Η αρχή (προσοχή, το παρακάτω ποστ περιέχει πολλές νεκρές φύσεις).
Περίεργο. 5 Αυγούστου και το πλοίο για το Μπρίντιζι ήταν σχεδόν άδειο. Οι μόνοι συνεπιβάτες μας ήταν καναδυο φορτηγατζήδες και μερικές παρέες Κορεατών με βαλίτσες χαλόου κίτυ –ολόκληρες φαμίλιες- που έτρωγαν τον άμπακο σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού -ροκάνιζαν όλοι μαζί ασταμάτητα αγγούρια, πατατάκια και σάντουιτς, σαν χάμστερ. Έτρωγαν και έπαιζαν παιχνίδια στα κινητά, μικροί, μεγάλοι και παιδιά. Ήταν μια εικόνα αστεία και θλιβερή μαζί. Αποφάσισα να μην ασχοληθώ καθόλου με το κινητό τις επόμενες δέκα μέρες (με εξαίρεση τη φωτογραφική του μηχανή).
Το πρωί, λίγο πριν πιάσουμε λιμάνι. Η κόρη της νύχτας (μια Κορεάτισα ντυμένη με μαύρα τούλια) περιφερόταν δίπλα στον μαστουρωμένο γκόμενό της σαν υπνωτισμένο ξωτικό, ενώ η οικογένεια ενός ξερακιανού Ιταλού που έμοιαζε με ήρωα από το «Βίαιοι, βρώμικοι και κακοί» του Σκόλα είχε ξεροσταλιάσει στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση και χάζευε τις ειδήσεις (τόσο βλοσυρός και αμίλητος, που υποθέσαμε ότι κατάστρωνε σχέδια στο μυαλό του πώς να σκοτώσει κάποιον μόλις πιάναμε λιμάνι). Τη στιγμή που ξεκίνησαν τα αθλητικά, πετάχτηκαν από την κουζίνα και το μπαρ όλα τα κρυφά μέλη του πληρώματος και παρακολούθησαν την οθόνη αποσβολωμένοι. Αμέσως μετά, εξαφανίστηκαν όπως είχαν εμφανιστεί: σαν αστραπή.
Στην καμπίνα έπαιζε όλο το βράδυ σε λούπα ένα τραγούδι που τραγούδησε ο Απόστολος Παπαδιαμάντης το 1917 –ανιψιός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη- με τον Κώστα Καλαμαρά να τον συνοδεύει στο μπουζούκι (για κάποιους η πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού, στο Goerlitz) που επαναλάμβανε παραπονιάρικα «μα γιατί καλέ γιατί, μα γιατί δεν μου το λες, μα γιατί δεν μου το λες, αλλά κάθεσαι και κλαις…». Έχει τίτλο «Η χήρα» και μπορεί να το ακούσαμε και σαράντα φορές συνεχόμενα. («Χήρα να αλλάξεις τ’ όνομα, χήρα να μην σε λένε, γιατί έκανες τα μάτια μου μέρα και νύχτα κλαίνε»). Τρομερό τραγούδι, το μόνο με στίχους από τη διπλή συλλογή «Greek Rhapsody: Instrumental Music from Greece 1905-1956». Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που άνοιξα το λάπτοπ σε ολόκληρο το ταξίδι.
Ο δρόμος από το Μπρίντιζι για το Αλμπερομπέλο είναι διάσπαρτος από αγροικίες και βίλες με πανύψηλες κουκουναριές κουρεμένες σαν ομπρέλες. Και φραγκοσυκιές. Πολλές φραγκοσυκιές, γεμάτες φραγκόσυκα που είχαν αρχίσει να ωριμάζουν. Φαίνεται ότι και οι κάτοικοι της Απουλίας τα εκτιμούν όσο και οι Έλληνες, δηλαδή καθόλου, γιατί στο ταξίδι μας περιμετρικά της μπότας και σε άπειρα χιλιόμετρα, συναντήσαμε μόνο έναν Ιταλό να τα μαζεύει.
Το Αλμπερομπέλο είναι μία μικρή πόλη αλλιώτικη από τις γειτονικές, που θυμίζει Μέση Ανατολή. Κυρίως Συρία. Για κάποιον λόγο που δεν είναι και τόσο ξεκάθαρος, τα σπίτια του Αλμπερομπέλο έχουν στέγες κωνικές, τρούλους, μονούς ή δίδυμους, με διαφορετικά σχέδια (το σύμβολο του αρσενικού με το βέλος προς τα κάτω, καρδιές με βέλη, ήλιους, φεγγάρια, σταυρούς, δηλητηριώδεις αράχνες ταραντούλες) που δεν μας ενδιέφερε να τα αποκρυπτογραφήσουμε. Μοιάζει λίγο με το χωριό του Αστερίξ και προστατεύεται απ’ την Unesco. Στο Αλμπερομπέλο φτάσαμε ντάλα μεσημέρι και τα μόνα μαγαζιά που πετύχαμε ανοιχτά ήταν τα τουριστικά [που είναι ίδια σε ολόκληρο τον κόσμο: χάλια] με λικέρ, κόκκινες αποξηραμένες πιπεριές (το «φυσικό Viagra»), ξυλοκέρατα και σουβενίρ-μινιατούρες των τρούλων. Λίγο πριν φύγουμε, κι ενώ είχαμε απελπιστεί από τα κακόγουστα μπαρ-εστιατόρια για τουρίστες, προσπεράσαμε έναν μικροσκοπικό φούρνο που πουλούσε πανίνι, και πούτσε γεμιστές (προσοχή, πούτσε, χωρίς ς), δηλαδή στρογγυλά ψωμάκια που η ευγενική ηλικιωμένη κυρία που τον είχε τα γέμιζε με πικάντικη σάλτσα ντομάτας, ζαμπόν και τυρί και τα έψηνε για λίγο στο φούρνο. Ε, αυτές οι πούτσε ήταν ένα καταπληκτικό γεύμα και ίσως το πιο ενδιαφέρον από τα αξιοθέατα του Αλμπερομπέλο. Οι φοκάτσιες ήταν όλες νηστίσιμες: με κολοκυθάκια, με μελιτζάνες, με κρεμμύδια, με ντομάτα [ένα λαχανικό στην καθεμία]. Όλες απλές και πολύ νόστιμες.
Στον καθεδρικό ναό, πίσω από το άγαλμα του εσταυρωμένου, υπήρχε μια τοιχογραφία με αγίους καρικατούρες, λίγο πιο gay απ’ όσο συνηθίζεται και αρκετό γυμνό κρυμμένο πίσω από πρασινάδες. Ωραία τοιχογραφία, με ενδιαφέρον, αλλά οι πούτσε κέρδισαν στα σημεία. Να σημειώσω ότι στο τουριστικό Αλμπερομπέλο ο διπλός εσπρέσο κόστιζε 80 λεπτά και ότι οι πούτσε έκαναν 4 ευρώ η μία.
Λίγο πριν φύγουμε από την Αθήνα, κι ενώ είχαμε ετοιμάσει ένα σωρό CD με μουσική για το ταξίδι ανακαλύψαμε ότι το CD player του αυτοκινήτου ήταν χαλασμένο, έτσι το ραδιόφωνο ήταν αναγκαίο κακό. Στην Ιταλία οι πιο μεγάλες επιτυχίες ήταν το Get Lucky όπως και παντού αλλού στον κόσμο (τι κομματάρα) και το I’m in love του Ola που λέει I’m in λόκοκο-κο λόκοκο-κο, λίγο παλιό, αλλά το έπαιζαν κάθε μία ώρα στο Ράντιο Κις Κις. Δεν γράφω «επιτυχίες της νότιας Ιταλίας», επειδή μάλλον ο σταθμός είναι εθνικής εμβέλειας. Με τόσες φορές που άκουσα το λόκοκο λόκοκο, στο τέλος άρχισα να το συμπαθώ. Επίσης, τρελό ερπλέι είχε το I will never know της Imany κι ένα Ζαλέλε των Claudia & Asu (χάλια, αλλά τρελό χιτ). Κατά τ’ άλλα, ακούσαμε άπειρη ιταλοντίσκο νέας εσοδείας, και τραγούδια που σε κάνουν να θέλεις να καρφωθείς με φόρα πάνω στις φραγκοσυκιές του δρόμου, όπως το She walks like Rihanna των The Wanted.
Το Lecce είναι όντως μία από τις πιο όμορφες πόλεις της Ιταλίας. Με μπόλικο νεαρόκοσμο, πολλές εκκλησίες-αξιοθέατα (αν δεις μία τις έχεις δει όλες, δεν σου κάνει καμία αίσθηση άλλο ένα άγαλμα της παρθένου Μαρίας και ένας ακόμα άγιος με φωτισμένο φωτοστέφανο. Επίσης, όλες μυρίζουν μούχλα) και πολύ όμορφα κτίρια. Καλά τα αξιοθέατα, ωραία και η κουλτούρα της πόλης (το Lecce είναι μια πόλη κουλτουριάρηδων –είχε άπειρους γκέι στους δρόμους που περπατούσαν πιασμένοι απ’ το χέρι, όλοι με ύφος διανοούμενου και τον αέρα της βαθιάς κουλτούρας, συνοδεύοντας τον σκύλο τους) αλλά το παγωτό του είναι από μόνο του λόγος για να κάνεις μέχρι εκεί ολόκληρο ταξίδι. Φάγαμε κι άλλα καλά παγωτά (δεν ξεχνάω το υπέροχο παγωτό γλυκόριζα της Μητέρας ή το μανταρίνι του Αμάλφι) αλλά σαν το παγωτό του Lecce δεν ξαναπετύχαμε πουθενά, ούτε καν στις τζελατερίες της Νάπολης που έχουν το όνομα (διότι, ως γνωστόν, άλλοι έχουν το όνομα κι άλλοι τη χάρη). Το παγωτό από γάλα αμυγδάλου (δηλαδή σουμάδα) με καραμελωμένο σύκο ήταν ανυπέρβλητο (δεν μπορώ να βρω πιο κατάλληλη λέξη αυτή τη στιγμή, λέω να την κρατήσω). Λοιπόν, αν φτάσεις μπροστά σε ένα ψυγείο με ένα σωρό γεύσεις παγωτών και δεν ξέρεις τι να διαλέξεις, απλά κάθεσαι και παρατηρείς τι παραγγέλνουν οι ντόπιοι και μετά παραγγέλνεις το ίδιο. Κόβεις πρώτα φάτσες που θα εμπιστευόσουν το γούστο τους, σπάνια θα πέσεις έξω. Οι ντόπιοι έτρωγαν mandorle e fichi caramellati με dulce de leche ή fior di latte, οπότε πήραμε και τους δύο συνδυασμούς. Ηδονή. Μεγαλύτερη από την ηδονή που ήταν αποτυπωμένη στα πρόσωπα των αγίων στα κιτς αγάλματα των εκκλησιών (όλα φαινόταν να λιώνουν απ’ την καύλα, μετά συγχωρήσεως).
Στο Lecce εκτός από τα πολύ ωραία κτίρια [που τη νύχτα τα φωτίζουν υπέροχα και το λευκό του ασβεστόλιθου αποκτάει χρυσές αποχρώσεις] και τον πολιτισμένο κόσμο, είδαμε και τα πιο πολλά σκυλιά της Ιταλίας ανά κάτοικο, όλα μικροσκοπικά. Τζακ ράσερ, κανίς, τσιουάουα, τέτοια μικρόσωμα αποκλειστικά. Κι ένα παράξενο πράγμα, ακόμα και τα σκυλιά έμοιαζαν πολιτισμένα και διανοούμενα σε αυτή την πόλη, όχι σαν τα δικά μας τα κακομαθημένα. Επίσης, τα παρκόμετρα (1,20 ευρώ την ώρα από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ, μετά δωρεάν) είχαν όνομα, το δικό μας το έλεγαν Στέλιο. Σαν τον μακαρίτη τον Καζαντζίδη.
Το Lecce είναι μία πολύ τουριστική πόλη, αλλά δεν ακούσαμε ούτε μία ξένη λέξη στο δρόμο, που σημαίνει ότι μάλλον έχει μόνο Ιταλούς τουρίστες. Μέχρι το δεύτερο βράδυ, που πήγαμε ψάχνοντας για ντόπιο φαγητό και πέσαμε πάνω σε δυο 50άρες Γαλλίδες αδελφές και μία παρέα καλοθρεμμένων Αγγλίδων (χοντρό κώλο, κοντό μαλλί, όλες ίδιες), ήμουν σίγουρος ότι ήμασταν οι μόνοι ξένοι στην πόλη. Το Alle due Corti είναι μία παραδοσιακή ταβέρνα που μάλλον πρέπει να έχει γίνει θέμα σε πολλά ξένα περιοδικά, κάτι σαν το δικό μας Δίπορτο, γιατί οι ξένοι έβγαζαν φωτογραφίες με την γιαγιά που το έχει και με μία άλλη κυρία που δεν είχε δάχτυλα στα χέρια (είχε κάτι απολήξεις που έμοιαζαν με δαγκάνες, με τις οποίες έπιανε το ποτήρι για να πιει και σημείωνε και τις παραγγελίες). Το φαγητό ήταν πολύ καλό πραγματικά (ταλιατέλες με ντομάτα, λαζάνια με κολοκυθάκια και πιπεριές, κοτόπουλο γεμιστό και φάβα από κουκιά με πικρά χόρτα, σαλάτα με άγριες πρασινάδες και ντοματίνια) και το παγωτό που μας έφερε στο τέλος -δικιά τους σπεσιαλιτέ με φουντούκια και κέικ ποτισμένο με λικέρ- ήταν εξαιρετικό. Τίποτα όμως δεν ήταν σαν το mandorle e fichi caramellati.
(συνεχίζεται).
σχόλια