Χθες το βράδι είδα τον Ξένο. Η παράσταση επαναλαμβάνεται στο θέατρο Θησείον, έτσι εύχομαι να την έχουν δει μέχρι τώρα πολλοί και να τη δουν ακόμα περισσότεροι.
Παρόλο που, όπως παρατήρησα χθες, το πρώτο κομμάτι του έργου συγκίνησε ή μίλησε στο κοινό για κάτι περίπου γνωστό –όσο γνωστό μπορεί να είναι το τράφικινγκ- το δεύτερο κομμάτι τους άφησε αμήχανους.
Οι διπλανοί μου θεατές στην παράσταση, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του κοινού, δε είμαστε νέοι, έχουμε κάπως περπατήσει μέσα στην ιστορία και στην παθογένεια μιας Ελλάδας, η οποία μέσα σε μισό αιώνα –τον τελευταίο- έχει μεταμορφωθεί πολλές φορές.
Ετσι, πήρε μόνο δευτερόλεπτα για να γίνει κατανοητό το τι κρύβεται πίσω από την χοντράδα του πρώτου αστείου για τους «ξενέρωτους» Ευρωπαίους. Το γέλιο στην αίθουσα κόπηκε.
Γιατί κάτω ακριβώς από αυτό το πρώτο αστείο ξεπήδησε το πρώτο κύμα βίας.
Η οποία μπορεί να είναι επίκαιρη λόγω "επικαιρότητας", αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ παλιά. Απλώς εθελοτυφλούσαμε στο ολοφάνερο. Στην βλακεία του να είμαστε αδικαιολόγητα υπερήφανοι.
Ο Ξένος είναι η παράσταση η οποία προκύπτει από τη σύνθεση δυο έργων. Γράφτηκαν ως ανάθεση από το Εθνικό θέατρο, το οποίο συμμετείχε στο πρόγραμμα Emergency Entrance.
Ο Γιάννης Τσίρος έχει γράψει την «Αόρατη Ολγα», το πρώτο έργο της παράστασης, η Λένα Κιτσοπούλου το «Αουστρας ή Η Αγριάδα».
Στην πρώτη ιστορία ένα κορίτσι 18 ετών με το ποιητικό όνομα Ολγα, Ιρίνα, Νόρα, Τατιάνα, φυλακισμένο σε ένα δυάρι μιας γειτονιάς εκπορνεύεται μέχρις εξάντλησης. Μέχρι να χάσει το τελευταίο ίχνος κάθε ανθρώπινου συναισθήματος.
Στην αποκτήνωση της αυτή, σωματική και συναισθηματική συμμετέχουν όλοι. Ο έμπορος, ο αστυφύλακας, ο δικηγόρος, ο γιατρός, ο οικογενειάρχης, ο κάθε μέσος Ελληνας που διαθέτει για την ερωτική του ικανοποίηση 20 ή 50 ευρώ.
Το τράφικινγκ στο έργο του Γιάννη Τσίρου είναι μια ιστορία που πέρασε παράνομα τα σύνορα όπως η πρωταγωνίστρια και κατοικεί ως ιδέα στο διπλανό διαμέρισμα.
Είναι ένα έργο πυκνό, ποιητικό και αιχμηρό, πολύ συγκεκριμένο, με πρόσωπα διαυγή. Αφήνει στο τέλος τη γεύση που ξέρεις εξαρχής ότι θα έχεις. Το στυφό, το αδικαίωτο, το ανίσχυρο.
Στην αληθινή ζωή, -το έργο βασίστηκε σε ντοκουμέντα-, η Ολγα, δε δικαιώθηκε ποτέ. Ακόμα και όταν είχε το θάρρος να καταγγείλει τους μαστροπούς της. Οι θύτες αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών. Η πόρνη δεν έχει λόγο, τιμή, όρκο και αξιοπρέπεια.
Δεύτερο μέρος, η Αγριάδα.
Η Αγριάδα, το έργο που έγραψε η Λένα Κιτσοπούλου, είναι μια απίστευτα ενοχλητική παράσταση, γιατί ο Ελληνας, το Ελληνάκι, ο Ελληνάρας που περιγράφει, δεν έρχεται από τη μεγάλη σχολή του καραγκιόζη, του μικροαπατεώνα του Κεχαΐδη και των ελληνικών ταινιών, αλλά κατευθείαν από ένα γειτονικό, μπορεί το δικό μας σαλόνι.
Η ιστορία είναι αρχικά διασκεδαστική. Τρεις νέοι άνθρωποι καλούν έναν τουρίστα που γνωρίζουν στο δρόμο, στο σπίτι τους, για να περάσουν μαζί το βράδι. Για να δείξουν ότι είναι φιλόξενοι. Για να του χαρίσουν ένα βιβλίο με την Ακρόπολη και να του δείξουν πόσο υπερήφανοι είναι. Ως Ελληνες. Στην ουσία, για να σκοτώσουν την ώρα τους. Επειδή βαριούνται.
Οι τρεις βαθιά αμόρφωτοι και βλάκες πρωταγωνιστές κοροϊδεύουν και βασανίζουν απίστευτα έναν αφελή, ανίσχυρο, ευγενή και ανυποψίαστο τουρίστα. Εναν ανυποψίαστο άνθρωπο. Ασκούν επάνω τους κάθε είδους βία. Λεκτική και σωματική. Επικαλούμενοι το ένδοξο ελληνικό παρελθόν μας.
Ο Ελληνας της Αγριάδας κουβαλάει την ταπείνωση που υφίσταται από το σύστημα, στη δημιουργία του οποίου έχει συμβάλει, πακέτο με την αμορφωσιά. Κουβαλάει την υποταγή στον εργοδότη και την πεθερά του, κάτι που δε μπορεί να βολέψει με τη λεβεντιά που του υπαγορεύεται να έχει. Είναι μια κινούμενη απειλή, μια βραδυφλεγής βόμβα βίας.
Με αυτό το έργο, για μένα, ανοίγει ένας φάκελος στο ελληνικό θέατρο με ένα θέμα ταμπού. Ο μέσος φασίστας Έλληνας. Ο αφιλόξενος, ο σκατόμαγκας, ο κρυφοβίαιος, ο σεξιστής, ο ομοφοβικός, ο θρασύδειλος ανιστόρητος λεβέντης που αγνοεί παντελώς την ιστορία την οποία επικαλείται για να καταδείξει την ανωτερότητά του. Οπως επικαλείται τον Παρθενώνα στον οποίο δεν πήγε ποτέ, τα Μάρμαρα, τα οποία δεν ξέρει ποια ακριβώς είναι και όλη την αίγλη της φυλής πριν από 25 αιώνες.
Αυτά τα δυο έργα -με εντελώς διαφορετική γραφή και δομή-, ανοίγουν ένα παράθυρο στην κοινωνία, την ιδεολογία και την πολιτική, σπάνε τα όρια των υπαρξιακών προβλημάτων των ηρώων και δείχνουν ότι το ελληνικό έργο μπορεί να είναι ώριμο, σύγχρονο και ολοκληρωμένο, στοχαστικό και βαθιά ανθρωποκεντρικό.
Η σκηνοθεσία της Αόρατης Ολγας είναι του Γιώργου Παλούμπη και της Αγριάδας του Γιάννη Καλαβριανού.
Με τέσσερις εξαιρετικούς ηθοποιούς: τη Λένα Παπαληγούρα, τον Γρηγόρη Γαλάτη, τον Βασίλη Καραμπούλα και τον Γιωργή Τσουρή.
*****
σχόλια