Οk, το πράγμα φαίνεται επιτέλους να «κλειδώνει»: τα βρίσκουμε, λέει, με τους σεβαστούς μας εταίρους, περνάμε κουτσά-στραβά την αξιολόγηση, τσιμπάμε και μια γενναία δόση ESM να λαδώσει το αντεράκι της αγοράς και το δικό μας, γλιτώνουμε την επίσημη χρεoκοπία, νομοθετούμε τον «κόφτη» κι ας ελέγχεται ως αντισυνταγματικός – σάματις πρώτη φορά θα 'ναι; Θα μας ελαφρύνουνε οπότε, αν είμαστε καλά παιδιά, και το χρέος (ναι, λέμε, αφού φιλήσανε σταυρό!), θα παραμείνουμε, δε, ακόμα και... μόνοι μας στην Ευρωζώνη και το καθοσιωμένο της νόμισμα, έστω κι αν χρειαστεί να φορολογήσουμε και το κατούρημα – ο τελευταίος επιβιώσας ας μην ξεχάσει μόνο να τραβήξει φεύγοντας το καζανάκι. ΤΙΝΑ για πάντα! Περάσαμε, εξάλλου, και χειρότερα ως χώρα, δεν γαμιέται;
Η ίδια η κοινωνία λουφάζει από κούραση, σιχασιά ή από ανάγκη περίσκεψης και περισυλλογής – το παράταιρο «μπετόν αρμέ» των 153 κυβερνητικών βουλευτών δεν κινδυνεύει, βέβαια, από τις παρελάσεις αναψυχής του ΠΑΜΕ, την επαναστατική γυμναστική μερικών δεκάδων «μπάχαλων» ή τα εξεγερτικά μανιφέστα μιας θορυβώδους, αλλά ισχνής αριθμητικά μειοψηφίας αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ που μήτε εκλογικό «πλαφόν» του 3% δεν πιάνει. Ούτε, φυσικά, η αξιωματική αντιπολίτευση και οι ακροκεντρώοι «δορυφόροι» της καίγονται να βγουν στους δρόμους χτυπώντας κατσαρόλες, κι ας σκούζουνε «Φύγετε!» και «Εκλογές τώρα!». Χαζοί είναι; Ποιος θα ολοκληρώσει καλύτερα το ράψιμο του «κοστουμιού» που τόσο πετυχημένα μας φορέσανε; Θα το θέλανε πιθανόν ακόμα στενότερο αυτοί οι τελευταίοι και οι... παναμόψυχες ελίτ που συναγελάζονται, αλλά ας είναι.
Εκεί εντοπίζεται, άλλωστε, η μεγαλύτερη «προδοσία» (και) της παρούσας κυβέρνησης: δεν είναι οι λίγο-πολύ αναμενόμενες υποχωρήσεις, οι συμβιβασμοί, τα σουρεάλ παράδοξα, οι αστοχίες, όσο ο κυνισμός, η «διπλή γλώσσα», η αμετροέπεια, η παρεΐστικη, νεοελιτίστικη αποξένωση από τον κόσμο που τη στήριξε με τις καλύτερες ή, έστω, τις χειρότερες προθέσεις.
Όσοι πάλι απορούν κι εξανίστανται που η αντίδραση στο ενάμιση παραπάνω μνημόνιο ήταν, αναλογικά, πολύ υποτονική, ενώ στη Γαλλία π.χ. ξεσηκώθηκαν κι οι πέτρες (σχήμα λόγου, βέβαια, γιατί η μαζικότητα είναι κι εκεί ζητούμενο) ενάντια σε μια εργασιακή και ασφαλιστική μεταρρύθμιση-«χάδι» συγκριτικά με τη δώθε, ας αναλογιστούν τι συνέβη στη χώρα αυτή την τελευταία επταετία, πέρα από ιδεολογίες και συναισθηματισμούς – ίσως μετά παραξενευτούν λιγότερο (χωρίς, φυσικά, να ξεχνάμε και ότι, συχνά, του τυφώνα προηγείται μια ασυνήθιστη νηνεμία). Αλλιώς, θα μοιάζουν στον γνωστό ευκαιριακό μπλόγκερ που με περίσσιο στόμφο μάς ανακοίνωσε ότι σταματά να γράφει, μια και οι Έλληνες δεν συμμεριζόμαστε, λέει, τους «θούριούς» του.
Όχι πως του βρίσκω κι εντελώς άδικο – έχω επίσης αναρωτηθεί συχνά, έστω λιγότερο πομπωδώς, τι διάολο καταφέρνουμε οι γραφιάδες (δεν αναφέρομαι, φυσικά, σε έμμισθους υπαλλήλους συμφερόντων ή λογιών «παπαγαλάκια»), αγκομαχώντας πάνω από ένα πληκτρολόγιο, πέρα από το να πουλάμε μούρη και να βγάζουμε ένα λειψό μεροκάματο, όταν βγαίνει κι αυτό. Βοηθάμε, άραγε, έστω τον αναγνώστη να αποκτήσει μια πληρέστερη ενημέρωση, μια πιο ξεκάθαρη ματιά, αποκαλύπτουμε ικανοποιητικά τα κακώς κείμενα, ταρακουνάμε συνειδήσεις, καλυτερεύουμε την κοινωνία, συμβάλλουμε στην αναζήτηση της αλήθειας; Και ποιος είναι ο ορισμός της αλήθειας που ο Δραγασάκης έψαχνε προχθές να βρει στο Google; Εδώ ολόκληρος Ναζωραίος «μουγκάθηκε» σαν ρωτήθηκε από τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ ακόμα και σήμερα ένας απόλυτα ικανοποιητικός φιλοσοφικός ορισμός δεν υπάρχει – άντε να απαντήσει μετά ο καριερίστας αντιπρόεδρος μιας κυβέρνησης που τόσο επένδυσε στο κουκί και στο ρεβίθι.
Τη «σισύφεια» αυτή προσπάθεια περιγράφει χαρακτηριστικά ο Πλάτωνας στην (όχι και τόσο δημοκρατική, ωστόσο) Πολιτεία του: «Oι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις αισθήσεις τους για να συλλάβουν την αλήθεια, όμως εξαπατώνται από αυτές. Μοιάζουν να είναι δεμένοι μέσα σε ένα σπήλαιο από το οποίο αδυνατούν να βγουν ή να κοιτάξουν πίσω τους, εκεί όπου βρίσκεται αναμμένη μια φωτιά, καθώς και διάφορα αντικείμενα που περνούν από μπροστά της. Βλέπουν μόνο τις σκιές που σχηματίζουν τα αντικείμενα στον τοίχο του σπηλαίου καθώς φωτίζονται από τις φλόγες» έγραφε. «Ενώ είμαι βέβαιος για το λάθος, δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό...» εξομολογούνταν ο Στρατής Μπουρνάζος στη συγκινητική επιστολή που συνόδευσε την αποχώρηση των «Ενθεμάτων» από την «Αυγή» λόγω αγεφύρωτων, πλέον, ιδεολογικών διαφωνιών. «Τα κείμενα είναι δεσμοί, σχέσεις, συναισθήματα, διαδρομές ανθρώπων» συμπλήρωνε και ίσως κάπου εκεί ανιχνεύεται, τελικά, η ειλικρίνεια των προθέσεων που προϋποθέτει η αναζήτηση «του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού», με το τελευταίο επίθετο πάντως να μη χρειάζεται τα δύο πρώτα για να σταθεί. Εκεί εντοπίζεται, άλλωστε, η μεγαλύτερη «προδοσία» (και) της παρούσας κυβέρνησης: δεν είναι οι λίγο-πολύ αναμενόμενες υποχωρήσεις, οι συμβιβασμοί, τα σουρεάλ παράδοξα, οι αστοχίες, όσο ο κυνισμός, η «διπλή γλώσσα», η αμετροέπεια, η παρεΐστικη, νεοελιτίστικη αποξένωση από τον κόσμο που τη στήριξε με τις καλύτερες ή, έστω, τις χειρότερες προθέσεις. Μισό φταίξιμο των εκάστοτε κυβερνώντων, μισό δικό μας εντούτοις – μας γοητεύουν, βλέπεις, περισσότερο τα «απεικάσματα της φλόγας» κι ας μας αφήνει στα μισά της νύχτας η θαλπωρή.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO.
σχόλια