Μέριδα, σχεδόν εννιά το βράδυ στην Plaza Grande, την κεντρική πλατεία που για περισσότερα από τριακόσια χρόνια είναι η καρδιά της πόλης, χαζεύουμε τους Μεξικανούς που έχουν βγει για socializing.
Μεταξύ αστείου και σοβαρού αναφέρω στην κοπέλα που μας δείχνει τα αξιοθέατα ότι δεν έχω δει ούτε έναν ντόπιο με καράφλα κι αυτή επιβεβαιώνει την παρατήρησή μου, γιατί, όντως, οι απόγονοι των Μάγιας δεν διαθέτουν το συγκεκριμένο γονίδιο. «Έχουν συγκεντρώσει όλες τις τρίχες στο κεφάλι και δεν έχουν πουθενά αλλού, ούτε καν στο πρόσωπο. Δεν υπάρχει Μάγιας με μούσι», μας λέει σχεδόν με παράπονο, λες και πρόκειται για κάποιου είδους αναπηρία.
Είμαστε καθισμένοι στις χτιστές αντικριστές καρέκλες σχήματος S, τις «tú y yo», τα χαρακτηριστικά λευκά καθίσματα των πόλεων του Γιουκατάν που σε αναγκάζουν να κοινωνικοποιηθείς, γιατί μιλάς στον απέναντί σου θες-δεν θες, κι ας έχεις ένα κεφάλι καζάνι απ’ το τζετ λαγκ – για τέταρτη μέρα.
Την ώρα που φωτογραφίζουμε τους πιτσιρικάδες που φωτογραφίζονται μπροστά στην πολύχρωμη ταμπέλα-γλυπτό με το όνομα της πόλης, προσέχουμε ότι όλοι γύρω μας έχουν ένα πλαστικό ποτηράκι στο χέρι και καταβροχθίζουν την κρέμα που πουλάει ένα νεαρό ζευγάρι.
Μεταξύ αστείου και σοβαρού αναφέρω στην κοπέλα που μας δείχνει τα αξιοθέατα ότι δεν έχω δει ούτε έναν ντόπιο με καράφλα κι αυτή επιβεβαιώνει την παρατήρησή μου, γιατί, όντως, οι απόγονοι των Μάγιας δεν διαθέτουν το συγκεκριμένο γονίδιο.
Το κάθε ποτηράκι κοστίζει πέντε πέσος, που αντιστοιχούν σε εικοσιπέντε λεπτά, και παίρνουμε ένα για να δοκιμάσουμε. Το σπιτικό γλυκό που περιφέρουν ζεστό σε έναν μεγάλο δίσκο είναι μια κρέμα από γάλα καρύδας που τη λένε λέτσε ντε κόκο, κάτι σαν άνθος αραβοσίτου, αλλά λίγο πιο πηχτή. Τη φτιάχνουν με αλεύρι από βρόμη και έχει διαφορετική υφή, πιο «βελούδινη».
Το νεαρό ζευγάρι (που φαίνεται το πολύ 16-17 χρονών και έχει και παιδί) δεν είναι το μόνο που πουλάει την κρέμα, το πεντάχρονο κορίτσι στην άλλη πλευρά της πλατείας –που περιφέρεται σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα– ξεπουλάει τα ποτηράκια σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Τη γιορτινή ατμόσφαιρα της πλατείας καταστρέφει μια τεράστια φάτνη με έναν Χριστό πιο φρικτό και από τα φρικτότερα ugly babies σε πίνακες μουσείων (τον Χριστό ως βρέφος δεν τον έχει ζωγραφίσει όμορφο ούτε ο καλύτερος ζωγράφος) και τους πιο άσχημους μάγους που μπορούν να υπάρξουν σε γλυπτό.
Η λέτσε ντε κόκο είναι ένα από τα ελάχιστα γλυκά που μας άρεσαν στο Γιουκατάν· παρότι το φαγητό ήταν παντού και απίθανο, τα μεξικάνικα γλυκά δεν μας ξετρέλαναν. Στη Μέριδα, ωστόσο, υπάρχει ένα παγωτατζίδικο που για το «Lonely Planet» είναι βασικός λόγος για να επισκεφτείς την πόλη – «θα πήγαινες σε αυτό το μέρος ακόμη κι αν ήσουν στην Αρκτική, είναι τόσο καλό» αναφέρει.
Με όλο το hype που το συνοδεύει, το Pola είναι όντως ξεχωριστό παγωτατζίδικο, γιατί έχει τζελάτο με ιδιαίτερες γεύσεις όπως τυρί ένταμ με μπισκότο και βούτυρο φουντουκιού, σοκολάτα με τσίλι, ροκφόρ με κομπόστα μήλου, custard κουβανέζικης βανίλιας, μέλι με palmier, καφέ με ιταλικά biscotti, καρδάμωμο, και vegan μεξικάνικα σορμπέ που είναι τα highlight του: γκουάβα, σαπότε με τεκίλα, ανανά με chaya, λάιμ του Γιουκατάν. Το παγωτό του ήταν όντως πολύ καλό, σίγουρα καλύτερο από ό,τι σε προδιαθέτουν οι περιγραφές.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων της Μέριδας, το 60%, είναι απόγονοι των Μάγιας (no καράφλες, no μούσια), οι υπόλοιποι είναι μιγάδες που προέκυψαν από τις επιμειξίες των αποίκων, των σκλάβων και των ντόπιων φυλών, αλλά και ξένοι που επέλεξαν να ζήσουν εκεί τις τελευταίες δεκαετίες. Γι’ αυτό και το φαγητό τους είναι πολυπολιτισμικό, ειδικά στα εστιατόρια.
Το καλύτερο μέρος για να δοκιμάσεις ντόπιο φαγητό είναι η Mercado Lucas Galvez, η κεντρική αγορά και η μεγαλύτερη της Μέριδας, που για κάποιον ξένο και ανυποψίαστο μπορεί να είναι πολιτισμικό σοκ. Παρότι οι μυρωδιές και τα χρώματα των φαγητών με τις αμέτρητες σάλτσες σού προκαλούν ζάλη και είναι πολύ λαχταριστά, στα μαγαζάκια που βρίσκονται διάσπαρτα παντού, ανάμεσα από μανάβικα και μαγαζιά με αναμνηστικά, κάθονται μόνο ντόπιοι.
Είναι περίεργο, αλλά οι τουρίστες προτιμούν το φαγητό των ξενοδοχείων ή των εστιατορίων που σερβίρουν μακαρόνια καρμπονάρα, ναπολιτάνα ή με πέστο, από τα εξωτικά κρέατα με τις καυτερές σάλτσες. Βέβαια, αν το μαγαζί έχει αναφερθεί σε κάποιο επεισόδιο των γαστρονομικών σειρών του Netflix, έχει ουρές. Όπως η πολύ καλή Taquería La Lupita που βρίσκεται στη Mercado de Santiago, την αγορά κοντά στο πάρκο Santiago.
Οι salbutes, τα τάκος και τα πανούτσος της La Lupita έγιναν θέμα στο επεισόδιο «Οξέα» στη σειρά «Αλάτι, Λιπαρά, Οξέα, Θερμοκρασία», όπως και το cochinita pibil, το γουρουνάκι που ψήνεται θαμμένο στο χώμα, και από τότε γίνεται στο μαγαζί λαϊκό προσκύνημα. Και από τουρίστες.
Η Taquería La Lupita είναι μια επιχείρηση που ξεκίνησε πριν από μισό αιώνα, όταν ο Baldemar Solís και η Olga Romero νοίκιασαν έναν μικρό χώρο και άρχισαν να πουλάνε ψητά γουρουνάκια. Το μαγαζί έγινε αμέσως στέκι για τους ανθρώπους που πήγαιναν για ψώνια στην αγορά, αλλά και για αυτούς που δούλευαν εκεί, γιατί είχε μόνο τοπικά φαγητά μαγειρεμένα με τον καλύτερο τρόπο, με όλες τις σάλτσες, τα ξίδια και τα καρυκεύματα (του περίφημου recado rojo συμπεριλαμβανομένου) φτιαγμένα από τους ιδιοκτήτες του.
Σήμερα το La Lupita το «τρέχουν» η κόρη τους η Γουαδελούπη μαζί με τον άντρα της, έναν πρώην βιολόγο, που το ανέλαβαν πριν από 25 χρόνια (έχουν και άλλα εννιά μαγαζιά στην ίδια αγορά). Κάθε μέρα ψήνουν και πουλάνε τουλάχιστον τριακόσια γουρουνάκια (cochinita pibil) και αμέτρητα τάκος, ενώ εξακολουθούν να κάνουν όλες τις παρασκευές μόνοι τους. Τα γουρουνάκια, δυστυχώς, δεν ψήνονται πλέον με τον παραδοσιακό τρόπο, ψήνονται σε ξυλόφουρνους, αλλά αυτό δεν φαίνεται να έχει σημασία για κανέναν.
Η La Lupita δεν έχει καλύτερο φαγητό από αυτό που βρίσκεις στα μαγαζάκια της Mercado Lucas Galvez, αλλά όταν σου αφιερώσει το Netflix ολόκληρο επεισόδιο και σου δώσει τρελή δημοσιότητα, όλοι σε βλέπουν με διαφορετικό μάτι.
Η Μέριδα είναι μια πολύ τουριστική πόλη (έως υπερβολικά τουριστική, εξαρτάται από το σε ποια περιοχή κινείσαι), παρότι δεν έχει χάσει καθόλου τον αυθεντικό, μετα-αποικιακό της χαρακτήρα. Το καταλαβαίνεις από τις αγορές με τα αμέτρητα σουβενίρ, από τα χιψτεροκαφέ με τις εκθέσεις λαϊκής τέχνης, από τα μαθήματα μαγειρικής για τουρίστες, τα οργανωμένα τουρ αποκλειστικά για ξένους που βλέπεις στους δρόμους και στα δημόσια κτίρια, από το Pok Ta Pok που γίνεται θέαμα κάθε Σάββατο βράδυ στην πλατεία μπροστά από τον καθεδρικό ναό – ο οποίος είναι ο πιο παλιός του Μεξικού, από το τέλος του 16ου αιώνα.
Είναι μια καλή ευκαιρία να δεις πώς παιζόταν το αρχαίο παιχνίδι, που είναι στην ουσία αρχαίο ποδόσφαιρο, ή έστω πώς φαντάζονται οι σημερινοί παίχτες του ότι παιζόταν. Οι έξι συμμετέχοντες μπορεί να κάνουν μια αναπαράσταση σχεδόν χορογραφημένη και να μην κινδυνεύουν με αποκεφαλισμό αν ηττηθούν, αλλά παθιάζονται και παίζουν λες και όντως τους περιμένει στο τέλος η θυσία. Btw, το τέλος, που η μπάλα παίρνει κυριολεκτικά φωτιά, είναι το πιο εντυπωσιακό μέρος του παιχνιδιού.
Το πρώτο πράγμα που μας συμβούλεψε η συνοδός μας, όσο μας έδειχνε το «μνημείο για την πατρίδα» στη λεωφόρο Paseo de Montejo, είναι να αγοράσουμε γουαγιαμπέρα, τα χαρακτηριστικά πουκάμισα του Γιουκατάν που πουλάει κάθε μαγαζί με αντρικά ρούχα στην πόλη. Μερικά πουλάνε μόνο γουαγιαμπέρας.
Το γουαγιαμπέρα –το κλασικό «πουκάμισο γάμου» με τις κεντητές μπορντούρες– είναι ένα διαχρονικό ανδρικό ρούχο, που για τον Μεξικανό της περιοχής είναι πολιτιστική κληρονομιά, κι ας μην είναι καν μεξικάνικο (η καταγωγή του είναι από την Κούβα). Από τη στιγμή που άρχισα να το προσέχω στους δρόμους, άρχισα να βρίσκω όλο και πιο καταπληκτικά αυτά που φόραγαν οι περαστικοί, με αποκορύφωμα ένα βράδυ στο κλαμπ Welcome to Hell που ήταν σαν πασαρέλα με γουαγιαμπέρα.
Εκεί, την ώρα που ξεφάντωνε όλο το μαγαζί με Bad Bunny, εντόπισα το μόνο μίνιμαλ γουαγιαμπέρα (σκούρο μπλε, με μπλε μπορντούρα) που κυκλοφορούσε στη Μέριδα και το αναζήτησα με μανία το επόμενο το πρωί σε ολόκληρη την πόλη. Δεν το βρήκα πουθενά. Οι Μεξικανοί δεν είναι και πολύ του μίνιμαλ, τα περισσότερα γουαγιαμπέρας που κυκλοφορούν είναι με πολύχρωμα κεντίδια ή πολύχρωμα γενικώς, και κάθε μαγαζί έχει περίπου τα ίδια, με λίγες παραλλαγές.
Επίσης, είναι όλοι οι ιδιοκτήτες τους συνεννοημένοι και έχουν ίδιες τιμές (και το ίδιο όριο στο παζάρι). Κι ενώ απελπίστηκα και το είχα πάρει απόφαση ότι θα έφευγα από την πόλη χωρίς το θρυλικό πουκάμισο, το βρήκα σε ένα τουριστικό μαγαζί ακριβώς απέναντι από το ξενοδοχείο μας, που το είχε ένας ηλικιωμένος σωσίας του Παντελή Ζερβού – με λίγο πιο σχιστά μάτια. Ήταν πολύ πιο ωραίο από ό,τι το είχα δει στο σκοτάδι.
To «μνημείο για την πατρίδα», που είναι το πιο εμβληματικό γλυπτό της πόλης, ξεκίνησε να φιλοτεχνείται από τον γλύπτη Rómulo Rozo το 1945, σχεδόν έναν αιώνα μετά την (επαν)ενσωμάτωση του Γιουκατάν στη μεξικανική δημοκρατία, και χρειάστηκε έντεκα χρόνια και τη συνεργασία δύο αρχιτεκτόνων για να ολοκληρωθεί, του Manuel Amábilis Domínguez και του γιου του Max Amábilis.
Το μεγάλων διαστάσεων γλυπτό που βρίσκεται στο βορειότερο σημείο της Paseo de Montejo, της λεωφόρου που είναι χτισμένη με πρότυπο τη Champs-Élysées του Παρισιού και είναι το καλύτερο μέρος για σουλάτσο, απεικονίζει σκηνές από την ιστορία του Μεξικού, γνωστές και άγνωστες, που έχουν ενδιαφέρον να εξερευνήσεις μόνο αν είσαι Μεξικανός: η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, της επανάστασης και της μάχης για την Πουέμπλα, κι άλλες πολλές που θυμίζουν στους ανθρώπους του Γιουκατάν την ιστορία τους και τους κάνουν να αισθάνονται περισσότερο μέρος της δημοκρατίας, δηλαδή πιο Μεξικανοί. Αυτός ήταν ο σκοπός του μνημείου.
Οι Μεξικανοί είναι πολύ βασανισμένος λαός, αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνεις από την πρώτη στιγμή που πατάς το πόδι σου στη χώρα και επιβεβαιώνεται κάθε φορά που μετακινείσαι σε διαφορετικά μέρη.
Η –μήκους έξι χιλιομέτρων– λεωφόρος του Montejo, με τα απίστευτα αρχοντικά του 19ου αιώνα που ανήκαν στους πλούσιους ιδιοκτήτες των φυτειών «πράσινου χρυσού» (που ήταν η αγαύη), πήρε το όνομά της από τον Francisco de Montejo, τον Ισπανό κατακτητή που ίδρυσε την πόλη το 1542. Είναι γεμάτη δέντρα, αρχιτεκτονική της αποικιακής περιόδου και μερικά από τα καλύτερα καφέ της πόλης, όμορφη, αλλά μόνο με ψήγματα, πλέον, από την αίγλη του παρελθόντος.
Το παρελθόν είναι κάτι που δεν γίνεται να το αποφύγεις, είναι παντού και στο θυμίζουν τα κτίρια της πόλης, ο καθεδρικός της κεντρικής πλατείας που είναι χτισμένος πάνω σε έναν ναό των Μάγιας, το Palacio Municipal (το δημαρχείο), το Palacio de Gobierno (η έπαυλη του κυβερνήτη), το υπέροχο Teatro Peón Contreras (το θέατρο του 1900), το Museo de la Ciudad (το μουσείο της πόλης), το Palacio Canton (το μουσείο ανθρωπολογίας και ιστορίας), το Casa T´HŌ που είναι ο παράδεισος του instagramer.
Λίγο πριν αποχαιρετήσουμε την πόλη για να επισκεφτούμε την Ουξμάλ και τη χασιέντα Yaxcopoil προσπαθήσαμε να βρούμε το λέτσε ντε κόκο, αλλά οι πλανόδιοι με το φαγητό στην πλατεία κυκλοφορούν μόνο τη νύχτα…