Είχα έναν μαθητή στο σχολείο που ήταν για όλους μας απλησίαστος. Σοβαρός, αδιάφορος, ήσυχος, αγέλαστος, ποτέ δεν μπήκε στο νόημα του μαθήματος που κάναμε, ποτέ δεν ζήτησε κάτι και ποτέ δεν θέλησε να μου μιλήσει. Άνοιγε κουβέντα μόνο μ’ έναν άλλο που έπαιζε μουσική σε κέντρα κι ερχόταν ξενυχτισμένος κατευθείαν στο σχολείο απ’ τη δουλειά.
Ο μουσικός αυτός, μια μέρα, βλέποντας πόσο ήθελα να ξεκινήσω κουβέντα με τον άλλον, μου σφύριξε τη μαγική λέξη. Το κλειδί για να πιάσεις από κάπου συζήτηση. Περιστέρια. Ο νεαρός ήταν «περιστεράς». Κάποιος δηλαδή που μεγάλωνε ειδικές ράτσες περιστεριών για να ‘χει τη χαρά να τα παρατηρεί μέσα στο κλουβί κι έξω απ’ αυτό, να τα θαυμάζει στο πέταγμα τους.
Χρειάζεσαι τουλάχιστον εκατό λέξεις για να συνεννοείσαι, και δεν είναι γραμμένες σε κάποιο λεξικό αλλά τις διατηρεί πεισματικά στη ζωή μια ανάγκη αποτελεσματικής επικοινωνίας πολύ διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων. Με μια ακατάληπτη λέξη περιγράφεται ένα ολόκληρο φτέρωμα
Νόμιζα πως κάτι ήξερα γιατί στο σπίτι μας είχαμε κάποτε κάποια ζευγάρια περιστεριών που έστεκα και τα παρατηρούσα με τις ώρες. Αυτά που είχατε, μου διευκρίνισε ήταν «παγκούρια». Είναι τα πιο ασήμαντα για τους περιστεράδες και σαν ράτσα και σαν συμπεριφορά.
Ναι, στις τόσο «λαϊκές» δυτικές και βορειοδυτικές συνοικίες όπου ευδοκιμεί η συνήθεια της εκτροφής περιστεριών απονέμονται και οι πιο σπουδαίοι τίτλοι ευγενείας. Έχει σημασία τι έχεις. Βούτες, παπαγαλάκια ή μήπως ντουνέκια; Κι αν είναι παπαγαλάκια ανήκουν στα σκουφάτα, τα γερμανάκια, ή τα τσαρουχάτα; Πολύ γρήγορα καταλάβαμε και οι δύο πως ο δάσκαλος μπορεί να ήταν καλό παιδί αλλά άσχετος. Αγνοούσε την περιστερική ορολογία σε απελπιστικό βαθμό. Με κοίταξε σκεπτικός. Δικός του δεν ήμουν, μήπως όμως θα μπορούσα να γίνω; Δεν θα είχε πλάκα να με τραβήξει μαζί του στα διάφορα στέκια των περιστεράδων; Στα υπόγεια μαγαζιά της οδού Αθηνάς ή σ’ εκείνο πίσω απ’ το γήπεδο του Ατρόμητου; Να γίνει μια πλήρης αντιστροφή και αυτός που μάταια δίδασκε φούμαρα να κάτσει να διαβάσει για να μάθει να μιλάει. Έτσι φαίνεται πως το σκέφτηκε και πήρε τη γενναιόδωρη απόφαση να καταργήσει την απόσταση που μας χώριζε. Κέρδισα ένα δάσκαλο που μου έδειξε τις συνήθειες, τις κακίες και την αφοσίωση των περιστεράδων στο αντικείμενο του πάθους τους.
Τα περιστέρια και η εκτροφή τους είναι πραγματικά ένα πάθος κι ένας έρωτας. Γι αυτόν τον έρωτα μπορεί να κλέψεις κάποια φορά, να έρθεις στα χέρια, να χαλάσεις την καρδιά σου αλλά και να αποκτήσεις νέους φίλους. Λοταρίες, πλειστηριασμοί, ατέλειωτο «φλερτάρισμα» ενός όμορφου ή σπάνιου περιστεριού που πουλιέται στο κατάστημα και θα ήθελες πολύ να αποκτήσεις.
Μια ομάδα ανθρώπων που βαστάει από παλιά, με ρίζες στο προσφυγικό κοινωνικό στρώμα, πρόγονοι που κι εκεί, στον τόπο καταγωγής τους, κι εδώ, στον τόπο της εξορίας τους, συνέχισαν το δεσμό τους μ’αυτό το εξημερωμένο πουλί. Είναι επίσης γνώστες και χρήστες μιας αρκετά καλά διατηρημένης διαλέκτου με ρίζες έναν αιώνα πίσω. Χρειάζεσαι τουλάχιστον εκατό λέξεις για να συνεννοείσαι, και δεν είναι γραμμένες σε κάποιο λεξικό αλλά τις διατηρεί πεισματικά στη ζωή μια ανάγκη αποτελεσματικής επικοινωνίας πολύ διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων. Με μια ακατάληπτη λέξη περιγράφεται ένα ολόκληρο φτέρωμα. Τζινί (γκρί με δύο χαρακτηριστικές γραμμές στην άκρη των φτερών), καρακανατί (άσπρο-μαύρο πιτσιλωτό), τσακάλια (άσπρο με «καπάκια»! καφέ). Ναι, καπάκια στα περιστερικά λέγονται οι δυο μεγάλες φτερούγες ενώ γραβάτα «φοράει» το περιστέρι όταν το φτέρωμα στο στήθος του είναι σγουρό και ανασηκωμένο, τσαρουχάτο όταν τα δάχτυλα των ποδιών σκεπάζονται από φτέρωμα. Παπαγαλάκια είναι τα περιστέρια με τη χαμηλή καμπυλωμένη προς τα κάτω μύτη, σουλούπι όταν η βούτα είναι τζινί στα καπάκια και το υπόλοιπο άσπρο. Γρήγορα δηλαδή τα νερά βαθαίνουν και οι φράσεις χρειάζονται επανάληψη και ανάλυση.
Σαξάνες, τσαπάρια, σουλούπια, οντού, καρακανάτια, τζωρτζιά, κιφσένια, ρώσοι, όλα έξω κι ο ουρανός να γιορτάζει μ' όποιον έχει φτερά για να πετάξει.
Διάλεκτος που μυρίζει Τουρκία και της πρέπει η γραπτή διαιώνιση. Διατηρητέα, ακαταλαβίστικη, αξιοσέβαστη, την άκουσα να μιλιέται κι από παιδιά δώδεκα-δεκατριών ετών. Ένας πατέρας μου είπε πως έσπρωξε το γιο του να γίνει περιστεράς μήπως και γλιτώσει απ’ τα ναρκωτικά κι ένας άλλος μου είπε πως προσπαθεί να τραβήξει το γιό του απ’ αυτούς γιατί δεν είναι σωστοί. Μου έδειξε κάποιον που έφτιαξε τριώροφο σπίτι απ’ τα περιστέρια και κάποιον άλλον που δεν λέει κουβέντα χρόνια τώρα γιατί αυτός ο άλλος κάποτε παρέσυρε με τα δικά του κι ένα καλό ζευγάρι στον περιστερώνα του κι από τότε δεν τα ξανάδωσε πίσω. Μου έδειξαν τις βούτες καθώς ανεβαίνουν ψηλά-ψηλά-ψηλά και μετά πέφτουν σαν σφαίρες για πολλά μέτρα μέσα στον αέρα, κάνοντας θεαματικά κόλπα και τους ιδιοκτήτες τους να γουργουρίζουν σαν γούτοι από περηφάνια. Γυναίκες δεν μου έδειξαν και θεωρείται αυτονόητο πως μια γυναίκα δεν πατάει στα στέκια τους. It’s a man’s world με όλα του τα προτερήματα και τα ελαττώματα. Τραχύς και με κοφτές κουβέντες, με κάποιες όμως σπίθες ποιητικής διάθεσης. Τα περιστέρια όταν βρίσκονται σ’ ερωτική διέγερση λένε πως είναι «πυρωμένα» και για τις συχνές στιγμές συνουσίας τους λένε απλά πως πάνε...βαρκάδα. Δεν χορταίνεις να βλέπεις τα ντουνέκια να εφορμούν και να βιδώνονται συνέχεια μέσα στον αέρα, να παρακολουθείς τις βούτες τις στησιάρικες να χορεύουν και να παρουσιάζουν όπλα.
Τις μέρες που είναι ο καιρός καλός, δεκάδες κλουβιά ανοίγονται για να ξεχυθούν στο γαλάζιο τα καμάρια των περιστεράδων. Σαξάνες, τσαπάρια, σουλούπια, οντού, καρακανάτια, τζωρτζιά, κιφσένια, ρώσοι, όλα έξω κι ο ουρανός να γιορτάζει μ’ όποιον έχει φτερά για να πετάξει.
______
Το άρθρο του Άλκη Γαλδαδά είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό 01. Οι φωτογραφίες είναι τωρινές.
σχόλια