Ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς. Παρόλα τα παράπονα που ακούγονται για τη σκληρή και άχαρη συγκυρία που δεν λέει να τελειώσει. Ακόμα και αν εμείς, οι μεγαλύτεροι, γλιστράμε συχνά προς τα πίσω, σε εικόνες, παραδείγματα ή τοπία των νιάτων μας, το παρόν έχει το δικό του, αυτοδύναμο μυστήριο. Με αυτό συνυπάρχουμε και τα δικά του αινίγματα καλούμαστε να αποκωδικοποιήσουμε.
Πριν από αρκετά χρόνια, μας είχε πάρει, λοιπόν, τ' αυτιά η άποψη πως οι σκληρές συλλογικές ταυτότητες παρακμάζουν και στη θέση τους θα αναδυθούν ρευστές εμπειρίες πρόσμειξης και μεταμόρφωσης. Γύρω στο 1990 ήταν κάτι που κυκλοφορούσε δεξιά και αριστερά, στα απόνερα και των πολιτικών περιπετειών της εποχής. Συγκυβέρνηση του τότε ενιαίου Συνασπισμού και της Νέας Δημοκρατίας, πτώση των ανατολικοευρωπαϊκών κομμουνισμών, καταναλωτική ευωχία, όλα αυτά έφερναν το μήνυμα για το «γκρέμισμα» των συνόρων.
Δεν ήταν, φυσικά, τελείως άστοχη η διαπίστωση και ας πήρε τότε τη ρετσινιά του αφορισμένου μεταμοντέρνου. Γρήγορα, όμως, αντιληφθήκαμε ότι αυτή η εκδοχή ήταν η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είχε σκλήρυνση και καινούργια είδη αδιαλλαξίας. Μαζί με τον μεταμοντέρνο φιλελευθερισμό γεννιούνταν και νέοι κωδικοί φανατισμού. Μαζί με τη «δικαιωμένη φιλελεύθερη δημοκρατία» βγήκε στον αφρό πλήθος αντιφιλελεύθερων και αυταρχικών τάσεων. Ενώ στη σκιά της λεγόμενης κεντρώας μεταπολιτικής αυγάταιναν και τα tea parties και τα μπλακ μπλοκ και κάθε λογής ακραίο φαινόμενο.
Το δράμα παίζεται, έτσι, σε πολλά επίπεδα. Και στα πολιτικά υποκείμενα και στα προσωπικά μας ερωτήματα, στα μεγάλα σύνολα και στις πιο μικρές κλίμακες. Πολιτικά, μπορεί να γεννήσει νοσταλγία για τις σιγουριές του χθες, ισοπεδωτική άρνηση ή αναχωρητικές τάσεις.
Οι ταυτότητες, λοιπόν, και το μυστήριό τους. Το ερώτημα «ποιοι τελικά είμαστε» ή και «ποιος είμαι». Όσο και αν φαίνεται παράξενο, είναι αυτά τα ερωτήματα που ταξιδεύουν στη σημερινή Ευρώπη και την κάνουν κομμάτια. Δεν μιλώ απλώς για τα εθνικιστικά μορφώματα της πολιτικής δημαγωγίας. Μιλώ για περιοχές που ζητούν όλο και περισσότερα, για γειτονιές, ομάδες και μειονότητες που έχουν οδηγηθεί σε ψυχική απόσχιση από τους άλλους. Για την κάθε μικροσκοπική κυψέλη που φαίνεται να σχεδιάζει τον χάρτη της ανεξαρτησίας της σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από την πιο πυκνή αλληλεξάρτηση. Αλλά έχω κατά νου και τις αξιοσέβαστες έννοιες της ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας όπως η Δεξιά και η Αριστερά. Και εδώ βλέπει κανείς όλο και πιο περίεργες επιγαμίες και ανορθόδοξες συμβιώσεις. Προτιμώ, ωστόσο, να μιλώ για τον κλονισμό του ζεύγους Δεξιάς και Αριστεράς, γιατί δεν έχω πειστεί για το συνολικό ξεπέρασμα αυτής της διαίρεσης. Υπάρχουν, όμως, κρίσιμα πεδία όπου αυτή η τομή δεν εξηγεί και πολλά. Αυτήν τη στιγμή, ας πούμε, στη Βρετανία μεγάλο μέρος της Αριστεράς, του Κέντρου και της Κεντροδεξιάς μάχεται για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συγχρόνως, ένα άλλο τμήμα συντηρητικών, εθνικιστών και ριζοσπαστών αριστερών εκστρατεύει κατά της νέας αυτοκρατορίας, του «τέταρτου Ράιχ» ή της «δικτατορίας των Βρυξελλών» κ.λπ.
Στη Γαλλία, από την άλλη, μπορεί η πλειονότητα των αριστερών πολιτών να αντιτάσσεται στη μεταρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων της κυβέρνησης, ο ίδιος όμως ευρύτερος χώρος δεν μοιράζεται κοινές αντιλήψεις για άλλα, σημαντικά θέματα: για το κοσμικό κράτος, τον τρόπο αντιμετώπισης του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, τη σχέση μεταξύ πολιτισμικής και κοινωνικής ατζέντας, τις πολιτικές ασφάλειας.
Έτσι σήμερα βρισκόμαστε ξανά με την ευπάθεια και τις απορίες των ταυτοτήτων. Για παράδειγμα, έχουμε εδώ μια πολιτική ταυτότητα (τη συριζική) που μεταβλήθηκε σε απροσδιόριστης υφής αντικείμενο. Δεν βλέπουμε τη μεταβολή του αριστερού-λαϊκίστικου ριζοσπαστισμού σε μια άλλη πολιτική και ιδεολογική θέση. Εισπράττουμε απλώς την αποδιοργάνωσή του, την αχρωμία του. Αλλά μια αποσταθεροποιημένη –για διαφόρους λόγους– ταυτότητα δεν είναι το ίδιο πράγμα με την πολιτική επιλογή μιας μετριοπαθούς ή σοσιαλδημοκρατικής θέσης. Είναι περισσότερο προσαρμογή σε κοινούς τόπους της μνημονιακής εξαετίας παρά οτιδήποτε άλλο.
Το δράμα παίζεται, έτσι, σε πολλά επίπεδα. Και στα πολιτικά υποκείμενα και στα προσωπικά μας ερωτήματα, στα μεγάλα σύνολα και στις πιο μικρές κλίμακες. Πολιτικά, μπορεί να γεννήσει νοσταλγία για τις σιγουριές του χθες, ισοπεδωτική άρνηση ή αναχωρητικές τάσεις. Οτιδήποτε μπορεί να βγει από το θερμοκήπιο της κρίσης. Αν πάψουμε, όμως, να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε τα φαινόμενα κι αν αφεθούμε στο εκάστοτε ρεύμα, αν βολευτούμε μια χαρά με τις απάτες και τις αυταπάτες μας, ίσως να βρούμε λίγη ησυχία. Αλλά με ποιο αντίτιμο; Με πόσες άλλες απώλειες;
Σε αυτά και σε άλλα, ο καθένας κάνει τους λογαριασμούς του. Καλό είναι να γνωρίζουμε, όμως, πως δεν υπάρχει περίπτωση να αποφύγουμε τις απώλειες.
σχόλια