ΑΝ ΕΞΑΙΡΕΣΟΥΜΕ τους ψυχαναλυτικούς κύκλους, στους περισσότερους ανάμεσά μας το όνομα Σερζ Τισερόν δεν σημαίνει πολλά πράγματα. Στη Γαλλία, ωστόσο, ο 77χρονος ψυχίατρος και ψυχαναλυτής, συγγραφέας της μελέτης «Οικογενειακά μυστικά» (μτφρ. Μ. Βασιλείου, Άγρα, 2014), είναι γνωστός από τα μέσα της δεκαετίας του '80, από την εποχή δηλαδή που, βάζοντας στο μικροσκόπιο τις περιπέτειες του Τεν-Τεν, έφερε στην επιφάνεια το μεγάλο και ανεπιβεβαίωτο ακόμη μυστικό του Ερζέ, του δημιουργού τους.
Χάρη στην επιστημονική του σκευή, ο Τισερόν μπόρεσε να συνδέσει τους χαρακτήρες της ομώνυμης σειράς κόμικς –από το ντετεκτιβικό δίδυμο των Ντιπόν και Ντιπόν ως την Κασταφιόρε– με τα πρόσωπα της οικογένειας του Ερζέ και ν’ αποκρυπτογραφήσει όλα τα ερωτήματα και τις υποθέσεις που βασάνιζαν τον Βέλγο σχεδιαστή από παιδάκι γύρω από το σκοτεινό αίνιγμα της καταγωγής του πατέρα του!
Τα οικογενειακά μυστικά και οι επιπτώσεις τους όταν μεταπηδούν από τη μια γενιά στην άλλη αποτελούν βασικό ερευνητικό αντικείμενο του Τισερόν. Όπως μας προειδοποιεί από την εισαγωγή του βιβλίου του, «όταν ο γονιός πάει να κρύψει ένα οδυνηρό γεγονός που τον απασχολεί –είτε κάτι που βίωσε ο ίδιος είτε κάτι που φαντάστηκε ότι βίωσαν οι πρόγονοί του– το παιδί του πάντα το διαισθάνεται».
«Τα οικογενειακά μυστικά», ισχυρίζεται ο Τισερόν, «έχουν πάντοτε δύο πύλες εισόδου: η μία οδηγεί στο τραύμα που βίωσε το άτομο κάποια στιγμή, η άλλη στον τρόπο που χειρίζεται μια κοινωνία τις καταστροφές και τα ψέματα που τη μαστίζουν».
Ό,τι δεν λέγεται με λόγια, «λέγεται πάντοτε διαφορετικά, μέσα από χειρονομίες, συμπεριφορές, εκφράσεις του προσώπου…». Για τον Γάλλο ειδικό, η δυνατότητα να έχουμε ένα μυστικό είναι «ό,τι πιο πολύτιμο και πιο επικίνδυνο συγχρόνως». Το θέμα, όμως, λέει δεν είναι να καταδικάσουμε τα μυστικά αλλά να κατανοήσουμε ποιον εξυπηρετούν και τους μηχανισμούς λειτουργίας τους.
Η μεγάλη πλειονότητα των μυστικών, εξηγεί ο Τισερόν, αφορά πάντοτε τη γέννηση και τον θάνατο: από μια κρυφή εγκυμοσύνη ή μια αδήλωτη υιοθεσία έως μια αυτοκτονία μεταμφιεσμένη σε ατύχημα. Το Μυστικό, με κεφαλαίο το μ, πηγάζει κατά κανόνα από οδυνηρά γεγονότα –μια βαριά αρρώστια, μια ντροπιαστική για την εποχή της πολιτική στάση, μια αναπάντεχη οικονομική κατάρρευση– πίσω από τα οποία ελλοχεύει μια βαθιά, αγιάτρευτη πληγή. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτά τα τραύματα, όταν μένουν ανείπωτα και ανεπεξέργαστα από την πρώτη γενιά, έχουν πολύ σημαντικές συνέπειες για τις επόμενες.
Τα περισσότερα παιδιά, για παράδειγμα, που γεννήθηκαν από ερωτικές σχέσεις Γαλλίδων με Γερμανούς στρατιώτες στην Κατοχή, ακριβώς εξαιτίας της σιωπής που κάλυπτε τη γέννησή τους, πίστευαν πως ήταν καρποί βιασμού, «κι αυτή η αντίληψη είχε πολύ σοβαρότερη επίπτωση στην ανάπτυξή τους απ’ όση θα μπορούσε να έχει η αλήθεια που θεωρήθηκε σκόπιμο να κρατηθεί μυστική “για το καλό τους”». Όμως και πολλά από τα εβραιόπουλα, οι γονείς των οποίων έζησαν τη φρίκη στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, βρέθηκαν επίσης αντιμέτωπα μ’ ένα τείχος σιωπής, με αντίστοιχες συνέπειες στην ψυχική τους ισορροπία.

Serge Tisseron, Οικογενειακά Μυστικά, Μτφρ.: Μ. Βασιλείου, εκδόσεις Άγρα
Χρησιμοποιώντας βατή γλώσσα και επιστρατεύοντας παραδείγματα τόσο από την τεράστια κλινική εμπειρία του όσο και από τη μαζική κουλτούρα και την Ιστορία, ο Σερζ Τισερόν ανιχνεύει το ζήτημα της ψυχικής μετάδοσης των μυστικών, στέκεται στις αλλόκοτες συμπεριφορές –βλ. μαθησιακές διαταραχές, φοβίες, εθισμό σε ψυχοτρόπες ουσίες– και στα ασύμμετρα συναισθήματα που αυτά προκαλούν όταν από «ανείπωτα» γίνονται «ακατονόμαστα» και στη συνέχεια «αδιανόητα», και μας καλεί να συμφιλιωθούμε με την αντίληψη ότι τα μυστικά δεν είναι τόσο ασύμβατα με την ιδέα της Αλήθειας όσο με την επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Όπως επισημαίνει, δε, η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, προλογίζοντας το βιβλίο του, από τη μεριά του δεν περιορίζεται στα ιδιωτικά μυστικά αλλά μιλά και για τα συλλογικά, για εκείνα που αφορούν μια ομάδα, μια κοινότητα, ένα έθνος.
«Τα οικογενειακά μυστικά», ισχυρίζεται ο Τισερόν, «έχουν πάντοτε δύο πύλες εισόδου: η μία οδηγεί στο τραύμα που βίωσε το άτομο κάποια στιγμή, η άλλη στον τρόπο που χειρίζεται μια κοινωνία τις καταστροφές και τα ψέματα που τη μαστίζουν». Διόλου τυχαίο, όπως σημειώνει, που οι Πολωνοί δυσκολεύτηκαν ν’ αναγνωρίσουν την πραγματικότητα της γενοκτονίας των Εβραίων που διαπράχθηκε στον τόπο τους. Ο λόγος; Επειδή επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες η Πολωνία βρισκόταν υπό την κατοχή μιας χώρας, της πρώην ΕΣΣΔ, η οποία δεν αναγνώριζε την ευθύνη της ως προς τη σφαγή Πολωνών αξιωματικών και πολιτών στο Κατίν, χρεώνοντας εσκεμμένα το έγκλημα στο γερμανικό στρατόπεδο. Από το 1989 κι έπειτα, όμως, όταν η ανάμνηση του Κατίν έγινε ξανά κτήμα των Πολωνών, τότε άρχισαν οι τελευταίοι ν’ αναγνωρίζουν την εξόντωση των Εβραίων.
Στη Γερμανία, αντίστοιχα, τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο βρίσκονταν αντιμέτωπα με μια παράδοξη κατάσταση: «Από τη μια το σχολείο τούς έδειχνε ταινίες και φωτογραφίες που αποκήρυσσαν τη βαρβαρότητα του εθνικοσοσιαλισμού –ενίοτε σε βαθμό ναυτίας!–, από την άλλη, όμως, οι γονείς και οι παππούδες τους πολύ συχνά αρνούνταν να μιλήσουν γι’ αυτόν». Μ’ άλλα λόγια, βρέθηκαν παγιδευμένα ανάμεσα σε δυο υποχρεώσεις για αφοσίωση: αφοσίωση στην επίσημη μνήμη αφενός και στην οικογενειακή σιωπή αφετέρου». Έτσι εξηγείται γιατί η συγκεκριμένη γενιά αρνήθηκε την «υπερβολική ενοχοποίησή της». Με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, η οικογενειακή μνήμη έχασε και στη Γαλλία τον ρόλο της γέφυρας μεταξύ της ατομικής και της συλλογικής, αν αναλογιστούμε πώς επιχείρησε να κουκουλώσει το ζήτημα του δωσιλογισμού ή τις θηριωδίες του πολέμου της Αλγερίας. Σύμφωνα με τον Τισερόν, μεγαλύτερη αξία και από το να υψώνουμε μνημεία έχει «το να επανεισάγουμε την οικογενειακή μνήμη παντού!».
Το μυστικό της δικής του οικογένειας, άραγε, ποιο ήταν; Όταν τον ρώτησα σχετικά, η απάντησή του ήταν η παρακάτω: «Η μητέρα μου υπέφερε πολύ από τους γονείς της. Όποτε γινόταν λόγος για τη γιαγιά μου έκλαιγε, δυσκολευόταν να μιλήσει γι’ αυτήν. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι η γιαγιά μου ήταν καρπός αιμομιξίας. Κάποιο κοντινό συγγενικό πρόσωπο είχε αφήσει την προγιαγιά μου έγκυο στα δεκάξι της, γεγονός εξαιρετικά οδυνηρό για την ίδια, το βαρύ φορτίο του οποίου πέρασε αναπόφευκτα και στις επόμενες γενιές. Δεν ξέρω τι συνέβη ακριβώς, δεν έχω αποδείξεις, αλλά αυτή είναι η ιστορία που διηγήθηκα στον εαυτό μου κι αυτήν αφηγήθηκα στα παιδιά μου όταν με ρώτησαν».