Ο δρόμος που οι Σκωτσέζοι ονομάζουν «North Coast 500» από το Ίνβερνες μέχρι το Άπλκρος (από το ανατολικό άκρο της Σκωτίας και οδηγώντας κατά μήκος της ακτογραμμής, μέχρι το απέναντι δυτικό άκρο) είναι η σκωτσέζικη απάντηση στην αμερικάνικη Route 66. Μια εκθαμβωτική διαδρομή ανάμεσα από λόφους και βουνά, δίπλα σε λίμνες, ρυάκια, καταρράκτες και τη θάλασσα, με υγρασία που φτάνει και το 95%, αρκετά δύσκολη στην οδήγηση, με στενούς μονόδρομους όπου κινείσαι απελπιστικά αργά, μόνος μέσα στην απόλυτη ερημιά, με ομίχλη και κακοκαιρία ακόμα και τον Αύγουστο.
Είναι παράξενη η ομορφιά των Χάιλαντς, μοναδική και πρωτόγνωρη, με τέτοια εναλλαγή τοπίων και σκηνικών άγριων και απόκοσμων, που σε αποζημιώνουν και για την κούραση και την ταλαιπωρία από το μεγάλο ταξίδι. Απέραντοι βαλτότοποι (τα moorlands) μόνιμα σκεπασμένοι με πράσινους θύσσανους, ολόκληροι λόφοι ροζ και μοβ από τα ανθισμένα ρείκια, δάση από δέντρα-μαθουσάλες, βροχή, νερά ατελείωτα και παντού, η θάλασσα με απότομα βράχια και παραλίες έρημες, σχεδόν εχθρικές, με θολά νερά και αμμουδιά που στην άμπωτη εκτείνεται για μίλια, με σωρούς από φύκια και πέτρες σκεπασμένες με βρύα και κίτρινη γλίτσα, μέρη αφιλόξενα, άγονα, γι’ αυτό και τόσο αραιοκατοικημένα.
Διασχίζεις εκατοντάδες χιλιόμετρα και δεν πετυχαίνεις ούτε έναν άνθρωπο. Το μόνο που σου υπενθυμίζει την ανθρώπινη παρουσία είναι κάποιοι οικισμοί με 3-4 σπίτια ή κάποια απόμερα χωριατόσπιτα που είναι χτισμένα δίπλα στη θάλασσα, με παρκαρισμένα αυτοκίνητα στην αυλή. Μπορείς, όμως, να δεις το Βόρειο Σέλας, να περιπλανηθείς στις περιοχές γύρω από τα κάστρα (που συνήθως έχουν πιο μεγάλο ενδιαφέρον από το ίδιο το κάστρο), να δεις φώκιες, φάλαινες και πούφινς, φάρους και ψαροχώρια, αγελάδες και ελάφια. Και πρόβατα, αμέτρητα πρόβατα που κυκλοφορούν μόνα τους και ανενόχλητα, χωρίς φυσικούς εχθρούς (τον τελευταίο λύκο της Σκωτίας τον σκότωσαν στο τέλος του 18ου αιώνα) κι έχουν παντού προτεραιότητα.
Όταν τα συναντάς οφείλεις περιμένεις να διασχίσουν το δρόμο μέχρι να αποφασίσουν πού θέλουν να αράξουν. Μετά στέκονται και σε κοιτάνε στα μάτια μασουλώντας αυθάδικα το χορτάρι που μοιάζει με παχιά μοκέτα και σκεπάζει την ξηρά για 12 μήνες το χρόνο. Η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας που σου δημιουργεί η ερημιά και το δέος του αχανούς ήταν η βασική έμπνευση για τον Τόλκιν όταν περιέγραφε την Μέση Γη.
Αυτό που είναι αξιοπερίεργο είναι ότι στο βόρειο μέρος των Χάιλαντς δεν υπάρχουν πραγματικά χωριά. Τα περισσότερα ονόματα που βλέπεις ως κουκκίδες στον χάρτη είναι μικροί οικισμοί, χωρίς καν μαγαζιά, και πρέπει να ξέρεις καλά ποια διαδρομή θα ακολουθήσεις, γιατί, όταν ο καιρός είναι κακός, σε κάποιους δρόμους δεν επιτρέπεται να οδηγήσεις.
Σήμερα τα Χάιλαντς είναι από τα πιο αραιοκατοικημένα μέρη της γης. Δεν ήταν πάντα έτσι, μέχρι το 1755 φιλοξενούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Σκωτίας, περισσότερους από τους μισούς κατοίκους της, μια φυλή με δικιά της γλώσσα (τη γαελική) και διαφορετικές παραδόσεις και κουλτούρα από των κατοίκων των Λόουλαντς. Οι πιο πολλοί ανήκαν σε φατρίες και ήταν κυρίως αγρότες που ζούσαν μέσα στη φτώχια στα blackhouses, τα πέτρινα σπίτια που μοιάζουν με μεγάλες καλύβες με σκεπή από άχυρα, σε συνθήκες πρωτόγονες, με ολόκληρη την οικογένεια να μοιράζεται το ίδιο δωμάτιο (ένα και μοναδικό). Τα είπαν blackhouses γιατί δεν είχαν τζάκια, η μαυρίλα του καπνού έβαφε όλη την οροφή πριν βρει διέξοδο από τα άχυρα. Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες αναγκάστηκαν να φύγουν όταν έγιναν οι Εκκαθαρίσεις, οι μαζικοί διωγμοί των κατοίκων των Χάιλαντς από τους άρχοντες που ήταν ιδιοκτήτες της γης. Ο Δούκας του Σάδερλαντ, τότε ένας από τους πλούσιους ανθρώπους του κόσμου, με το μεγαλύτερο μέρος των Χάιλαντς στην ιδιοκτησία του, αποφάσισε να αντικαταστήσει τους αγρότες με τα πρόβατα που έφτασαν μαζικά στην Σκωτία (τα «χρυσωρυχεία μαλλιού») και έκαναν τους πλούσιους ακόμα πλουσιότερους. Έως το 1820 είχε κοπάδια με 120 χιλιάδες πρόβατα σε μια τεράστια έκταση που είχε ερημώσει από ανθρώπους –κάποιοι από αυτούς πήγαν στις πόλεις, αλλά οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην Βόρεια Αμερική και στον Καναδά. Όσοι έμειναν νοίκιασαν μικρές εκτάσεις γης από τους άρχοντες, τα crofts, κι έγιναν υπηρέτες τους. Τα επόμενα χρόνια τα Χάιλαντς άδειασαν εντελώς από κόσμο. Κι η Γλασκόβη, από 30 χιλιάδες κατοίκους που είχε το 1770, μέσα σε 150 χρόνια ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο! Αυτό που είναι αξιοπερίεργο είναι ότι στο βόρειο μέρος των Χάιλαντς δεν υπάρχουν πραγματικά χωριά. Τα περισσότερα ονόματα που βλέπεις ως κουκκίδες στον χάρτη είναι μικροί οικισμοί, χωρίς καν μαγαζιά, και πρέπει να ξέρεις καλά ποια διαδρομή θα ακολουθήσεις, γιατί, όταν ο καιρός είναι κακός, σε κάποιους δρόμους δεν επιτρέπεται να οδηγήσεις. Κι όσο πιο βόρεια πας, τόσο πιο μεγάλη είναι η διάρκεια της ημέρας. Στο πιο δυτικό άκρο της Βρετανίας, στο Cape Wrath, ένα σημείο που βρίσκεται πιο κοντά στο Ρέικιαβικ από ό,τι στο Λονδίνο, τον Αύγουστο νυχτώνει στις 11 το βράδυ (ώρα Ελλάδας μία μετά τα μεσάνυχτα), απορυθμίζοντας εντελώς το βιολογικό σου ρολόι. Την πρώτη νύχτα δεν κλείσαμε μάτι, παρ' όλη την κούραση.
Η πρώτη (μεγάλη) στάση στην Balnakeil Bay, μια παραλία με εντυπωσιακούς αμμόλοφους και λευκή άμμο που είναι από τα καλύτερα σημεία για σερφ στη Βρετανία ήταν αρκετά περιπετειώδης, ο αέρας ήταν τόσο δυνατός που δεν σε άφηνε να σταθείς ακίνητος ούτε για να φωτογραφήσεις. Ακόμα και με τον δυνατό άνεμο και τους 9 βαθμούς, η θέα από το παλιό νεκροταφείο που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου την ώρα που έδυε ο ήλιος ήταν μαγευτική. Εκεί κοντά, σε έναν οικισμό με χαμηλά τολ που θυμίζει το χωριό των Χόμπιτ, μέσα στην ερημιά, υπάρχει μια μικροσκοπική σοκολατερί που είναι από τις πιο διάσημες του κόσμου. Την λένε Cocoa Mountain Café και εκτός από ζεστή σοκολάτα έχει και μια ποικιλία από σοκολατάκια –με ξεχωριστή την τρούφα σαμπάνιας- που αγοράζουν μαζικά Άραβες και Ρώσοι εφοπλιστές και είναι η αδυναμία της Γιόκο Όνο. Το Balnakeil Craft Village φτιάχτηκε την δεκαετία του ’50 και ήταν σταθμός με ραντάρ στην περίοδο του ψυχρού πολέμου. Σήμερα ζουν εκεί νεοχίπηδες που κατασκευάζουν αντικείμενα από ξύλο και μαλλί και πουλάνε στους τουρίστες. Στον οικισμό υπάρχει και ένα εξαιρετικό εστιατόριο αλλά είναι τόσο μικρό που δεν ωφελεί να το επισκεφτείς αν δεν έχεις κάνει κράτηση. Το Balnakeil είναι ακριβώς στο κέντρο της «North Coast 500» και είναι βασικός σταθμός, έτσι μαζεύει πολύ κόσμο το καλοκαίρι. Εκεί φουλάρεις το αυτοκίνητο με καύσιμα για να ξεκινήσεις το ταξίδι προς τα δυτικά και, αν είσαι τολμηρός, ξεκινάς τον ποδαρόδρομο για το Cape Wrath. Γενικά, οι περιπατητές είναι πιο πολλοί από αυτούς που θα συνεχίσουν το ταξίδι με αυτοκίνητο. Και σε όλα τα δημοφιλή σημεία της διαδρομής τους βλέπεις παντού, με φλούο αδιάβροχα σαν κάμπιες να ξεχωρίζουν πάνω στους λόφους και τα βουνά και σε απόμερα μονοπάτια. Ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι τα 60 και, πραγματικά, τα Χάιλαντς δεν είναι προορισμός που προσφέρεται για κάποιον που είναι κάτω των 35, ειδικά αν ψάχνει για νυχτερινή ζωή και διασκέδαση. Μόνη εξαίρεση οι νεαροί σέρφερς που φτάνουν με βαν και στολές κατάδυσης και παρκάρουν στους αμμόλοφους, περιμένοντας να στρώσει ο καιρός. Θέλει μεγάλο θάρρος για να μπεις στο νερό με 9 βαθμούς...
Κι επειδή αναρωτήθηκα γιατί στο καλό έχει τέτοια αδυναμία η Γιόκο Όνο στο καφέ της Balnakeil Bay: ο Τζον Λέννον περνούσε στο Durness (δίπλα ακριβώς) όλα τα καλοκαίρια του ως παιδί, μαζί με τους συγγενείς του. Σήμερα οι κάτοικοι έχουν στήσει στη μνήμη του ένα άσχημο μνημείο (ένα κομμάτι βράχου που γράφει «There are places I remember all my life»).
Στο Rhiconich που διανυκτερεύσαμε σε ένα σπίτι στην άκρη του γκρεμού, με ελάφια να περνάνε έξω από το παράθυρο, φύσαγε και έβρεχε όλη τη νύχτα. Τα ερειπωμένα σπίτια που έχουν εγκαταλείψει οι κάτοικοί τους από τη δεκαετία του ’70 έκαναν την ατμόσφαιρα τρομακτική. Όσα έχουν απομείνει έχουν γίνει πανδοχεία ή νοικιάζονται στο Airbnb, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής ζουν από τους τουρίστες και τους πεζοπόρους. Από την ιδιοκτήτρια του σπιτιού μάθαμε ότι εκτός από αυτούς που τους αρέσει απλά το περπάτημα (κι είναι πολλοί), έρχονται και αρκετοί για να παρατηρήσουν πουλιά, να δουν τις φώκιες και τις φάλαινες και να κατέβουν -όποτε ο καιρός το επιτρέπει- στην Smoo Cave, τη μεγαλύτερη θαλάσσια σπηλιά της Βρετανίας για να δουν τον καταρράκτη και το σημείο που πέταγε τα κουφάρια των θυμάτων της η συμμορία του MacLeod. Επίσης, ο Αύγουστος είναι ο καλύτερος μήνας για να δεις ανθισμένα τα περισσότερα από τα αγριολούλουδα της Σκωτίας. Αυτά που στα ελληνικά μεταφράζονται απλά "ροδόδεντρα" (στα αγγλικά rosebay willowherb) είναι τα πιο κοινά φυτά της σκωτσέζικης επαρχίας -τόσα πολλά που μοιάζει να τα έχουν σπείρει- βάφουν ροζ ολόκληρες εκτάσεις δίπλα στις λίμνες. Εκτός από τα ρείκια και τα ροδόδεντρα την παλέτα του ροζ συμπληρώνουν τα ανθισμένα γαϊδουράγκαθα -το εθνικό τους λουλούδι και σημαντικό σύμβολο εδώ και 500 χρόνια- σε πολλά μεγέθη και είδη. Κανείς δεν ξέρει πώς ξεκίνησε αυτή η λατρεία για το ταπεινό αυτό λουλούδι, πάντως το βλέπεις σε πολλά εμβλήματα και έχει εμπνεύσει ποιητές (το επικό A Drunk Man Looks at the Thistle του Hugh MacDiarmid είναι από τα πιο αγαπημένα ποιήματα των Σκωτσέζων). Η μόνη παραφωνία ανάμεσα στα ροζ ήταν οι κίτρινες συστάδες των σενέκιων, ένα λουλούδι που μοιάζει με μαργαρίτα και είναι παραταγμένο στις άκρες των δρόμων παντού, από το βορά μέχρι το νότο.
Το φαγητό στα Χάιλαντς είναι ένα θέμα. Επειδή είναι τόσο αραιοκατοικημένη, μπορεί να χρειαστεί να κάνεις δεκάδες μίλια για να βρεις εστιατόριο ή παμπ που να σερβίρει γεύμα της προκοπής. Στους δρόμους της δυτικής ακτής δεν υπάρχουν ούτε καν τα βενζινάδικα με τα σνακ που βρίσκεις στις εθνικές οδούς της υπόλοιπης χώρας. Και αν πετύχεις κάποιο φαγάδικο που είναι αξιοπρεπές, πρέπει να έχεις προγραμματίσει να φτάσεις εκεί τη σωστή ώρα, γιατί το τελευταίο μεσημεριανό σερβίρεται στις δύο το μεσημέρι και το πρώτο δείπνο μετά τις πεντέμιση. Τα περισσότερα από τις 2 μέχρι τις 5.30 είναι κλειστά. Και σχεδόν σε όλα πρέπει να έχεις προνοήσει να κάνεις κράτηση, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες που έχουν ξένους. Μην φανταστείς πλήθη και ουρές από αυτοκίνητα, ακόμα και τα πιο δημοφιλή μέρη που υποτίθεται ότι είναι πολύ τουριστικά είχαν 5-6 παρέες, καμιά δεκαριά αυτοκίνητα, άλλα τόσα τροχόσπιτα και μικρές ομάδες πεζοπόρων που έπαιρναν τα βουνά και χάνονταν, -καμία σχέση με την κατάσταση τον Αύγουστο στα ελληνικά τουριστικά μέρη. Έχουν όμως μόνιμους θαμώνες τους ντόπιους και μαγειρεύουν περιορισμένο αριθμό μερίδων. Αν πας χωρίς να έχεις ειδοποιήσει και περιμένεις να φας, την πάτησες.
Κάποιες παλιές παμπ ή μικρά εστιατόρια σε τολ στα πιο απόμερα μέρη έχουν καταπληκτικό φαγητό, τόσο καλό που σε κάνουν να αλλάξεις γνώμη για τη βρετανική κουζίνα. Μπορείς να βρεις εξαιρετικά πιάτα με ψάρια και θαλασσινά από τον Ατλαντικό ή τις λίμνες, ντόπια κρέατα (αρνί και την περίφημη σκωτσέζικη ποικιλία μοσχαριού Angus) και κυνήγι (ελάφια και grouse –τον ντόπιο αγριόγαλο που μοιάζει πιο πολύ με μεγάλη πέρδικα). Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν οι σούπες. Κυρίως η χαρακτηριστική σούπα των Χάιλαντς που αξίζει να δοκιμάσει κανείς, η Cullen Skink. Το Cullen είναι ένα ψαροχώρι στην βορειοανατολική ακτή, από όπου ξεκίνησε ως σπεσιαλιτέ η ξεχωριστή σούπα πριν εξαπλωθεί σε όλα τα Χάιλαντς. Είναι μια ψαρόσουπα με πολύ πλούσια γεύση με βάση το γάλα, με πατάτες και καπνιστό μπακαλιάρο, παρόλο που στην σκωτσέζικη γαελική (την ντόπια γλώσσα που θυμίζει πιο πολύ ιρλανδικά παρά αγγλικά) το skink είναι το μοσχαρίσιο κότσι. Κανείς δεν ξέρει γιατί ονομάζεται έτσι, πάντως στην προετοιμασία της σούπας δεν χρησιμοποιείται ποτέ ζωμός κρέατος. Την δοκιμάσαμε σε πολλές εκδοχές, από πηχτή σαν αραιωμένο πουρέ μέχρι αραιή και κρεμώδη, αλλά την καλύτερη Cullen Skink με διαφορά τη φάγαμε στο Ardgour Bar & Restaurant στο Ardgour (ένα παραθαλάσσιο χωριό κοντά στο Fort William, βόρεια του Mull). Τη μαγείρευε μια ηλικιωμένη κυρία με ενάμιση πόδι που έκανε αστραπιαίες κινήσεις στηριζόμενη σε μια πατερίτσα κολλημένη στο χέρι της, η οποία μαγείρευε καμία δεκαπενταριά μερίδες, μόνο για τους μόνιμους θαμώνες. Την πρώτη φορά που μπήκαμε στο μαγαζί όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα από ντόπιους, όλοι ηλικιωμένοι, με σκυλιά deerhound ξαπλωμένα δίπλα τους σε κουβέρτες, ακίνητα και αφύσικα αθόρυβα. Παρατηρώντας τα πρόσωπά τους την ώρα που έτρωγαν προσηλωμένοι στα πιάτα τους, αμίλητοι, ανάμεσα στα ξύλινα βαριά τραπέζια και τους πάγκους του μαγαζιού, θυμήθηκα τους Πατατοφάγους του Βαν Γκογκ.
Στο Ardrgour μείναμε στο σπίτι ενός 50άρη χίπη με ασκητική εμφάνιση, κατσαρό μακρύ μαλλί και γένια μέχρι τον αφαλό, ισχνό, που ήταν δάσκαλος της γιόγκα και χορτοφάγος. Έμενε με τη μητέρα του, επίσης χίπισσα, που είχε να φάει κρέας από τη δεκαετία του ’60, σκληροπυρηνική vegan, γιατί δεν επέτρεπε να φας τίποτα ζωικό μέσα στο σπίτι της. Κατ' εξαίρεση μας επέτρεψε να βάλουμε στο ψυγείο τους γάλα. Αυτοί, λοιπόν, είχαν μια κουζίνα που ήταν ίσως η πιο ωραία κουζίνα που έχω δει ποτέ, πολύχρωμη, με εκατοντάδες βαζάκια με μπαχαρικά και βότανα να στολίζουν τον έναν τοίχο, ορχιδέες στο παράθυρο και μια πόρτα που σε έβγαζε στην πίσω αυλή, όπου είχαν κρεμασμένες δεκάδες ταΐστρες πουλιών και όλη την ημέρα γινόταν πανηγύρι από σπίνους, κοκκινολαίμηδες και ένα σωρό πουλιά που φτερούγιζαν πάνω στον ώμο και στο κεφάλι σου τιτιβίζοντας, χωρίς κανέναν φόβο. Στο μπάνιο είχαν μια ταμπέλα με ευχαριστήρια στη μητέρα φύση που τους χάριζε το νερό και μια πρωινή προσευχή προς το σύμπαν. Αυτός ο χίπης μας έστειλε στο χάνι-εστιατόριο του χωριού για φαγητό, ίσως το καλύτερο που φάγαμε στα Χάιλαντς.
(συνεχίζεται)