Στα τέλη του 1988, η Ελλάδα συνταρασσόταν από το σκάνδαλο Κοσκωτά. Το ιστορικό περιοδικό της Αριστεράς «Αντί» βγήκε με πηχιαίο τίτλο «Κυβέρνηση Απατεώνων» και εκατονταπλασίασε την κυκλοφορία του. Ήταν η εποχή που ενώ ο υπόλοιπος πλανήτης παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα το ανατολικό μπλοκ –τον «υπαρκτό σοσιαλισμό»- να βαίνει προς κατάρρευση, εμείς εδώ ασχολούμασταν με την άφθονη διούρηση του Ανδρέα Παπανδρέου στο Χέρφηλντ, με το νεύμα του προς την Δήμητρα Λιάνη και με τις λοβιτούρες του Μένιου Κουτσόγιωργα, που τον οδήγησαν απ’τον προθάλαμο της εξουσίας στο ειδικό δικαστήριο και από εκεί στον τάφο.
Ήταν μια εποχή υποκλοπών, λασπόλουτρων, χυδαιότητας, αυριανισμού, ανώδυνη όμως για το πορτοφόλι του πολίτη. Ούτε το κράτος είχε χρεοκοπήσει, ούτε είχε έρθει κάποια ξένη τρόικα για να βάλει τους Έλληνες στο κρεββάτι του Προκρούστη. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κέρδισε παρά ταύτα τις εκλογές εμφανιζόμενος ως Αρχάγγελος της Κάθαρσης, υποσχόμενος την ηθική αναγέννηση της πατρίδας. Στη βάση αυτή συνεργάστηκε μαζί του ο Συνασπισμός του Χαρίλαου Φλωράκη και του Λεωνίδα Κύρκου και σχημάτισαν την πρώτη συγκυβέρνηση της Μεταπολίτευσης.
Όταν –είκοσι χρόνια αργότερα- θερίσαμε ό,τι σπερνόταν από το 1974, όταν η Ελλάδα έσκασε στα βράχια και φόρεσε το σκάφανδρο του Μνημονίου, η ενστικτώδης, στεντόρεια κραυγή των αγανακτισμένων ήταν «Φέρτε Πίσω τα Κλεμμένα!». «Όλοι μαζί τα φάγαμε» απάντησε ο Θεόδωρος Πάγκαλος και έγινε προσώρας ο αντιπαθέστερος πολιτικός.
Η αντιπολίτευση αντιλήφθηκε την λαμπρή ευκαιρία και επένδυσε πάνω στο ηθικό της πλεονέκτημα. Ο Σύριζα εκτινάχθηκε όχι επειδή παρουσίασε μια πειστική εναλλακτική αλλά γιατί σήκωσε τη σημαία του αδιάφθορου, του άμωμου, του αντισυστημικού. «Εμείς θα αντιμετωπίσουμε τους Ευρωπαίους δανειστές αντρίκια κι άφοβα – εμάς δεν μας κρατάνε – εμείς δεν έχουμε λερωμένες φωλιές…» ήταν, και παραμένει, το ακρογωνιαίο επιχείρημα του κυρίου Τσίπρα.
Ύστερα από ένα διάστημα αμηχανίας τα «ιστορικά» κόμματα, Νέα Δημοκρατία και Πασόκ, ανασκουμπώθηκαν και αντεπιτέθηκαν, προβάλλοντας τον ακριβώς αντίθετο από του Θέοδωρου Πάγκαλου ισχυρισμό: «Όχι, δεν τα φάγαμε όλοι μαζί! Κρούσματα διαφθοράς βεβαίως υπήρξαν επί των κυβερνήσεών μας. Θα βρούμε τους ενόχους και θα τους τιμωρήσουμε παραδειγματικά. Θα πραγματοποιήσουμε την αυτοκάθαρση!»
Έτσι ξεκίνησαν οι συλλήψεις και οι δίκες. Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, Άκης Τσοχατζόπουλος, Τάσος Μαντέλης… Η κυβέρνηση σεμνυνόταν πως ακρωτηριάζει τα σάπια μέλη του πολιτικού συστήματος. Η αντιπολίτευση την κατηγορούσε ότι απλώς καρατομεί κάποιους αποδιοπομπαίους τράγους. Η κοινή γνώμη έφριττε με το μέγεθος των ατασθαλιών δίχως να συνειδητοποιεί πως όσα εκατομμύρια και να είχε φάει ο Άκης, δεν αποτελούσαν παρά ψιχία μπροστά στα 25 δισεκατομμύρια ευρώ έλλειμμα που παρουσίαζε ο κρατικός προϋπολογισμός κατά το έτος 2011 και μόνο.
Προχωρώντας η επιχείρηση «καθαρά χέρια» αλά ελληνικά, έστειλε στον Κορυδαλλό τον Λάκη Γαβαλά και τον Λαυρέντη Λαυρεντιάδη και έβαλε κάτω απ’ το μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης σκάνδαλα στα οποία πρωταγωνιστούσαν «δικά μας παιδιά», όπως πρόσφατα την υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και των ΜΚΟ. Οι κακές γλώσσες ισχυρίζονταν ότι κατά αυτόν τον τρόπο κόπηκε εν μέρει ο βήχας των προηγούμενων ηγεσιών των «ιστορικών» κομμάτων, οι οποίες ονειρεύονταν την θριαμβευτική επιστροφή τους.
Λουκούμι ωστόσο, ιδεώδες θήραμα για την παρούσα κυβέρνηση δεν θα ήταν κάποιος παροπλισμένος πολιτικός ή ο αφανής ταμίας του. Αλλά μια προβεβλημένη προσωπικότητα, ένας σημαντικός –ή έστω διάσημος- Έλληνας, ο οποίος έστρεψε περιφρονητικά την πλάτη στους παλιούς του φίλους και ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, σκαρφάλωσε οργίλος και οργιώδης στα μετερίζια του αντιμνημονιακού αγώνα. Εάν ήμουν στη θέση του Σταμάτη Κραουνάκη –και αρκετών ακόμα-, πολύ θα ανησυχούσα…
Το ταλέντο, το έργο, η έμπνευση είναι ένα πράγμα. Η σταθερότης των αρχών, η αυτοπειθαρχία, ο έλεγχος του ναρκισισμού κάτι τελείως διαφορετικό. Εξαρτημένοι από το χειροκρότημα, ευεπίφοροι στην κολακεία, πολλοί καλλιτέχνες συχνότατα φέρονται σαν νήπια. Θαμπώνονται όποτε οι κατέχοντες την εξουσία τούς προσκαλούν στα σαλόνια τους. Θεωρούν μεγάλη τους τιμή να παίξουν πιάνο για κάποιον ηγέτη ή και να συνοδεύσουν την κυρία του στα ψώνια της. (Ίσως να πρόκειται και για γονιδιακή ανάμνηση της εποχής που οι μουσικοί και οι ζωγράφοι σιτίζονταν ισοβίως από μαικήνες...) Μόλις αλλάξει δε ο άνεμος, αυτός ο καλλιτέχνης –ο παντός καιρού, ο ανασφαλέστερος των ανθρώπων- θα φτύσει εκεί ακριβώς που έγλειφε. Θα θυμηθεί το επαναστατικό του ταμπεραμέντο, θα συναντήσει το καινούργιο του κοινό στις διαδηλώσεις και στα οδοφράγματα. Ουαί κι αλοίμονό του εάν το παρελθόν του έχει μαύρες τρύπες, αμφιλεγόμενες οικονομικές συναλλαγές…
Δεν μιλάω –προσέξτε!- για τους καιροσκόπους, για τους κυνικούς παλιάτσους, οι οποίοι χρηματίζονται στεγνά για να περνούν στον κόσμο τα «πρέποντα» μηνύματα. Εκείνοι ξέρουν πάντα πώς να βγαίνουν λάδι. Μιλάω όχι για δόλο αλλά για παιδαριώδη αμετροέπεια. Για την ψευδαίσθηση ότι η θεία δωρεά του ταλέντου σου σε θέτει υπεράνω των κανόνων. Ότι η κοινωνία, το κράτος, τα εισιτήρια, οι επιχορηγήσεις, οι ΜΚΟ πρέπει να επωμίζονται το κόστος της μποέμικης ζωής σου. Και να σου λένε και «ευχαριστώ».
Δεν ξέρω –ούτε και με ενδιαφέρει ιδιαίτερα- τί ακριβώς συνέβη με την ΜΚΟ «Σπείρα-Σπείρα». Οι Έλληνες, σε βάθος χρόνου, συγχωρούν τους καλλιτέχνες τους και για τα χειρότερα ακόμα ατοπήματα. Εδώ έδωσαν άφεση –καλώς κατά τη γνώμη μου- τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο οποίος τραγούδησε τον Ύμνο της Χούντας.
Το θλιβερό είναι οι καλλιτέχνες να καταντούν από δική τους υπαιτιότητα όργανα προπαγάνδας των μεν ή των δε, μαριονέτες σε μικροπολιτικά παιχνίδια. Να επιτρέπουν στον οποιονδήποτε να τους βάζει στο χέρι…
Σε μια εποχή συνολικής έκπτωσης σαν τη σημερινή, όπου το κάθε κνώδαλο γίνεται τιμητής των πάντων, όπου η άγνοια παριστάνει την αγνότητα και ο αρριβισμός την αγανάκτηση, όπου η τέχνη, η σκέψη, η ευαισθησία κατασυκοφαντούνται άπαξ και δεν είναι στρατευμένες, καθένας μας οφείλει να φυλάει τον κώλο του διπλά και τρίδιπλα. Κι αν κάποτε βούτηξε έστω και μισό δαχτυλάκι στο μέλι, να ζητάει ταπεινά συγγνώμη. Κι αν δεν μπορεί –από εγωισμό- να προφέρει τη λέξη, ας μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου κι ας το πει στα λατινικά: “Mea Culpa”.-
σχόλια