Τον θυμάμαι σαν να 'ταν χτες– μια ψηλόσωμη, λεπτή, μαυροντυμένη φιγούρα με χίπικη κοψιά να κυκλοφορεί «λαθραία» αρχές-μέσα 80's στα διάφορα νεολαιίστικα underground στέκια, μπαρ και συναυλιάδικα απαθανατίζοντας την ιστορία μιας Αθήνας αλλιώτικης, πέραν της επίσημης μεταπολιτευτικής αφήγησης - τόσο της συντηρητικής όσο και, σε μεγάλο βαθμό, της κατά τεκμήριο προοδευτικής - για την οποία η «επαναστατημένη νεολαία», τα ακούσματα, τα ερεθίσματα, τα ήθη και τα έθιμά της αποτελούσαν από άγνωστη χώρα μέχρι «κόκκινο πανί»: Oι ανήσυχοι πιτσιρικάδες αφενός ανακάλυπταν μαζικά με διαφορά δύο και κάτι δεκαετιών την αντικουλτούρα και τη ροκ αμφισβήτηση του '60, αφετέρου βίωναν σχετικά πιο άμεσα την πανκ έκρηξη των ύστερων 70's σε μια Ελλάδα καθυστερημένη, ομφαλοσκοπούσα, πολιτικά και πολιτιστικά βαλτωμένη στα απόνερα του εμφυλίου και της «ελληνοχριστιανοπρεπούς» χούντας των συνταγματαρχών. Όπου τα κυρίαρχα ακούσματα ήταν Μπιθικώτσης, Μίκης και Νταλάρας για τους πιο πολιτικοποιημένους, Abba, Rafaella Carra, Bee Gees, Donna Summer για τους πιο «κυριλέ», η «μελαγχολική δικτατορία» του έντεχνου και τα νεορεμπέτικα για τους πιο καλλιεργημένους, τα ντισκολαϊκά και τα σκυλοτράγουδα για την «πλέμπα». Μιλάμε για σωστό χάσμα γενεών, μέρα vs. νύχτα! Δεν είμαι βέβαιος αν ήταν ο μόνος που είχε την έμπνευση να αποτυπώσει την ιστορία καθώς συνέβαινε ή απλά κάποιος που είχε επαξίως κερδίσει το «ελεύθερο» να το πράττει απρόσκοπτα, γεγονός όμως είναι ότι χάρη στον Τουρκοβασίλη και τα ασπρόμαυρα Ροκ Ημερολόγιά του που πρωτοκυκλοφόρησαν την άνοιξη του '84 διασώθηκαν σε μορφή αυθεντικού, εικονογραφημένου ντοκουμέντου η ανάσα, τα «θέλω» και ο παλμός μιας ολόκληρης εποχής.
«Η νεολαία του λεγόμενου περιθωρίου είχε αγκαλιάσει και οικειοποιηθεί με τρόπους παραδοσιακούς ή ριζοσπαστικούς το μεγάλο ιδεολογικό κίνημα του ροκ... Και δεν ήταν απλώς μία μίμηση αλλά μια δημιουργική αφομοίωση που στην ακραία της έκφραση έφτασε στο πανκ και το νιου γουέιβ... Ήταν μια αυθόρμητη αντίδραση στα κοινωνικά στερεότυπα και τις μικροαστικές αντιλήψεις. Τους έζησα από κοντά αυτούς τους νέους φωτογραφίζοντας μετά μανίας όλες τις τότε συναυλίες και τους ίδιους... Σε τι θα μπορούσαν να αντιδράσουν σήμερα οι νέοι; Πάντως η αντίδραση, αν θα υπάρξει, θα είναι όπως τότε: αυθόρμητη, ανεξάρτητη από την κηδεμονία κομμάτων ή μεγάλων εταιριών. Μπορεί ήδη να υπάρχει και να μην το μαθαίνουμε...», γράφει ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα, συμπληρώνοντας πως η νοσταλγία είναι μεν η λέξη-κλειδί για μια μερίδα αναγνωστών, «όχι όμως ως αναψηλάφηση εφηβικών εμπειριών – σαν να κοιτάμε παλιές φωτογραφίες και να χαμογελάμε μελαγχολικά χαϊδεύοντας το φαλακρό μας κεφάλι – αλλά ως δικαιωτική αφετηρία». Για τους νεότερους πάλι, λέει, η λέξη-κλειδί είναι ο μύθος που βοηθά, με τη σειρά του, να συγκροτηθεί «ένα είδος αυτογνωσίας»: «Παλαιοροκάδες», πάνκηδες, μεταλλάδες, «κιουράκια», ντεθάδες αλλά και καρεκλάδες («τσινάρια» για τους Θεσσαλονικιούς), σκινάδες, μηχανόβιοι, χουλιγκάνοι... Όλες οι φυλές και υποφυλές του πρώιμου ελληνικού underground που προκαλούσαν «σοκ και δέος» στους καθώς πρέπει νοικοκυραίους και που, είτε αντιμετωπίζονταν φολκλορικά, είτε δαιμονοποιούνταν μέσα από φοβικά δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής (από την Απογευματινή μέχρι την Αυριανή), εμπορικές ταινίες και σίριαλ στο ίδιο μήκος κύματος (Τα Τσακάλια, Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα, Η Κάθοδος), βρήκαν στα Ροκ Ημερολόγια τη δική τους φωνή. Είναι, ουσιαστικά, «ένα αντι-αρχείο που διασώζει όσα όχι μόνο η επίσημη δημοσιογραφική και ιστοριογραφική καταγραφή αδυνατούσε να αποτυπώσει αλλά κι όσα είχαν συχνά άτσαλα παρατοποθετηθεί στη μνήμη», σημειώνει χαρακτηριστικά προλογίζοντας το βιβλίο ο Γιάννης Κολοβός.
Πειραματισμοί με ουσίες, σεξουαλικότητες, ρόλους, μουσικές, τρόπους ζωής και έκφρασης που προκαλούν απανωτούς ηθικούς πανικούς στην καθώς πρέπει κοινωνία της Βαλκάνιας μακαριότητας.
Πειραματισμοί με ουσίες, σεξουαλικότητες, ρόλους, μουσικές, τρόπους ζωής και έκφρασης που προκαλούν απανωτούς ηθικούς πανικούς στην καθώς πρέπει κοινωνία της Βαλκάνιας μακαριότητας. Ο Νικόλας Άσιμος, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, τα φοβερά πάρτι του Τζώνυ Βαβούρα, ο Γιάννης Πετρίδης και το περιοδικό Ποπ & Ροκ, ροκ εν ρολ «πυρετός» σε σχολεία, πανεπιστήμια και καταλήψεις, πανκ φεστιβάλ στο άλσος της Νέας Σμύρνης και το Πεδίο του Άρεως, «βία / χάος / εγώ δεν είμαι πράος!..», τα συγκλονιστικά live του Λάμπρου Τσάμη-R.R. Hearse (που μαζί με τον Παύλο Αβούρη και τον εκδότη Παναγιώτη Καλαμαρά συνέβαλαν σημαντικά στο παρόν εγχείρημα), οι «βεντέτες» ανάμεσα σε φρικιά και «φλώρους», πανκιά και σκινάδες, χούλιγκαν από αντίπαλες ομάδες (τους οποίους εξυψώνει μάλλον υπερβολικά ο συγγραφέας εστιάζοντας στην πρώιμη, «αυθεντική» τους φάση) και όλων ταυτόχρονα με τον συνήθη «κοινό εχθρό», τα όργανα της τάξεως, οι ιδεολογίες που προσέγγισαν, οι ενδυματολογικές προτιμήσεις, το λαϊφστάιλ, οι κώδικες τιμής, οι αργκό που ανέπτυξαν... Αυτά και πολλά ακόμη, τόσο μέσα από την προσωπική ματιά του «μετρ» όσο κι από τις διηγήσεις άλλων πρωταγωνιστών και «αυτοπτών μαρτύρων» της εποχής ξετυλίγονται στις 192 σελίδες της καινούργιας έκδοσης, «κορωνίδα» της οποίας είναι βέβαια το έξοχο μαυρόασπρο φωτογραφικό υλικό που τη συνοδεύει.
Τέσσερις «ροκ» μαρτυρίες:
α) «Γίνεται δικτατορία. Ήταν σαν να' χεις ανάψει με το ζόρι μια καλή φωτιά και να' ρθει ο άλλος να σου ρίξει έναν κουβά νερό. Γιεγιέδες, νεανικά συγκροτήματα και πειρατικοί σταθμοί γίνανε φύλλο και φτερό. Η αστυνομία κουρεύει τους μακρυμάλληδες και ψαλιδίζει τις μίνι φούστες – για να παραλείψουμε τους εξόριστους και να πούμε μόνο τα φαιδρά... Όσα συγκροτήματα θέλουν να βγουν στην τηλεόραση, πρέπει να είναι κουρεμένοι, το ίδιο και οι αθλητές. Στους αγώνες βλέπεις τους ξένους ποδοσφαιριστές με μαλλιά και χαϊμαλιά σα χίπηδες και τους Έλληνες, σα φαντάρους...». (Γιώργος Τ.)
β) «Πολλά παιδιά θέλουν να ντυθούν μοντέρνα αλλά ντύνονται βλάχικα γιατί μπερδεύουν τα διάφορα στιλ... Για παράδειγμα, αυτός εκεί που κάθεται μόνος, πρώτον φοράει χαλασμένα σπορ παπούτσια, δεύτερον φοράει μπλουζάκι με τη στάμπα Sex Pistols, πράγμα που είναι γενικά κακόγουστο γιατί υποβιβάζει το συγκρότημα. Ο άλλος εκεί έχει σωστό ντύσιμο, μαύρο δέρμα. Υπάρχει φυσικά και μουσική μπλιτζ, νεορομαντική και φασιστική. Ο τύπος είναι ομοφυλόφιλος, δεν έχω πάει μαζί του αλλά το ξέρω. Ο κύριος που χορεύει στην πίστα, ο πενηντάρης, ο χοντρός, είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα, ντυμένος σαν ένας κοινός Αθηναίος στη Σταδίου, αλλά μπράβο του που φοράει κονκάρδα των Crass... Ο άλλος εκεί φοράει παπούτσια του μποξ που δεν πάνε καθόλου με το ντύσιμό του... αλλά δες αυτή την κοπέλα! Δεν είναι υπέροχη και στο ντύσιμο και σε όλα της; Θα ήθελα να την πλησιάσω... μπορεί να γίνει τίποτα στην τουαλέτα... μια φορά είχαμε πάρει μία, τρεις» (Μάρκος, θαμώνας του Mad club).
«Οι κοπέλες είναι η αφορμή που τα περισσότερα αγόρια γίνονται ντισκάδες... Αν πας στο σπίτι ενός ντισκά, θα βρεις πολλούς δίσκους χέβι μέταλ γιατί κατά βάθος αυτό του αρέσει αλλά αναγκάζεται να συχνάζει στις ντίσκο γιατί εκεί πηγαίνουν το 80% των κοριτσιών... Σε ντισκοτέκ χέβι μέταλ, άντε να βρεις γκόμενα αφού είναι λίγες κι όλες πιασμένες. Στις ντίσκο πέφτει άγριο καμάκι. Εδώ πάνε μεγάλοι για να βρουν γκόμενα, αγόρια γίνονται νταβάδες στα κορίτσια τους, είναι μπουρδέλο εκεί μέσα, διακινούνται τα πιο πολλά ναρκωτικά. Και η αστυνομία πάει και κάνει ντου και μπλόκα στα στέκια των φρικιών...» (Κώστας, 17 χρονών)
γ) «... Τα συζητούσα όλα αυτά με ένα παιδί που γνώρισα στην Ίο. Σε μια φάση μού λέει: "Αν μπορούσαμε να καταστρέψουμε τη ροκ μουσική, θα φτιάχναμε έναν καλύτερο κόσμο γιατί δεν θα προβληματιζόμασταν... εγώ, βλέπεις πώς είμαι... αν κάνω παιδιά με τη γυναίκα μου θα τα κάνω φοβερά συντηρητικά, δηλαδή δεν θέλω να νιώθουν αυτά που νιώθω εγώ τώρα. Αρκετά βασανίστηκα...". Απ' ό,τι κατάλαβα, είχε πάει κι αυτός στην Ίο για τον ίδιο λόγο, για να κάτσει να σκεφτεί τι θα κάνει, αν θ' αλλάξει...». (Νίκος, 18 χρονών)