Υπάρχουν μερικές εικόνες συνυφασμένες με την Ελλάδα. Εικόνες πραγμάτων απλών και ταπεινών, που το μάτι μας συνήθως προσπερνά ή ακουμπά πάνω τους αφηρημένα, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Ένα από αυτά, που κοιτάμε χωρίς να βλέπουμε, είναι τα εικονοστάσια στην άκρη των δρόμων. Δεν έχει σημασία αν ο δρόμος βρίσκεται στην πρωτεύουσα, σε μεγάλη πόλη ή χωριό, αν πρόκειται για εθνική οδό ή μισοδιαλυμένο χωματόδρομο σε κακοτράχαλα βουνά –παντού υπάρχει ένα εικονοστάσι. Σε κάποιες χώρες των Βαλκανίων έχω συναντήσει μαρμάρινες πλάκες αφιερωμένες σε νεκρούς της ασφάλτου, όχι όμως τα δικά μας χαρακτηριστικά εκκλησάκια, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ελληνικών διαδρομών. Μερικά είναι προσφορά τυχερών που σώθηκαν κι εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους στο θείο, τις περισσότερες φορές όμως δε συμβαίνει αυτό.
Το εντυπωσιακό είναι ότι εικονοστάσια, αφιερωμένα σε ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στο δρόμο, συνεχίζουν να τοποθετούνται, ακόμα και στο κέντρο των πόλεων, μέχρι σήμερα. Είναι, νομίζω, μία ένδειξη ότι οι Έλληνες βαθιά μέσα μας κουβαλάμε βιωμένες συνήθειες, που δύσκολα θα αποχωριστούμε, ακόμα κι αν κάνουμε ουρές για το καινούριο iPhone.
Κάποτε άκουσα μια χιουμοριστική ατάκα: εκκλησάκι δεξιά, σημαίνει επικίνδυνη στροφή αριστερά. Στην επόμενη εκδρομή άρχισα να τα παρατηρώ. Υπάρχουν σημεία στην επαρχία που λόγω επικινδυνότητας θα δει κανείς δυο-τρία εκκλησάκια μαζεμένα, εκεί το πόδι ακουμπάει ελαφρά το φρένο. Δεν είναι όλα ίδια, έχουν κι αυτά τη σημειολογία τους. Τα παλαιότερα είναι μεταλλικά, σκουριασμένα, ρημαγμένα, μέσα μπορεί να υπάρχει μια χάρτινη εικόνα κολλημένη σε ξύλο, ίσως και τίποτα. Μελαγχολώ όταν τα βλέπω. Αυτός που έφυγε έχει πια ξεχαστεί, οι δικοί του έχουν πεθάνει, κανείς πλέον δε θυμάται τι συμβολίζει το εικονοστάσι. Στα χωριά υπάρχουν και πέτρινα, άλλοτε ασβεστωμένα και περιποιημένα, άλλοτε σχεδόν αόρατα μέσα στο φυσικό τοπίο, που πάντα έρχεται να επιβάλλει τους δικούς του κανόνες, της φθοράς και της λήθης. Κάποιες φορές, ανοίγοντας το πορτάκι βρίσκεις λάδι και σπίρτα, που περιμένουν το χέρι του περαστικού που θα θελήσει να ανάψει το καντήλι εις μνήμην…
Το εντυπωσιακό είναι ότι εικονοστάσια, αφιερωμένα σε ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στο δρόμο, συνεχίζουν να τοποθετούνται, ακόμα και στο κέντρο των πόλεων, μέχρι σήμερα. Είναι, νομίζω, μία ένδειξη ότι οι Έλληνες βαθιά μέσα μας κουβαλάμε βιωμένες συνήθειες, που δύσκολα θα αποχωριστούμε, ακόμα κι αν κάνουμε ουρές για το καινούριο iPhone. Τα σύγχρονα εικονοστάσια έχουν κάτι από την υπερβολή που χαρακτηρίζει την εποχή μας, σε αντιδιαστολή με το παρελθόν. Γύψινες μικρογραφίες εκκλησιών, χρυσά γράμματα στην αναθηματική πινακίδα, πλαστικά στεφάνια, γλάστρες με ψεύτικα λουλούδια, υπερμεγέθεις φωτογραφίες. Ποιος μπορεί να κρίνει τον ανθρώπινο πόνο, ακόμα και στην πιο ακραία έκφρασή του;
Το πιο σπαρακτικό θέαμα το παρουσιάζουν τα εκκλησάκια που είναι αφιερωμένα σε νέους ανθρώπους. Φορτωμένα με κασκόλ των αγαπημένων τους ομάδων, κουκλάκια, φρέσκα λουλούδια που ανανεώνονται, πριν προφτάσουν να μαραθούν. Η ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία με το αγαπημένο πρόσωπο εκφράζεται, έστω και στην άκρη ενός μισοσπασμένου πεζοδρομίου, στη μέση του πουθενά. Η ματαιότητα εδώ δεν έχει σημασία, η ψυχή θέλει κάπου να ακουμπήσει και η παράδοση είναι ακόμα ζωντανή, προσφέρει μια παρηγοριά που η τεχνολογία αγνοεί.
Πριν μερικά χρόνια, σε μια εκδρομή στον Πάρνωνα, μια γιαγιά πετάχτηκε από μια πλαγιά και μας παρακάλεσε να την πάρουμε μαζί μας. Ήταν φορτωμένη με ένα μπουκάλι λάδι, μια και κάθε απόγευμα ξεκινούσε από το χωριό με τα πόδια για να ανάψει τα καντήλια στα εικονοστάσια της γύρω περιοχής. «Κανείς δεν τα ανάβει πια, δεν είναι σωστό να μένουν σβηστά», είπε και καληνύχτισε, δίνοντάς μας χίλιες ευχές. Όποτε βλέπω εκκλησάκι στην εξοχή τη θυμάμαι, κι ανάβω το καντήλι εις μνήμην…
σχόλια