Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα

Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Το καλύτερο μέρος για να δοκιμάσεις ντόπιο φαγητό είναι η Mercado Lucas Galvez, η κεντρική αγορά και η μεγαλύτερη της Μέριδας, που για κάποιον ξένο και ανυποψίαστο μπορεί να είναι πολιτισμικό σοκ. Φωτο: M. Hulot/LifO
0

Μέριδα, σχεδόν εννιά το βράδυ στην Plaza Grande, την κεντρική πλατεία που για περισσότερα από τριακόσια χρόνια είναι η καρδιά της πόλης, χαζεύουμε τους Μεξικανούς που έχουν βγει για socializing.

Μεταξύ αστείου και σοβαρού αναφέρω στην κοπέλα που μας δείχνει τα αξιοθέατα ότι δεν έχω δει ούτε έναν ντόπιο με καράφλα κι αυτή επιβεβαιώνει την παρατήρησή μου, γιατί, όντως, οι απόγονοι των Μάγιας δεν διαθέτουν το συγκεκριμένο γονίδιο. «Έχουν συγκεντρώσει όλες τις τρίχες στο κεφάλι και δεν έχουν πουθενά αλλού, ούτε καν στο πρόσωπο. Δεν υπάρχει Μάγιας με μούσι», μας λέει σχεδόν με παράπονο, λες και πρόκειται για κάποιου είδους αναπηρία.     

Είμαστε καθισμένοι στις χτιστές αντικριστές καρέκλες σχήματος S, τις «tú y yo», τα χαρακτηριστικά λευκά καθίσματα των πόλεων του Γιουκατάν που σε αναγκάζουν να κοινωνικοποιηθείς, γιατί μιλάς στον απέναντί σου θες-δεν θες, κι ας έχεις ένα κεφάλι καζάνι απ’ το τζετ λαγκ – για τέταρτη μέρα.

Την ώρα που φωτογραφίζουμε τους πιτσιρικάδες που φωτογραφίζονται μπροστά στην πολύχρωμη ταμπέλα-γλυπτό με το όνομα της πόλης, προσέχουμε ότι όλοι γύρω μας έχουν ένα πλαστικό ποτηράκι στο χέρι και καταβροχθίζουν την κρέμα που πουλάει ένα νεαρό ζευγάρι.

Μεταξύ αστείου και σοβαρού αναφέρω στην κοπέλα που μας δείχνει τα αξιοθέατα ότι δεν έχω δει ούτε έναν ντόπιο με καράφλα κι αυτή επιβεβαιώνει την παρατήρησή μου, γιατί, όντως, οι απόγονοι των Μάγιας δεν διαθέτουν το συγκεκριμένο γονίδιο.

Το κάθε ποτηράκι κοστίζει πέντε πέσος, που αντιστοιχούν σε εικοσιπέντε λεπτά, και παίρνουμε ένα για να δοκιμάσουμε. Το σπιτικό γλυκό που περιφέρουν ζεστό σε έναν μεγάλο δίσκο είναι μια κρέμα από γάλα καρύδας που τη λένε λέτσε ντε κόκο, κάτι σαν άνθος αραβοσίτου, αλλά λίγο πιο πηχτή. Τη φτιάχνουν με αλεύρι από βρόμη και έχει διαφορετική υφή, πιο «βελούδινη».

Το νεαρό ζευγάρι (που φαίνεται το πολύ 16-17 χρονών και έχει και παιδί) δεν είναι το μόνο που πουλάει την κρέμα, το πεντάχρονο κορίτσι στην άλλη πλευρά της πλατείας –που περιφέρεται σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα– ξεπουλάει τα ποτηράκια σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Τη γιορτινή ατμόσφαιρα της πλατείας καταστρέφει μια τεράστια φάτνη με έναν Χριστό πιο φρικτό και από τα φρικτότερα ugly babies σε πίνακες μουσείων (τον Χριστό ως βρέφος δεν τον έχει ζωγραφίσει όμορφο ούτε ο καλύτερος ζωγράφος) και τους πιο άσχημους μάγους που μπορούν να υπάρξουν σε γλυπτό.

Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Όλοι γύρω μας έχουν ένα πλαστικό ποτηράκι στο χέρι και καταβροχθίζουν την κρέμα που πουλάει ένα νεαρό ζευγάρι. Φωτο: M. Hulot/LifO

Η λέτσε ντε κόκο είναι ένα από τα ελάχιστα γλυκά που μας άρεσαν στο Γιουκατάν· παρότι το φαγητό ήταν παντού και απίθανο, τα μεξικάνικα γλυκά δεν μας ξετρέλαναν. Στη Μέριδα, ωστόσο, υπάρχει ένα παγωτατζίδικο που για το «Lonely Planet» είναι βασικός λόγος για να επισκεφτείς την πόλη – «θα πήγαινες σε αυτό το μέρος ακόμη κι αν ήσουν στην Αρκτική, είναι τόσο καλό» αναφέρει.

Με όλο το hype που το συνοδεύει, το Pola είναι όντως ξεχωριστό παγωτατζίδικο, γιατί έχει τζελάτο με ιδιαίτερες γεύσεις όπως τυρί ένταμ με μπισκότο και βούτυρο φουντουκιού, σοκολάτα με τσίλι, ροκφόρ με κομπόστα μήλου, custard κουβανέζικης βανίλιας, μέλι με palmier, καφέ με ιταλικά biscotti, καρδάμωμο, και vegan μεξικάνικα σορμπέ που είναι τα highlight του: γκουάβα, σαπότε με τεκίλα, ανανά με chaya, λάιμ του Γιουκατάν. Το παγωτό του ήταν όντως πολύ καλό, σίγουρα καλύτερο από ό,τι σε προδιαθέτουν οι περιγραφές.

Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Yπάρχει ένα παγωτατζίδικο, το Pola, που για το «Lonely Planet» είναι βασικός λόγος για να επισκεφτείς την πόλη. Φωτο: M. Hulot/LifO
Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Με όλο το hype που το συνοδεύει, το Pola είναι όντως ξεχωριστό παγωτατζίδικο, γιατί έχει τζελάτο με ιδιαίτερες γεύσεις όπως τυρί ένταμ με μπισκότο και βούτυρο φουντουκιού, σοκολάτα με τσίλι, ροκφόρ με κομπόστα μήλου, custard κουβανέζικης βανίλιας, μέλι με palmier, καφέ με ιταλικά biscotti, καρδάμωμο, και vegan μεξικάνικα σορμπέ που είναι τα highlight του: γκουάβα, σαπότε με τεκίλα, ανανά με chaya, λάιμ του Γιουκατάν. Φωτο: M. Hulot/LifO

Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων της Μέριδας, το 60%, είναι απόγονοι των Μάγιας (no καράφλες, no μούσια), οι υπόλοιποι είναι μιγάδες που προέκυψαν από τις επιμειξίες των αποίκων, των σκλάβων και των ντόπιων φυλών, αλλά και ξένοι που επέλεξαν να ζήσουν εκεί τις τελευταίες δεκαετίες. Γι’ αυτό και το φαγητό τους είναι πολυπολιτισμικό, ειδικά στα εστιατόρια.

Το καλύτερο μέρος για να δοκιμάσεις ντόπιο φαγητό είναι η Mercado Lucas Galvez, η κεντρική αγορά και η μεγαλύτερη της Μέριδας, που για κάποιον ξένο και ανυποψίαστο μπορεί να είναι πολιτισμικό σοκ. Παρότι οι μυρωδιές και τα χρώματα των φαγητών με τις αμέτρητες σάλτσες σού προκαλούν ζάλη και είναι πολύ λαχταριστά, στα μαγαζάκια που βρίσκονται διάσπαρτα παντού, ανάμεσα από μανάβικα και μαγαζιά με αναμνηστικά, κάθονται μόνο ντόπιοι.

Είναι περίεργο, αλλά οι τουρίστες προτιμούν το φαγητό των ξενοδοχείων ή των εστιατορίων που σερβίρουν μακαρόνια καρμπονάρα, ναπολιτάνα ή με πέστο, από τα εξωτικά κρέατα με τις καυτερές σάλτσες. Βέβαια, αν το μαγαζί έχει αναφερθεί σε κάποιο επεισόδιο των γαστρονομικών σειρών του Netflix, έχει ουρές. Όπως η πολύ καλή Taquería La Lupita που βρίσκεται στη Mercado de Santiago, την αγορά κοντά στο πάρκο Santiago.

Οι salbutes, τα τάκος και τα πανούτσος της La Lupita έγιναν θέμα στο επεισόδιο «Οξέα» στη σειρά «Αλάτι, Λιπαρά, Οξέα, Θερμοκρασία», όπως και το cochinita pibil, το γουρουνάκι που ψήνεται θαμμένο στο χώμα, και από τότε γίνεται στο μαγαζί λαϊκό προσκύνημα. Και από τουρίστες.  

Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Χοιρινό, χοιρινό παντού. Ψητό, «τραβηχτό» cochinita pibil ή τηγανητή πέτσα τραγανή σαν τσιπς με αμέτρητες σάλτσες. Οι Αζτέκοι και οι Μάγιας δεν τηγάνιζαν τα φαγητά τους γιατί δεν χρησιμοποιούσαν λιπαρές ουσίες, το τηγάνισμα (σε λάδι και λαρδί) ήρθε στο Μεξικό μαζί με τους Ισπανούς. Φωτο: M. Hulot/LifO

Η Taquería La Lupita είναι μια επιχείρηση που ξεκίνησε πριν από μισό αιώνα, όταν ο Baldemar Solís και η Olga Romero νοίκιασαν έναν μικρό χώρο και άρχισαν να πουλάνε ψητά γουρουνάκια. Το μαγαζί έγινε αμέσως στέκι για τους ανθρώπους που πήγαιναν για ψώνια στην αγορά, αλλά και για αυτούς που δούλευαν εκεί, γιατί είχε μόνο τοπικά φαγητά μαγειρεμένα με τον καλύτερο τρόπο, με όλες τις σάλτσες, τα ξίδια και τα καρυκεύματα (του περίφημου recado rojo συμπεριλαμβανομένου) φτιαγμένα από τους ιδιοκτήτες του.

Σήμερα το La Lupita το «τρέχουν» η κόρη τους η Γουαδελούπη μαζί με τον άντρα της, έναν πρώην βιολόγο, που το ανέλαβαν πριν από 25 χρόνια (έχουν και άλλα εννιά μαγαζιά στην ίδια αγορά). Κάθε μέρα ψήνουν και πουλάνε τουλάχιστον τριακόσια γουρουνάκια (cochinita pibil) και αμέτρητα τάκος, ενώ εξακολουθούν να κάνουν όλες τις παρασκευές μόνοι τους. Τα γουρουνάκια, δυστυχώς, δεν ψήνονται πλέον με τον παραδοσιακό τρόπο, ψήνονται σε ξυλόφουρνους, αλλά αυτό δεν φαίνεται να έχει σημασία για κανέναν.

Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Μία από τις πολλές καντίνες με μαρκεσίτας - κρέπες γλυκιές και αλμυρές. Πολύ δημοφιλείς, κυρίως τη νύχτα. Φωτο: M. Hulot/LifO

Η La Lupita δεν έχει καλύτερο φαγητό από αυτό που βρίσκεις στα μαγαζάκια της Mercado Lucas Galvez, αλλά όταν σου αφιερώσει το Netflix ολόκληρο επεισόδιο και σου δώσει τρελή δημοσιότητα, όλοι σε βλέπουν με διαφορετικό μάτι. 

Η Μέριδα είναι μια πολύ τουριστική πόλη (έως υπερβολικά τουριστική, εξαρτάται από το σε ποια περιοχή κινείσαι), παρότι δεν έχει χάσει καθόλου τον αυθεντικό, μετα-αποικιακό της χαρακτήρα. Το καταλαβαίνεις από τις αγορές με τα αμέτρητα σουβενίρ, από τα χιψτεροκαφέ με τις εκθέσεις λαϊκής τέχνης, από τα μαθήματα μαγειρικής για τουρίστες, τα οργανωμένα τουρ αποκλειστικά για ξένους που βλέπεις στους δρόμους και στα δημόσια κτίρια, από το Pok Ta Pok που γίνεται θέαμα κάθε Σάββατο βράδυ στην πλατεία μπροστά από τον καθεδρικό ναό – ο οποίος είναι ο πιο παλιός του Μεξικού, από το τέλος του 16ου αιώνα.

Είναι μια καλή ευκαιρία να δεις πώς παιζόταν το αρχαίο παιχνίδι, που είναι στην ουσία αρχαίο ποδόσφαιρο, ή έστω πώς φαντάζονται οι σημερινοί παίχτες του ότι παιζόταν. Οι έξι συμμετέχοντες μπορεί να κάνουν μια αναπαράσταση σχεδόν χορογραφημένη και να μην κινδυνεύουν με αποκεφαλισμό αν ηττηθούν, αλλά παθιάζονται και παίζουν λες και όντως τους περιμένει στο τέλος η θυσία. Btw, το τέλος, που η μπάλα παίρνει κυριολεκτικά φωτιά, είναι το πιο εντυπωσιακό μέρος του παιχνιδιού.

Το πρώτο πράγμα που μας συμβούλεψε η συνοδός μας, όσο μας έδειχνε το «μνημείο για την πατρίδα» στη λεωφόρο Paseo de Montejo, είναι να αγοράσουμε γουαγιαμπέρα, τα χαρακτηριστικά πουκάμισα του Γιουκατάν που πουλάει κάθε μαγαζί με αντρικά ρούχα στην πόλη. Μερικά πουλάνε μόνο γουαγιαμπέρας. 

Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Το γουαγιαμπέρα –το κλασικό «πουκάμισο γάμου» με τις κεντητές μπορντούρες- είναι ένα διαχρονικό ανδρικό ρούχο, που για τον Μεξικανό της περιοχής είναι πολιτιστική κληρονομιά, κι ας μην είναι καν μεξικάνικο (η καταγωγή του είναι από την Κούβα). Φωτο: M. Hulot/LifO

Το γουαγιαμπέρα –το κλασικό «πουκάμισο γάμου» με τις κεντητές μπορντούρες– είναι ένα διαχρονικό ανδρικό ρούχο, που για τον Μεξικανό της περιοχής είναι πολιτιστική κληρονομιά, κι ας μην είναι καν μεξικάνικο (η καταγωγή του είναι από την Κούβα). Από τη στιγμή που άρχισα να το προσέχω στους δρόμους, άρχισα να βρίσκω όλο και πιο καταπληκτικά αυτά που φόραγαν οι περαστικοί, με αποκορύφωμα ένα βράδυ στο κλαμπ Welcome to Hell που ήταν σαν πασαρέλα με γουαγιαμπέρα.

Εκεί, την ώρα που ξεφάντωνε όλο το μαγαζί με Bad Bunny, εντόπισα το μόνο μίνιμαλ γουαγιαμπέρα (σκούρο μπλε, με μπλε μπορντούρα) που κυκλοφορούσε στη Μέριδα και το αναζήτησα με μανία το επόμενο το πρωί σε ολόκληρη την πόλη. Δεν το βρήκα πουθενά. Οι Μεξικανοί δεν είναι και πολύ του μίνιμαλ, τα περισσότερα γουαγιαμπέρας που κυκλοφορούν είναι με πολύχρωμα κεντίδια ή πολύχρωμα γενικώς, και κάθε μαγαζί έχει περίπου τα ίδια, με λίγες παραλλαγές.

Επίσης, είναι όλοι οι ιδιοκτήτες τους συνεννοημένοι και έχουν ίδιες τιμές (και το ίδιο όριο στο παζάρι). Κι ενώ απελπίστηκα και το είχα πάρει απόφαση ότι θα έφευγα από την πόλη χωρίς το θρυλικό πουκάμισο, το βρήκα σε ένα τουριστικό μαγαζί ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο μας, που το είχε ένας ηλικιωμένος σωσίας του Παντελή Ζερβού – με λίγο πιο σχιστά μάτια. Ήταν πολύ πιο ωραίο από ό,τι το είχα δει στο σκοτάδι.

Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
To «μνημείο για την πατρίδα», που είναι το πιο εμβληματικό γλυπτό της πόλης, ξεκίνησε να φιλοτεχνείται από τον γλύπτη Rómulo Rozo το 1945, σχεδόν έναν αιώνα μετά την (επαν)ενσωμάτωση του Γιουκατάν στη μεξικανική δημοκρατία, και χρειάστηκε έντεκα χρόνια και τη συνεργασία δύο αρχιτεκτόνων για να ολοκληρωθεί, του Manuel Amábilis Domínguez και του γιου του Max Amábilis. Φωτο: M. Hulot/LifO

To «μνημείο για την πατρίδα», που είναι το πιο εμβληματικό γλυπτό της πόλης, ξεκίνησε να φιλοτεχνείται από τον γλύπτη Rómulo Rozo το 1945, σχεδόν έναν αιώνα μετά την (επαν)ενσωμάτωση του Γιουκατάν στη μεξικανική δημοκρατία, και χρειάστηκε έντεκα χρόνια και τη συνεργασία δύο αρχιτεκτόνων για να ολοκληρωθεί, του Manuel Amábilis Domínguez και του γιου του Max Amábilis.

Το μεγάλων διαστάσεων γλυπτό που βρίσκεται στο βορειότερο σημείο της Paseo de Montejo, της λεωφόρου που είναι χτισμένη με πρότυπο τη Champs-Élysées του Παρισιού και είναι το καλύτερο μέρος για σουλάτσο, απεικονίζει σκηνές από την ιστορία του Μεξικού, γνωστές και άγνωστες, που έχουν ενδιαφέρον να εξερευνήσεις μόνο αν είσαι Μεξικανός: η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, της επανάστασης και της μάχης για την Πουέμπλα, κι άλλες πολλές που θυμίζουν στους ανθρώπους του Γιουκατάν την ιστορία τους και τους κάνουν να αισθάνονται περισσότερο μέρος της δημοκρατίας, δηλαδή πιο Μεξικανοί. Αυτός ήταν ο σκοπός του μνημείου.

Οι Μεξικανοί είναι πολύ βασανισμένος λαός, αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνεις από την πρώτη στιγμή που πατάς το πόδι σου στη χώρα και επιβεβαιώνεται κάθε φορά που μετακινείσαι σε διαφορετικά μέρη.

Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Η αρχαία τοπική ράτσα του σκυλιού των Μάγιας (το αγαπημένο σκυλί της Φρίντα Κάλο), χωρίς τρίχες. Στην αρχή νομίζαμε ότι έχει κάποια αρρώστια στο δέρμα και δεν το πλησιάζαμε. Φωτο: M. Hulot/LifO

Η –μήκους έξι χιλιομέτρων– λεωφόρος του Montejo, με τα απίστευτα αρχοντικά του 19ου αιώνα που ανήκαν στους πλούσιους ιδιοκτήτες των φυτειών «πράσινου χρυσού» (που ήταν η αγαύη), πήρε το όνομά της από τον Francisco de Montejo, τον Ισπανό κατακτητή που ίδρυσε την πόλη το 1542. Είναι γεμάτη δέντρα, αρχιτεκτονική της αποικιακής περιόδου και μερικά από τα καλύτερα καφέ της πόλης, όμορφη, αλλά μόνο με ψήγματα, πλέον, από την αίγλη του παρελθόντος.

Το παρελθόν είναι κάτι που δεν γίνεται να το αποφύγεις, είναι παντού και στο θυμίζουν τα κτίρια της πόλης, ο καθεδρικός της κεντρικής πλατείας που είναι χτισμένος πάνω σε έναν ναό των Μάγιας, το Palacio Municipal (το δημαρχείο), το Palacio de Gobierno (η έπαυλη του κυβερνήτη), το υπέροχο Teatro Peón Contreras (το θέατρο του 1900), το Museo de la Ciudad (το μουσείο της πόλης), το Palacio Canton (το μουσείο ανθρωπολογίας και ιστορίας), το Casa T´HŌ που είναι ο παράδεισος του instagramer.

Λίγο πριν αποχαιρετήσουμε την πόλη για να επισκεφτούμε την Ουξμάλ και τη χασιέντα Yaxcopoil προσπαθήσαμε να βρούμε το λέτσε ντε κόκο, αλλά οι πλανόδιοι με το φαγητό στην πλατεία κυκλοφορούν μόνο τη νύχτα…

Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Φωτο: M. Hulot/LifO
Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Φωτο: M. Hulot/LifO
Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Στην αγορά με τα σουβενίρ. Φωτο: M. Hulot/LifO
Αναζητώντας καράφλες και γουαγιαμπέρας στη Μέριδα Facebook Twitter
Φωτο: M. Hulot/LifO
Ταξίδια
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Τρεις φίλοι από την Αθήνα δημιούργησαν μια μικρή, αυτάρκη κοινότητα στην Αιτωλοακαρνανία, έναν ζωντανό πυρήνα ανθρώπων που ζουν και εργάζονται με τη φύση αναζωογονώντας την τοπική κοινωνία

Γειτονιές της Ελλάδας / «Είναι ωραίο να μη γυρίζουν όλα γύρω από τα λεφτά»

Τρεις Αθηναίοι δημιούργησαν το Yamochori, μια μικρή, αυτάρκη κοινότητα στην Αιτωλοακαρνανία – έναν ζωντανό πυρήνα ανθρώπων που ζουν και εργάζονται με τη φύση, οργανώνοντας δράσεις και αναζωογονώντας την τοπική κοινωνία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
48 ώρες στη Λάρισα

Ταξίδια / 48 ώρες στη Λάρισα

Από τα αρχαία θέατρα που κρύβονται στο κέντρο της, μέχρι το καλλιτεχνικό χωριό της που ζωντανεύει κάτω από τον ήλιο, η πόλη αυτή δεν είναι απλώς μια ενδιάμεση στάση προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά προσφέρει πολλά μαζί με το τσίπουρο Τυρνάβου και τον χαλβά Φαρσάλων.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
«Οι άνθρωποι του χωριού είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Επέλεξα να ζήσω ανάμεσά τους και όχι σε παλάτια. Κοντά τους όμως νιώθω βασιλιάς».

Γειτονιές της Ελλάδας / «Ζώντας κοντά στους ανθρώπους του χωριού νιώθω βασιλιάς»

Ο Νίκος Πατερέκας μετακόμισε ξαφνικά στη Νέα Αβόρανη, έγινε αγρότης και, αν και κάποια αγαπημένα του πρόσωπα μπορεί να μην τον στήριξαν σε αυτή την απόφαση, πορεύεται με οδηγό την υπόσχεση που έδωσε όταν έχασε τους παππούδες του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
48 ώρες στον Βόλο

Ταξίδια / 48 ώρες στον Βόλο

Από ένα έργο του Πικιώνη και ένα ιστορικό κινηματοθέατρο μέχρι τα παραδοσιακά τσιπουράδικα και τα βιομηχανικά μνημεία, ο Βόλος αποκαλύπτει την πολυπολιτισμική του κληρονομιά. Εδώ, το παλιό συναντά το νέο, με την παραλία και τα Παλαιά να είναι μόνο η αρχή για μια συναρπαστική εξερεύνηση.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
«Η ψυχική ισορροπία που κερδίζεις φεύγοντας από την Αθήνα σου ανοίγει ορίζοντες»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η ψυχική ισορροπία που κερδίζεις φεύγοντας από την Αθήνα σου ανοίγει ορίζοντες»

Η Χαρά Δελή άφησε τη δουλειά της ως πολιτικός μηχανικός στην Αθήνα για να ζήσει από τη σαπωνοποιία στην Τρίπολη. Αν και η μετάβαση δεν ήταν εύκολη, τώρα δεν φαντάζεται τη ζωή της χωρίς τον χρόνο που απέκτησε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Το καφέ του Wes Anderson, τo δεινοσαυράκι του Duomo κι άλλες 8 στάσεις σ’ ένα τριήμερο στο Μιλάνο

Ηχητικά Άρθρα / Το καφέ του Wes Anderson, τo δεινοσαυράκι του Duomo κι άλλες 8 στάσεις σ’ ένα τριήμερο στο Μιλάνο

Το Μιλάνο μπορεί να έχει μια απωθητική μουσολινική αισθητική στα κτίρια και τον χειρότερο κόσμο που μπορείς να συναντήσεις σε κέντρο πόλης, αλλά δεν είναι ούτε άσχημο, ούτε αδιάφορο.
M. HULOT
«Βγαίνεις ένα χειμωνιάτικο πρωινό από το σπίτι σου, ο ήλιος ανατέλλει και οι χιονισμένες βουνοκορφές βάφονται ροζ. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από τη ζωή»;

Ταξίδια / «Στη Μαντίνεια οι μέρες γεμίζουν με πράγματα που έχουν πραγματική αξία και νόημα»

Όταν ένιωσε ότι ο χρόνος στην Αθήνα φεύγει χωρίς να τον αντιλαμβάνεται, η Μαριλένα Παναγοπούλου επέστρεψε στο χωριό της, αφοσιώθηκε στο κρασί και απολαμβάνει πια τη ζωή σε έναν τόπο όπου ο ήλιος ανατέλλει και οι χιονισμένες βουνοκορφές βάφονται ροζ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
«Τα Άγραφα είναι ό,τι πιο ατόφιο και αληθινό έχει απομείνει στην Ελλάδα»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Τα Άγραφα είναι ό,τι πιο ατόφιο και αληθινό έχει απομείνει στην Ελλάδα»

Πριν από πέντε χρόνια και μέσα σε μόλις τρεις μέρες, η Βασιλική Κοϊμτζίδου επέλεξε να ζήσει στο ορεινό Πετρίλο που μετρά δέκα μόνιμους κατοίκους και προσπαθεί να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να τολμήσουν να κατοικήσουν και άλλοι νέοι στο χωριό.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η Ελένη Τσομπανίδου γύρισε στο χωριό της, τα Δίκαια του Έβρου και βρήκε αυτό που έψαχνε χρόνια στο εξωτερικό

Γειτονιές της Ελλάδας / «Σε ένα χωριό με εκατό ανθρώπους, μπορείς να κάνεις τη διαφορά πιο εύκολα»

Αφήνοντας πίσω της τη ζωή στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, η Ελένη Τσομπανίδου επέστρεψε στα Δίκαια Έβρου και ζωντανεύει ανενεργούς χώρους μέσα από την τέχνη και τη συνεργασία με την τοπική κοινότητα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Οικοτοπία: Η νέα πρωτοβουλία αναβίωσης του Καλοχωρίου στην Ήπειρο δείχνει τον δρόμο για την αναζωογόνηση και άλλων ορεινών χωριών σε όλη την Ελλάδα

Γειτονιές της Ελλάδας / «Θα βάλουμε τα δυνατά μας να αναζωογονήσουμε το Καλοχώρι»

Με ένα συνεργατικό καφενείο και με οργανικά μποστάνια, αναβαθμίζοντας μονοπάτια και ανακαινίζοντας πέτρινες κατοικίες, μια μικρή ομάδα φιλοδοξεί να ξαναζωντανέψει το καταπράσινο χωριό της Ηπείρου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
«Αν σταθείς ήσυχος στο δάσος, θ' ακούσεις τους ψιθύρους των δέντρων»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Αν σταθείς ήσυχος στο δάσος, θ' ακούσεις τους ψιθύρους των δέντρων»

Έπειτα από μια ανάβαση στο φαράγγι του Ανθοχωρίου, ο Χρήστος Αθανασιάδης ανακάλυψε το ησυχαστήριό του, ένα πετρόχτιστο κονάκι χωρίς ρεύμα, και άφησε πίσω του την Αθήνα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
«Εφόσον ντρέπεσαι να μας πεις από ποιο χωριό είσαι, φρόντισε να μάθουμε το χωριό σου μέσα από την τέχνη σου, για να έρθουμε κιόλας»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Εφόσον ντρέπεσαι να μας πεις από ποιο χωριό είσαι, φρόντισε να το μάθουμε μέσα από την τέχνη σου»

Δύο 26χρονοι επέστρεψαν στον τόπο καταγωγής τους, το Φανάρι Καρδίτσας, και του έδωσαν νέα ζωή μέσα από το καλλιτεχνικό φεστιβάλ Nowstalgism.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ