά άλλα νησιά επίσης και μέρη της ηπείρου ... Σε μεταγενέστερο καιρό έγιναν σεισμοί και πλημμύρες εξαιρετικά σφοδρές, και μέσα σε μια μόνο φοβερή μέρα και νύχτα ... το νησί της Ατλαντίδας ... καταποντίστηκε από τη θάλασσα και εξαφανίστηκε.
Στο σχόλιό του για τον "Τίμαιο" του Πλάτωνα (1928), ο κλασικιστής Άλφρεντ Τέιλορ θεώρησε ότι η περιγραφή της καταστροφής της Ατλαντίδας "σίγουρα γεννήθηκε στον Πλάτωνα από ένα ανάλογο γεγονός, μικρότερης κλίμακας, που συνέβη κατά τη διάρκεια της ζωής του: Το παλιρροϊκό κύμα που κατέστρεψε τις αχαϊκές πόλεις Ελίκη και Βούρα το 373 π.Χ. ... συνοδευόμενο από έναν βίαιο σεισμό". Αργότερα, τόσο η Phyllis Forsyth στο βιβλίο της Atlantis: The Making of Myth (1980) όσο και ο Richard Ellis στο βιβλίο του Imagining Atlantis (1999) έθεσαν επίσης την Ελίκη ως πιθανή πηγή έμπνευσης για τον Πλάτωνα, αν και η Forsyth θεώρησε ότι η προϊστορική έκρηξη της Θήρας και της μινωικής Κρήτης θα μπορούσαν επισης να είναι τα γεγονόταν που τον ενέπνευσαν.
Αλλά αυτό που συχνά ξεχνιέται όταν μνημονεύεται ο Τίμαιος είναι ότι αναφέρει επίσης ότι τους ενάρετους Αθηναίους στρατιώτες, οι οποίοι μόλις είχαν νικήσει τους επεκτατικούς, φιλοπόλεμους 'Ατλαντες, «άνοιξε η γη και τους κατάπιε» την ίδια στιγμή που βυθίστηκε το νησί― πράγμα δυσεξήγητο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ένας καλός θάνατος αποτελεί θεϊκή ανταμοιβή; Πάντως η αναφορά του Πλάτωνα για τους στρατιώτες που καταπίνονται από θάλασσα και γή, θυμίζει μεν την ιστορία της Ελίκης, αλλά δεν ενέχει την ισχύ της μαρτυρίας. Το όνομα Ατλαντίδα θα μπορούσε να προέρχεται επίσης από το Αταλαντονήσι, που λέγαμε παραπάνω, το οποίο επίσης χτυπήθηκε από ένα μεγάλο κύμα. Αυτά τα γεγονότα πιθανόν αποτέλεσαν τροφή για τον Πλάτωνα, πολύ περισσότερο από την μακρινή ανάμνηση της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας, πάνω από μια χιλιετία πριν.
Οι Ατλαντες τιμωρήθηκαν για τον πόθο τους να κατακτήσουν ξένες χώρες και να υποδουλώσουν βάναυσα τους ανθρώπους και ηττήθηκαν από τους ενάρετους Αθηναίους. Ένα παρόμοιο θέμα θεϊκής τιμωρίας - ή δικαιοσύνης - διαπερνά τις αρχαίες ερμηνείες για τους σεισμούς και τα τσουνάμι. Όπως αναφέρθηκε, οι Ποτίδαιοι και ο Ηρόδοτος θεωρούσαν τον Ποσειδώνα υπαίτιο για τους θανάτους των ιερόσυλων Περσών. Ο Ποσειδώνας είχε προκαλέσει το τσουνάμι ως τιμωρία για τις περσικές ασέβειες. Πριν κατακρίνουμε τον Ηρόδοτο ή τους Ποτίδαιους ως ιδιαίτερα αφελείς και θρησκόληπτους, ας αναλογιστούμε ότι ακόμη και σήμερα πολλοί άνθρωποι ερμηνεύουν τις φυσικές καταστροφές μέσα από το πρίσμα της θρησκείας, συμπεριλαμβανομένων πολλών θυμάτων του τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό το 2004.
Αρκετές πηγές ισχυρίζονται ότι οι πολίτες της Ελίκης προκάλεσαν οι ίδιοι καταστροφή τους, επειδή εμπόδισαν μια ομάδα συμμάχων τους από την Ιωνία να λατρέψουν τον Ποσειδώνα στο ιερό της πόλης. Ο Παυσανίας εξηγεί πώς "η οργή του Ποσειδώνα ενέσκηψε χωρίς την παραμικρή αναβολή". Δύο αποδείξεις ότι ο Ποσειδώνας ήταν υπεύθυνος, σημείωσε και ο Διόδωρος: "Πρώτον, είναι σαφές ότι ο θεός αυτός κυβερνά πλημμύρες και σεισμούς, και δεύτερον είναι πίστη παλιά ότι η Πελοπόννησος είναι η κατοικία του Ποσειδώνα".
Ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος (43 π.Χ.-17 μ.Χ.) ενσωμάτωσε τις θεωρίες του Πυθαγόρα (περ. 570-495 π.Χ.) για τις αλλαγές του κόσμου στις Μεταμορφώσεις του:
Ολα αλλάζουν, λέει:
Έχω δει τον ωκεανό να γίνεται στεριά- και τα κοχύλια της θάλασσας συχνά τα βρίσκεις μακριά από την ακτή- και σε μια βουνοκορφή βρίσκεις μια σκουριασμένη άγκυρα προαιώνια ... Σε βαθιούς σεισμούς της γης ποτάμια αναβλύζουν ή, στεγνώνοντας, χάνονται απ' τα μάτια σου ... Η θάλασσα κάποτε έζωνε την Άντισσα, την Τύρο και την αστραφτερή Φάρο: κανένα δεν υπάρχει τώρα νησί. Η Λευκάδα, λέγανε οι πρώτοι που πάτησαν το πόδι τους εκεί, ήταν κάποτε ακρωτήριο- τώρα τα κύματα την περιβάλλουν. Και η Ζάγκλη, λένε, ήταν ενωμένη με την Ιταλία κάποτε, μέχρι που ο ωκεανός έσκισε το σύνορό τους κι έκοψε τη γη. Και αν ρωτήσετε για τη Βούρα και την Ελίκη, κάποτε πόλεις της Αχαΐας, βρίσκονται κάτω από τα κύματα- οι ναυτικοί εξακολουθούν να δείχνουν τις πλαγιασμένες πόλεις και τις βυθισμένες πολεμίστρες.
Το κεφάλαιο του Αριστοτέλη στα Μετεωρολογικά για τους σεισμούς και τα αίτιά τους αρχίζει με τη σύνοψη τριών απόψεων, του Αναξιμένη (περ. 586-528 π.Χ.), του Αναξαγόρα (περ. 500-428 π.Χ.) και του Δημόκριτου. Ο Αναξιμένης πίστευε ότι οι σεισμοί συνέβαιναν κατά τη διάρκεια ξηρασίας ή ισχυρών βροχών και τους συνέδεε με την ξήρανση ή την εφύγρανση της γης. Ο Αναξαγόρας ισχυριζόταν ότι οι σεισμοί συνέβαιναν όταν ο αέρας προσπαθούσε να απελευθερωθεί μέσα από το υπέδαφος της γης, αλλά εμποδιζόταν από την υγρασία - το βρεγμένο από τη βροχή έδαφος. Ο Δημόκριτος, από την άλλη πλευρά, πίστευε ότι η γη γέμιζε με νερό και όχι με αέρα και υποστήριζε ότι η προσπάθεια της περίσσειας βροχής να βγει από το υπέδαφος προκαλούσε σεισμούς, όπως και η εισροή νερού όταν μια έκταση εδάφους είχε στεγνώσει.
Ο Αριστοτέλης διαφώνησε με όλες αυτές τις θεωρίες, υποδεικνύοντας ότι οι ιδέες του Αναξιμένη δεν ταίριαζαν με τα υπάρχοντα στοιχεία για το πού και πότε συνέβαιναν σεισμοί. Ο Αριστοτέλης επιχείρησε τη δική του εξήγηση για τους σεισμούς και τα τσουνάμι: τον άνεμο. Για να αποδείξει τη θεωρία του στηρίχθηκε στην ύπαρξη υπόγειων βουητών στα μέρη που συνέβαιναν σεισμοί, στη διόγκωση και διάρρηξη της γης και στο ξέσπασμα των ανέμων. Τα τσουνάμι, υποστήριξε, προκαλούνταν από:
μια αντίθεση των ανέμων ... όταν ο άνεμος που προκαλεί τον σεισμό δεν μπορεί να διώξει εντελώς τη θάλασσα που οδηγείται μέσα από έναν άλλο άνεμο, αλλά την ωθεί πίσω και τη συσσωρεύει μέχρι να συγκεντρωθεί μια μεγάλη μάζα. Τότε, αν ο πρώτος άνεμος υποχωρήσει, ολόκληρη η μάζα οδηγείται μέσα από τον αντίθετο άνεμο και σπάει στην ξηρά και προκαλεί πλημμύρα.
Για τον Αριστοτέλη, ο άνεμος ήταν η βασική αιτία της καταστροφής της Ελίκης. Οι σεισμοί και τα τσουνάμι ήταν γι' αυτόν απόρροια φυσικών διεργασιών και δεν τα προκαλούσαν (τουλάχιστον άμεσα) οι θεοί. Την εξήγησή του εγκολπώθηκε και ο Ρωμαίος φιλόσοφος και ποιητής Λουκρήτιος (περίπου 100-50 π.Χ.) στο έργο του Περί Φύσεως.
Ο Διόδωρος και ο Στράβων επισημαίνουν το ζωηρό ενδιαφέρον των ανθρώπων της αρχαιότητας για την κατανόηση των σεισμών και των τσουνάμι, ενώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλες πηγές στη συζήτησή μας, όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και ο Σενέκας. Ορισμένοι μελετητές συνέταξαν ακόμη και καταλόγους των σεισμών στην αρχαία Ελλάδα, όπως αυτός του Δημητρίου του Καλλάτη (3ος αιώνας π.Χ.), που αναφέρεται και από τον Στράβωνα. Δυστυχώς, δεν έχουν διασωθεί― θα αποτελούσαν σημαντικές πηγές για τους σεισμούς στην αρχαιότητα. Ο ονειροκρίτης Αρτεμίδωρος (περίπου το 200 μ.Χ.) μας λέει ότι το κούνημα της γης στα όνειρά σου, σήμαινε το κούνημα της ζωής ενός ανθρώπου: όσο πιο έντονος ήταν ο τρόμος, τόσο χειρότερο ήταν το προμήνυμα, αν και για τους οφειλέτες ή τους μετανάστες θα μπορούσαν να είναι θετικά σημάδια απελευθέρωσης από δύσκολες καταστάσεις.
EXOYN ΓΙΝΕΙ πολλές καταστροφές στον αρχαίο κόσμο. Η Ελίκη και η Bούρα ξεχωρίζουν όμως, γιατί εξαφανίστηκαν από το χάρτη. Ολοσχερώς; Οχι. Η αρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της Ελίκης δείχνει ότι η πόλη δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς το 373 π.Χ.. Υπάρχουν μεταγενέστερα στρώματα καταστροφής και νομίσματα που κόπηκαν λίγο μετά το 373 π.Χ., τα λείψανα ενός ελληνιστικού ναού, καθώς και ρωμαϊκά λείψανα, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου δρόμου. Θα μπορούσε, όπως πιστεύουν ορισμένοι από τους ερευνητές, η καταστροφή να μην ήταν τόσο μεγάλη όσο υποδηλώνουν τα κείμενα και οι άνθρωποι να συνέχισαν να ζουν στο εύφορο δέλτα. Ίσως η καταστροφή των δύο πόλεων να έγινε ένας θρύλος της εποχής, όπως είναι για εμάς σήμερα η Πομπηία. Ίσως μάλιστα να έγινε κάτι σαν σύμβολο παραδειγματισμού για τους καλλιεργημένους ανθρώπους της εποχής, να αναστοχαστούν τη φύση της ζωής ή να εξηγήσουν «επιστημονικά» τη λειτουργία της φύσης.
Τι ακριβώς συνέβη στην αρχαία Ελίκη δεν είναι σαφές, παρά τα 50 και πλέον χρόνια έρευνας από αρχαιολόγους και γεωλόγους. Μπορούμε όμως να είμαστε σίγουροι ότι υπήρξε μια καταστροφή που ισοπέδωσε την πόλη και αφάνισε πολλούς κατοίκους. Σύγχρονες καταστροφές όπως το τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό μπορούν να μας δείξουν τι ακριβώς σημαίνει μια τέτοια εμπειρία - τον τρόμο, το κόστος σε ανθρώπινες ζωές και τα επακόλουθα - καθώς και να μας καταδείξουν πώς αντιδρούν οι άνθρωποι σε τέτοια γεγονότα, ακόμη και το πώς μπορεί τελικά να ανακάμψουν από αυτά.
Το ντοκιμαντέρ του BBC για την αρχαία Ελίκη