Ο Γιάννης Αρελάκης, γιος προσφύγων από το Βαλτερό Σερρών, πάτησε πρώτη φορά το πόδι του επί ισλανδικού εδάφους στις 27 Νοεμβρίου του 1980. Το καράβι στο οποίο δούλευε ως λοστρόμος έπιασε Ρέικιαβικ, έμεινε μια μέρα και την επομένη άραξε στον κόλπο του Σιγλουφίρδι, γνωστό λιμάνι όπου το κύριο επάγγελμα των κατοίκων είναι η αλίευση. Εκεί γνώρισε την Καρολίνα και έκτοτε δεν σκέφτηκε ποτέ ξανά να επιστρέψει στο Βαλτερό.
Το βράδυ που μιλήσαμε μέσω Skype, περασμένα μεσάνυχτα, έμπαινε φως από τα παράθυρα. «Σήμερα έχει συννεφιά κι έπρεπε να ανάψω και τα φώτα» μου είπε. Στο βάθος, η Καρολίνα, όσο μιλούσαμε, ήταν ξαπλωμένη σ' έναν καναπέ προσπαθώντας να κοιμηθεί, παρόλο που δύο Έλληνες μιλούσαν βροντοφωνάζοντας ο ένας στον άλλον. Είναι το μόνο που ποτέ δεν μπόρεσε να κατανοήσει στον αγαπημένο της Γιάννη – γιατί οι Έλληνες όταν μιλάνε είναι σαν να τσακώνονται.
Έλληνας είμαι. Βλέπω όσα συμβαίνουν και στενοχωριέμαι. Εγώ αγαπάω την πατρίδα μου, δεν είμαι Ισλανδός. Είμαι από το Σιγλουφίρδι, αλλά Έλληνας.
— Πώς συνήθισες τη νύχτα να είναι σαν μέρα;
Το πρώτο καλοκαίρι μού ήταν πολύ δύσκολο, κοιμόμουν μόλις 3-4 ώρες, αν και από πιτσιρίκι δεν κοιμόμουν ποτέ πολύ. Δεν βαριέσαι, όλα είναι συνήθεια, όλα είναι στο μυαλό μας. Μεγάλωσα στο Βαλτερό Σερρών, 23 χιλιόμετρα από τα βουλγαρικά σύνορα. Πρώτη φορά είδα θάλασσα και καράβι το 1969 στη Θεσσαλονίκη.
— Πότε μπάρκαρες;
Στις 22 Αυγούστου του 1970. Ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο. Επέστρεφα συνεχώς στην Ελλάδα και το '74 πήγα φαντάρος. Έπεσα στο Κυπριακό κι έκανα 32 μήνες. Αμέσως μετά έφυγα πάλι. Μου άρεσε να γυρίζω, γιατί κι εκεί όπου γεννήθηκα υπήρχε φτώχεια. Μιλάμε, φτώχεια...
— Εσύ θα έβγαζες καλά λεφτά από τα καράβια. Εκείνα τα χρόνια η ναυτιλία έβγαζε.
Αφού έφερνε το συνάλλαγμα στην Ελλάδα. Ήμουν ο πιο πλούσιος πιτσιρικάς στον Νομό Σερρών.
— Τι ήξερες για την Ισλανδία πριν βρεθείς εκεί πρώτη φορά;
Ότι έχει πολύ ψάρι. Ήμασταν στην Αγγλία και ο καπετάνιος μάς είπε ότι θα πηγαίναμε Ισλανδία, αλλά κανείς δεν είχε ξαναέρθει εδώ. Νομίζαμε ότι ήταν Εσκιμώοι εδώ πέρα. Είχα διαβάσει ότι το 1976 η Ισλανδία βρέθηκε σε πόλεμο με την Αγγλία για τον μπακαλιάρο. Έγινε μεγάλη φασαρία τότε. Έρχονταν και ψάρευαν οι Άγγλοι ψαράδες, μέχρι που η Ισλανδία έκανε τα 50 μίλια με απαγορευτικό για τους ξένους, 200. Η Αγγλία δεν το δέχτηκε, έστειλε τα πολεμικά της και οι Ισλανδοί βγήκαν με τα καΐκια.
— Είναι εθνικός πλούτος ο μπακαλιάρος;
Γι' αυτό δεν έχουμε κρίση, καθόλου ανεργία.
— Πετρέλαιο έχετε;
Όχι. Τώρα ψάχνουν να βρουν βόρεια, κοντά στη Γροιλανδία. Εύχομαι να μη βρούνε. Εδώ έχουμε το ζεστό νερό, δεν χρειαζόμαστε πετρέλαια. Έχουμε τις φυσικές πηγές που χρησιμοποιούμε στα σπίτια. Το καλοριφέρ, το ζεστό νερό είναι πάμφθηνα. Τι να τα κάνω τα πετρέλαια; Αν βγουν τα πετρέλαια, θα χάσουμε το ψάρι.
— Πώς έγινε και το αποφάσισες να μείνεις για πάντα;
Με μάγεψε το μέρος από την πρώτη στιγμή. Εγώ ήμουν ναύκληρος και πρώτα φτάσαμε στο Ρέικιαβικ. Ήρθαμε αμέσως μετά στο Σιγλουφίρδι, όπου μείναμε 7 μέρες. Ήθελα να μείνω, αλλά ο καπετάνιος δεν με άφηνε. Έφυγα, ξεφορτώσαμε Γιουγκοσλαβία και ο καπετάνιος μού πλήρωσε τα εισιτήρια και γύρισα.
— Ερωτεύτηκες;
Πρώτα το μέρος και μετά τη γυναίκα μου. Όταν γύρισα, έμεινα ως τουρίστας 1,5 μήνα και στο τέλος τής πρότεινα να με παντρευτεί. Είπε το «ναι» και στις 22 Αυγούστου του 1981 παντρευτήκαμε. «Έρωτας με το μέρος, και έρωτας με τον άνθρωπο».
— Τι το ιδιαίτερο έχει το Σιγλουφίρδι;
Δεν μπορώ να το πω με λόγια. Πάντως, όλοι έχουν περάσει από εδώ, σπουδαίοι και μη, έχει μεγάλη ιστορία. Έχουμε και το Μουσείο της Ρέγκας εδώ, όπως η Αθήνα έχει την Ακρόπολη. Έχουμε πολύ τουρισμό.
— Όταν γύρισες στο χωριό σου και είπες «εγώ θα ζήσω στην Ισλανδία», ήξεραν πού πηγαίνεις;
Όχι, δεν είναι πολλά χρόνια που οι Έλληνες ξέρουν πού βρίσκεται η Ισλανδία. Όταν έγινε η κρίση του 2008 έμαθαν.
— Τι ακριβώς συνέβη τότε;
Υπέγραψαν οι πολιτικοί δάνεια για τις τράπεζες που ήταν ιδιωτικές, οι οποίοι –μάγκες– άνοιξαν τράπεζες και στο εξωτερικό. Χάσαμε πάρα πολλά λεφτά, βουλιάξαμε. Ξέσπασε η κρίση και οι πολιτικοί είπαν «εμείς θα τα πληρώσουμε». Ξεσηκωθήκαμε, ήμασταν για 29 ημέρες 119.000 άτομα έξω από τη Βουλή και υπογράψαμε ένα χαρτί ότι «εμείς δεν πληρώνουμε». Το πήγαμε στον Πρόεδρο Γκρίμσον – είναι ακόμα ο ίδιος, γιατί τον πρόεδρο τον εκλέγει ο λαός και όχι η Βουλή. Στην Ελλάδα πήρατε πολύ χρήμα και δεν έγιναν δουλειές για τους ανθρώπους. Κι εδώ τα ίδια έγιναν, δεν είναι καλύτεροι, αλλά γιατί εγώ να πληρώνω γι' αυτούς; Στην Ελλάδα όλοι φταίνε, και οι πολιτικοί αλλά και ο λαός. Έπαιρναν δάνεια, άνοιγαν μια δουλειά, αποτύγχαναν, μετά από λίγο έκλειναν και τα λεφτά χανόντουσαν. Εδώ τα παιδιά, κάθε καλοκαίρι, με το που το κλείνουν τα σχολεία, δουλεύουν 3 μήνες. Γι' αυτό και παντρεύονται μικροί, γιατί δεν έχουν ανάγκη τους γονείς.
— Οι Ισλανδοί φίλοι σου είχαν ξαναδεί Έλληνα;
Ναι, γιατί οι Ισλανδοί ταξιδεύουν και είναι διαβασμένοι πολύ. Κάθε χρόνο έρχονται χιλιάδες. Ξέρουν πολλά για την Ελλάδα, ξέρουν την ιστορία μας. Εγώ εδώ την έμαθα, όχι στο Βαλτερό. Είναι διαβασμένοι, τους αρέσει να ξέρουν πού βαδίζουν. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένας φιλελληνικός σύλλογος με 460 μέλη. Με ξέρουν και με καλούν γιατί ήμουν ο πιο παλιός Έλληνας και πρόεδρος 12 χρόνια στους ναυαγοσώστες.
Τα πρώτα χρόνια στην Ισλανδία με αντιμετώπισαν σαν άνθρωπο. Εδώ τους ξένους τους παίρνουν στην αγκαλιά τους, δεν έχουν πρόβλημα, αρκεί να μην είσαι τεμπέλης.
— Πώς σε αντιμετώπισαν τα πρώτα χρόνια;
Σαν άνθρωπο. Εδώ τους ξένους τους παίρνουν στην αγκαλιά τους, δεν έχουν πρόβλημα, αρκεί να μην είσαι τεμπέλης. Τώρα έχουμε ό,τι εθνικότητα θέλεις. Εδώ στο Σιγλουφίρδι μέχρι το 1998 ήμασταν όλοι κι όλοι 5 ξένοι. Σήμερα υπάρχουν οικογένειες από Πολωνία, Ρουμανία, Αφρική, κι ένα ζευγάρι Ελλήνων. Το Ρέικιαβικ έχει κάπου 30 με 40 Έλληνες. Είναι ξύπνιος λαός οι Ισλανδοί, καλός κόσμος και βοηθάνε πολύ. Αυτοί που στρέφονται στα κόμματα είναι λίγοι. Του χρόνου έχουμε εκλογές, σουτ θα φάνε πάλι. Εμείς κυβερνούμε αυτούς κι όχι αυτοί εμάς.
— Δυσκολεύτηκες να μάθεις τη γλώσσα;
Αφού ήθελα να μείνω, κάθισα και την έμαθα. Μιλάνε βαριά, αργά, είναι δύσκολη γλώσσα. Οι Ισλανδοί κράτησαν τη γνήσια σκανδιναβική γλώσσα. Οι άλλοι την έχουν μπερδέψει, εκτός από τους βόρειους Νορβηγούς, που όταν μιλάνε σιγά τους καταλαβαίνω και με καταλαβαίνουν.
— Πόσα παιδιά έχεις;
Δύο γιους και πέντε εγγόνια.
— Ελληνο-ισλανδοί...
Είναι περήφανοι γι' αυτό. Αλλά εδώ γεννήθηκαν, είναι Ισλανδοί. Δεν ξέρουν καν ελληνικά. Σ' αυτό φταίω εγώ. Δούλευα μες στα ψαράδικα κι έλειπα πολύ από το σπίτι.
— Ποια ακριβώς ήταν η δουλειά σου;
Ήμουν στις τράτες. Ήμουν καπετάνιος, πήγα σε σχολή και πήρα άδεια. Είμαστε νομοταγείς, το Λιμεναρχείο σε παρακολουθεί 24 ώρες. Αν πιάσεις μπακαλιάρο κάτω από 50 πόντους, τον ρίχνεις στο νερό να ζήσει. Υπάρχουν κλειστοί ψαρότοποι όπου απαγορεύεται να μπεις. Τώρα είμαι συνταξιούχος. Αλλά δεν κάθομαι, πάλι είμαι στο ψάρεμα και τον χειμώνα ράβω δίχτυα.
— Πώς μπόρεσες εσύ, ένας άνθρωπος από τη Μεσόγειο, με τον ήλιο και τη ζεστή θάλασσα, να επιβιώσεις εκεί;
Ως πιτσιρικάς το όνειρό μου ήταν να γίνω ναυτικός, να ταξιδεύω, να γνωρίζω κόσμο. Εγώ δεν αγαπάω τη ζέστη. Να φανταστείς ότι δεν έρχομαι στην Ελλάδα ποτέ καλοκαίρι. Μια φορά ήρθαμε Αύγουστο με την οικογένεια και η γυναίκα μου και τα παιδιά έπαθαν σοκ. Ούτε εγώ γίνεται να έρθω με ζέστη. Εδώ έχουμε 8 μήνες χειμώνα, όχι τόσο βαρύ όσο νομίζετε – μόνο φέτος είχαμε πολύ κρύο.
— Νιώθεις πια Ισλανδός;
Έλληνας είμαι. Βλέπω όσα συμβαίνουν και στενοχωριέμαι. Εγώ αγαπάω την πατρίδα μου, δεν είμαι Ισλανδός. Είμαι από το Σιγλουφίρδι, αλλά Έλληνας.
— Η ελληνική μουσική δεν σου έλειπε;
Πάντα είχα ελληνική μουσική μαζί μου, αλλά εγώ είμαι της ροκ.
— Είσαι ένας Οδυσσέας που βρήκε νωρίς την Ιθάκη του. Άλλοι δεν αντέχουν μακριά.
Το 1998 ήρθαν 3 ελληνόπουλα, τους συνάντησα και τους εξήγησα πως πρέπει να είναι καθαροί, να μη λένε ψέματα. Ο ένας, Κρητικός, γνώρισε μια κοπέλα, συζούσε μαζί της, λες και του είπα «να είσαι μάγκας». Έμεινε 4 μήνες κι έφαγε στο τέλος σουτ.
— Η Ελλάδα του '80 από την οποία έφυγες δεν ήταν η Ελλάδα του σήμερα.
Όχι, ήταν άλλη Ελλάδα όταν έφυγα. Ο κόσμος έχει μουρλαθεί, κοιτάζει πώς θα εκμεταλλευτεί ο ένας τον άλλον. Δεν σέβονται κανέναν.
— Υπάρχει κάτι που ενοχλεί τη γυναίκα σου επάνω σου;
Ότι όταν συζητάω μιλάω δυνατά. Αυτοί δεν ακούς τι λένε. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, κατάλαβε ότι είμαι από τους πιο ήρεμους Έλληνες.
— Οι γονείς σου;
Η μάνα μου πέθανε από καρκίνο το '67. Όταν έχασα τη μάνα μου, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Είπα, δεν υπάρχει θεός, υπάρχω εγώ και καλοί άνθρωποι. Από τότε δεν μπορούσα να μείνω εκεί.
— Γι' αυτό έψαχνες μια νέα γη;
Τη βρήκα. Βρήκα την ηρεμία μου. Δεν ξέρω ούτε εγώ να το εξηγήσω, αλλά νιώθω πολύ ωραία. Και βρήκα τον άνθρωπό μου. Τη γυναίκα μου.
— Δεν ένιωσες ποτέ νόστο;
Όχι, γιατί έφυγα πιτσιρίκος. Νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια, γι' αυτό επιστρέφω κάθε χρόνο στο Βαλτερό, αλλά εδώ είναι το σπίτι μου. Η πατρίδα μου δηλαδή.
σχόλια