TO 1998, H ΑΕΙΜΝΗΣΤΗ δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζόαν Ντίντιον είχε γράψει ένα καυστικό δοκίμιο για τη «μεταθανάτια έκδοση» του True at First Light, ενός ταξιδιωτικού ημερολογίου με στοιχεία μυθοπλασίας του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, 38 χρόνια μετά την αυτοκτονία του συγγραφέα, «έναν άνθρωπο για τον οποίο οι λέξεις είχαν σημασία», όπως σημείωνε η Ντίντιον. «Δούλευε πάνω τους, τις κατανοούσε, έμπαινε μέσα τους. Και ήταν ξεκάθαρη η επιθυμία του να επιβιώσουν μόνο οι λέξεις που ο ίδιος έκρινε κατάλληλες για δημοσίευση».
Έναν χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1999, η Ντίντιον άρχισε να γράφει το δικό της ημερολόγιο για τις συνεδρίες της με έναν ψυχίατρο. Τις σημειώσεις αυτές –που περιγράφουν λεπτομερώς τους αγώνες της με τον αλκοολισμό, το άγχος, την ενοχή και την κατάθλιψη, καθώς και μια ενίοτε τεταμένη σχέση με την υιοθετημένη κόρη της Κιντάνα αλλά και στοχασμούς για την παιδική της ηλικία και την κληρονομιά του έργου– τις απηύθυνε στον σύζυγό της, επίσης συγγραφέα, Τζον Γκρέγκορι Νταν.
Η ανακοίνωση ότι αυτές οι «μεταψυχιατρικές» σημειώσεις, που ανακαλύφθηκαν σε έναν φάκελο χωρίς ετικέτα λίγο μετά τον θάνατό της το 2021, πρόκειται να δημοσιευθούν τον Απρίλιο, δημιούργησε ποικίλα ερωτήματα σχετικά με τη δεοντολογία της μεταθανάτιας δημοσίευσης έργων ενός συγγραφέα χωρίς την επίσημη έγκριση του ίδιου ή της ίδιας.
«Η ίδια ήταν εξαιρετικά προσεκτική με τις λεπτομέρειες που αποφάσισε να μοιραστεί –και να μη μοιραστεί– στο The Year of Magical Thinking και στο Blue Nights. Οτιδήποτε πέρα από αυτό μου φαίνεται μια τεράστια προδοσία της ιδιωτικής της ζωής από τους ανθρώπους που εμπιστευόταν περισσότερο».
Η Ντίντιον δεν είχε αφήσει οδηγίες στους διαχειριστές του έργου της –τη λογοτεχνική της επιμελήτρια Λιν Νέσμπιτ και δύο από τις επί μακρόν επιμελήτριές της, τη Σέλεϊ Βάγκνερ και την Σάρον Ντελάνο– σχετικά με το πώς να χειριστούν αυτό το βαθιά προσωπικό ημερολόγιο, μετά τον θάνατό της από επιπλοκές της νόσου του Πάρκινσον.
Συνολικά, βρέθηκαν 46 ημερολογιακές καταχωρίσεις – εκτυπωμένες και τοποθετημένες με χρονολογική σειρά– σε ένα ντουλάπι δίπλα στο γραφείο της. Τα κείμενα θα δημοσιευθούν στο σύνολό τους, με ελάχιστη μόνο επιμέλεια, όπως κάποιες υποσημειώσεις και διορθώσεις τυπογραφικών λαθών, υπό τον τίτλο Notes to John” Το βιβλίο έχει ήδη διαφημιστεί ως «μια μοναδική έκδοση» από «μία από τις πλέον εμβληματικές συγγραφείς της εποχής μας».
Σύμφωνα με τον εκδότη, οι «σχολαστικές» σημειώσεις των συνομιλιών που είχε η Ντίντιον με τον ψυχίατρό της ήταν κεντρικής σημασίας για την κατανόηση από την ίδια των θεμάτων στα οποία στράφηκε στα περίφημα ύστερα έργα της, όπως τα βιβλία απομνημονευμάτων της The Year of Magical Thinking και Blue Nights, στα οποία περιγράφει τον τραγικό αντίκτυπο των θανάτων της Κιντάνα και του Τζον.
Ένα πρόσωπο του στενού κύκλου της Ντίντιον που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, δήλωσε σχετικά στον Observer: «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τα έγγραφα αυτά θα ενισχύσουν τον συλλογικό μας θαυμασμό για το έργο της Τζόαν, αλλά επίσης δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο προσωπικό από τις σημειώσεις που κρατά κανείς για τις ψυχιατρικές συνεδρίες του. Δεν είμαι σε θέση να πω τι θα ήθελε η Τζόαν εν προκειμένω, αλλά ως ένα άτομο που την αγαπούσε πάρα πολύ, η δημοσίευση αυτών των σελίδων με λυπεί τρομερά.

Το συλλογικό αίσθημα στον στενό της κύκλο είναι ότι η ιδιωτική της ζωή έχει προδοθεί. Αν και, φυσικά, κατανοώ τη δίψα του κοινού για ένα τέτοιο κείμενο, δεδομένης της θέσης της Τζόαν στα αμερικανικά γράμματα, η ίδια ήταν εξαιρετικά προσεκτική με τις λεπτομέρειες που αποφάσισε να μοιραστεί –και να μη μοιραστεί– στο The Year of Magical Thinking και στο Blue Nights. Οτιδήποτε πέρα από αυτό μου φαίνεται μια τεράστια προδοσία της ιδιωτικής της ζωής από τους ανθρώπους που εμπιστευόταν περισσότερο».
Ο Δρ. Ροντ Ρόζενκουιστ, ο οποίος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Northampton σχετικά με την ηθική των μετά θάνατον εκδόσεων, δηλώνει ότι το ημερολόγιο θα προκαλούσε έντονο ενδιαφέρον έτσι κι αλλιώς λόγω «της λατρείας γύρω από την Τζόαν Ντίντιον»: «Είναι μια διάσημη συγγραφέας, και νομίζω ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι τα δημόσια πρόσωπα χειραγωγούνται κατά κάποιο τρόπο από το κοινό. Οι αναγνώστες διψούν να κατανοήσουν καλύτερα την εσωτερική ζωή ενός συγγραφέα που θαυμάζουν. Αυτή είναι η ίδια η φύση της διασημότητας».
Γι' αυτόν τον λόγο συγγραφείς όπως ο Χένρι Τζέιμς και ο Κάρολος Ντίκενς έκαψαν τα προσωπικά τους έγγραφα όσο οι ίδιοι ήταν ακόμη εν ζωή.
Εφόσον όμως η Ντίντιον δεν το έκανε αυτό ούτε έδωσε εντολή στους διαχειριστές των λογοτεχνικών της εγγράφων να μη δημοσιεύσουν τις σημειώσεις, αφήνοντάς τες «προσεκτικά οργανωμένες» κοντά στο γραφείο της, όπου ήταν βέβαιο ότι θα τις έβρισκαν, τότε «νομικά ο καθένας ενεργεί στο πλαίσιο των δικαιωμάτων του και ενεργεί με τους τρόπους που η αγορά τους ενθαρρύνει να ενεργήσουν», λέει ο Ρόζενκουιστ.
Σε ένα ηθικό και συναισθηματικό επίπεδο, ωστόσο, δηλώνει ότι προσωπικά βρήκε «ενοχλητική» την απόφαση να δημοσιευτούν αυτά τα σημειώματα. Παρότι προφανώς πάντα υπάρχει σημαντικό «δημόσιο ενδιαφέρον» για τα ημερολόγια ενός συγγραφέα που δημοσιεύονται μετά τον θάνατό του, θεωρεί ότι η ψυχοθεραπεία θα πρέπει να προστατεύεται.
Από τη μεριά του, ο βιογράφος της Ντίντιον, Τρέισι Ντόχερτι, λέει ότι δεν πιστεύει πως η Ντίντιον –«μια πολύ προσεκτική επιμελήτρια της εικόνας της»– θεωρούσε ότι η προσωπική φύση του ημερολογίου θα έπρεπε να το προστατεύει από «εκείνους που θα ήθελαν να το δημοσιοποιήσουν». «Δεν ήταν καθόλου αφελής», προσθέτει, «ούτε για τον κόσμο των εκδόσεων ούτε για την ανθρώπινη φύση...Το να αφήσει πίσω της κάτι τόσο πλούσιο όσο υπόσχεται να είναι αυτό το ημερολόγιο, δεν θα μπορούσε να είναι τυχαίο».
Με στοιχεία από The Guardian