Μικρό βιογραφικό καπνίστριας: κάπνισα πρώτη φορά στα 15 μου. Ούτε από μαγκιά, ούτε από πόζα. Στο σπίτι δεν κάπνιζε κανείς, πλην του πατέρα. Όταν εκείνος πέθανε – η χειρονομία, το πακέτο, ο αναπτήρας, εισπνοή και ξεφύσημα, εκδηλώθηκαν σαν αυθόρμητη αταβιστική αντίδραση, για να τον νιώθω κοντά μου. Δεν έβηξα στην πρώτη ρουφηξιά, δεν πνίγηκα όπως παθαίνουν οι νεοφώτιστοι της νικοτίνης. Μου άρεσε ο καπνός.
Δεν το έκρυψα από το σπίτι, όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις ηλικίες. Ενημέρωσα, ακολούθησαν φωνές και νουθεσίες, δεν υποχώρησα, δεν έπαιξα θέατρο τύπου δεν καπνίζω μπροστά σε συγγενείς από σεβασμό. Δεν αισθανόμουν πιο cool ή πιο ζόρικη ως έφηβη, απλώς συνδεδεμένη με ένα κομμάτι μου που δεν υπήρχε πια. Τελεία.
Από τότε μέχρι σήμερα δεν σκέφτηκα και δεν θέλησα ποτέ να το κόψω. Δεν αισθάνομαι καμιά ενοχή, όταν λέω ότι αγαπώ να καπνίζω, ως απόλαυση και ως συνήθεια, όπως πολύς κόσμος: μετά το φαγητό, με τον καφέ, μετά το σεξ, σε στιγμές συντροφικότητας, απόγνωσης ή μοναξιάς, μετά από ένα γερό κλάμα ή μια ταραχή, σε γλέντι ή σε χαρές, και φυσικά έχω όρια και δυστροπίες, από αυτές που διαφέρουν από καπνιστή σε καπνιστή, από χαρακτήρα σε χαρακτήρα.
Mέσα σ' ένα 8ωρο κόντεψα να πάθω διαταραχή προσωπικότητας: νεύρα, μίνι κατάθλιψη, θυμός, νευρικά γέλια, μελαγχολία, πάλι νεύρα. Στο δίωρο που αντιστοιχούσε το κάθε εναπομείναν τσιγάρο, το άναβα με λαχτάρα, ανάμεικτη με ευλάβεια.
Για παράδειγμα, δεν θα καπνίσω στην κρεβατοκάμαρα ή μπροστά σε έγκυο, ακόμη κι αν μου το επιτρέψει (και ναι, με εξαγριώνουν οι έγκυοι που καπνίζουν), δεν θα προσφέρω ποτέ τσιγάρο μύησης σε άκαπνους ή νεαρά κοκόρια, θα σεβαστώ τον μη καπνιστή. Και δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραδεχθώ ότι από τη μέρα που απαγορεύθηκε το κάπνισμα στις αίθουσες σύνταξης των Μέσων που εργάστηκα, ναι μεν ζορίστηκα, αλλά εκτίμησα την απουσία της μυρωδιάς στα ρούχα και τα μαλλιά. Είπαμε, είναι απόλαυση το τσιγάρο, αλλά το ότι το κεφάλι σου μυρίζει σαν ξέχειλο τασάκι μετά από ένα 12ωρο στο γραφείο (ή σε άλλους κλειστούς χώρους), συγνώμη, δεν υποφέρεται.
Έχω περάσει φοιτητικές ατσιγαρίες, ασυμφωνίες με ταίρια που δεν κάπνιζαν και άκαπνους ή φανατικούς αντικαπνιστές φίλους, αλλά στην ενήλικη ζωή, για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέμεινα παρά μόνο μία φορά. Μου συνέβη πριν από 4 χρόνια, τέτοιο καιρό, Δεκαπενταύγουστο, με περίπτερα και ψιλικατζίδικα κλειστά, να ψάχνω σαν τον κυνηγό – σαφάρι κανονικό – για ένα πακέτο κι ας μην ήταν κι η μάρκα μου. Από τότε, πάντα υπάρχει μία ρεζέρβα σε κάποιο συρτάρι, αν και φρόντιζα να μην το παρακάνω. Δεν ξαναξέμεινα, λοιπόν, μέχρι φέτος.
18 Αυγούστου, μεσημερο-απόγευμα, όλα στη γειτονιά κλειστά και από κακούς υπολογισμούς το πακέτο με βρήκε με 4 τσιγάρα όλα κι όλα μέσα. Εργαζόμουν από το σπίτι εκείνη τη μέρα, η δουλειά μου ξεκινούσε στις 6 και μαζί με κάποια deadline θα κατέληγα αισίως στη 1. Σιγά την τραγωδία, θα πει κάποιος, αλλά οι καπνιστές θα καταλάβουν. Και η ρεζέρβα; Υπήρχε στο συρτάρι απείραχτη, αλλά για λόγους εγωισμού – και επειδή την προηγούμενη μέρα είχα καπνίσει αρκετά – δεν ήθελα να την ακουμπήσω. Δεν αντέχω τη σιωπή αποδοκιμασίας σε θέματα χαρακτήρα και ειδικά από εκείνον που με αγαπά πραγματικά. Backspace. Ψέμα λίγο αυτό, ας το γράψω σωστά: δεν αντέχω να «σπάω» χωρίς προφανή λόγο, βαριέμαι τις εξηγήσεις μετά και απεχθάνομαι τις τσιριμόνιες στο ενδιάμεσο, ειδικά αυτές που κάνουμε για να δικαιολογήσουμε τα πάθη μας. Το θεωρώ ανόητο να δικαιολογηθώ για κάτι που μου αρέσει, για μια συνήθεια μου. Κι ας είναι και θανάσιμη.
Άρχισα να καταστρώνω, λοιπόν, το πώς θα έβγαινε η νύχτα. Ένα τσιγάρο ανά δύο ώρες; Μακελειό. Δεν είχε χρειαστεί ξανά να βγάλω τέτοιο πρόγραμμα. Όπως οι περισσότεροι καπνιστές, πίστευα ηλιθίως ότι μπορώ να επιβληθώ στην επιθυμία μου, αν ποτέ χρειαστεί. Και μετά, δεν μπορώ και όλα αυτά τα συνδικάτα ρητορικής και των μεν και των δε – καπνιστών, άκαπνων (και τύπων που το ‘κοψαν και μπράβο τους, αλλά έγιναν τα χειρότερα μουτζαχεντίν).
Για να μην τα πολυλογώ, τα κατάφερα. Βέβαια, μέσα σ’ ένα 8ωρο κόντεψα να πάθω διαταραχή προσωπικότητας: νεύρα, μίνι κατάθλιψη, θυμός, νευρικά γέλια, μελαγχολία, πάλι νεύρα. Στο δίωρο που αντιστοιχούσε το κάθε εναπομείναν τσιγάρο, το άναβα με λαχτάρα, ανάμεικτη με ευλάβεια. Ακριβώς 5 λεπτά της ώρας απόλαυση για ένα δίωρο τιμωρίας, πειθαρχίας, καψονιού, όπως και να το πείτε, το ίδιο μου κάνει. Ξαναλέω: δεν είναι μόνο η έξη. Μου αρέσει ο καπνός.
Και τελικά; Σκέφτομαι να το κόψω; Όχι. Κανένα χριστιανικό μήνυμα δεν θα βγει από αυτή την ιστορία, τύπου σύντροφοι καπνιστές η ζωή είναι ωραία και η διακοπή καπνίσματος δύσκολη, οπότε κόψτε το. Ο καθένας ξέρει – μαζί κι εγώ – τι εστί κάπνισμα, πότε και αν θέλει ή πρέπει να το κόψει και κυρίως πώς κόβεται: κολοκοτρωνέϊκα φυσικά, μια και έξω, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καπνιστή(και τους γύρω του).
Απλώς είναι ωραίο πότε – πότε να διαπιστώνεις τα όρια σου, να ανακαλύψεις τρόπους μεγιστοποίησης της ευχαρίστησης, να παραμυθιάζεσαι ότι μπορείς να επιβληθείς στον κατώτερο εαυτό σου, στο πάθος που έχεις επιλέξει/επιτρέψει να σε εξουσιάζει. Και μετά, γοητεύτηκα κι από την ιδέα της μερικής απαγκίστρωσης από το έθος, αλλά και από την έπαρση εκείνου του αντιπαθητικού «α, εγώ κάνω μόνο 2 την ημέρα για την παρέα», την έπαρση του social smoker, δηλαδή.
Αλλά, ας το κλείσω με ειλικρίνεια, όπως το άνοιξα: αυτά είναι για τους πρωινούς τύπους, τους φύσει πρωινούς. Για όσους (καπνιστές) εκτιμούν τη νύχτα, τη μοναξιά και την ψύχρα της, τα καλύτερα τσιγάρα θα είναι τα βραδινά, της ησυχίας και της όχι πολύ φλύαρης συντροφιάς.