Επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ό,τι χυδαιότερο έχει δει η αμερικανική πολιτική σκηνή μέχρι σήμερα, κανείς δεν τολμά να διατυπώσει ευθέως την άποψη ότι ούτε η Χίλαρι Κλίντον είναι μια σοβαρή περίπτωση για το Οβάλ Γραφείο.
Κανονικά, η χαμέρπεια του αντιπάλου της, ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει όσα η Αμερική τρέμει και η Ευρώπη απεύχεται, θα έπρεπε ήδη να της δίνουν προβάδισμα σε δημοσκοπήσεις, ντιμπέιτ, οποιαδήποτε αναμέτρηση. Όμως, ούτε ο χυδαίος λόγος του, ούτε η εμφανής ανεπάρκεια του κατάφεραν να της εξασφαλίσουν προβάδισμα στην προτίμηση των ψηφοφόρων.
Δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλυτές αποφεύγουν να σταθούν στο «γιατί», όχι βεβαίως, επειδή δεν γνωρίζουν την απάντηση, αλλά επειδή το «μη χείρον βέλτιστον», στην πιο κομβική στιγμή της αμερικανικής ιστορίας είναι η μόνη, νόθα, αναγκαία επιλογή που έχουν.
Σε μία χρονική στιγμή που γίνεται υπερπροσπάθεια ο γυναικείος πολιτικός λόγος να αρθρωθεί όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα, στεντόρεια και χωρίς ίχνος κατάλοιπων του παρελθόντος, η Χίλαρι ως πολιτικός βγαίνει μπροστά με βασική περγαμηνή το bossy του χαρακτήρα της, κρεμασμένο, όμως, ακόμη στον γάντζο του συζυγικού της παρελθόντος.
Ρίχνοντας ακόμη και μια διαγώνια ματιά στις αμερικανικές εφημερίδες, τα sites και τα περιοδικά, ακόμη και όσα πήραν ξεκάθαρη θέση υπέρ της, διαπιστώνεται αυτό το μούδιασμα, η αδυναμία, η απόφαση που λήφθηκε κατόπιν ηθικής πίεσης: κανείς δεν θέλει στον Λευκό Οίκο ένα φασιστοειδές, αστοιχείωτο, απολύτως ακατέργαστο δίποδο, θλιβερή υπενθύμιση της χειρότερης μορφής του αμερικανικού καπιταλισμού, ακριβώς όπως περιγράφεται στα βιβλία του Φίλιπ Ροθ: ο Τραμπ είναι ο άνθρωπος που έκανε λεφτά, πατώντας επί πτωμάτων, κάνοντας ό,τι ήθελε, όπως ήθελε, ξεγελώντας τον Νόμο, που τώρα μεταξύ άλλων εξουσιών θέλει να πάρει στα χέρια του.
Από την άλλη, οι ψίθυροι γι’ αυτό το περίεργο «κάτι» που λάμπει στα μάτια της Κλίντον, αναγκαστικά στραγγαλίζονται. Όποιος βάλλει εναντίον της αυτή τη στιγμή, αυτομάτως γίνεται και Τραμπ. Μόνο με ευγένεια και διάθεση καλοπροαίρετης κριτικής μέχρι τώρα έχουν διατυπωθεί σχόλια εναντίον της Χίλαρι Κλίντον: για το πότε κατρακύλησε στο επίπεδο του Ρεπουμπλικανού αντιπάλου της, για το πότε έχασε το τιμόνι στα social media, για τον ανεξέλεγκτο κάποιες φορές συναισθηματισμό της με τον οποίο επιχείρησε να αποκρούσει τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, ακόμη και για άρθρα – όπως του Atlantic – για τον αστερισμό της σκύλας, που για να την υποστηρίξουν (και μαζί όλο το γυναικείο κίνημα) χρησιμοποιούσαν λόγο εφάμιλλο με τη χυδαία φρασεολογία του Τραμπ. Και φυσικά, απολύτως ειδησεογραφικά τις δραστηριότητες του ιδρύματος της και το μείζον θέμα που προέκυψε με τη διαρροή των e-mails...
Κανείς δεν τολμά, λοιπόν, να πει και το αυτονόητο για το δεύτερο ντιμπέιτ της με τον Τραμπ. «Χωρίς ξεκάθαρο νικητή», συμπέραναν κομψά τα ξένα media, ωστόσο, κάποιος που το παρακολούθησε από την αρχή έως το τέλος θα είχε να πει ότι το ντιμπέιτ νικητή δεν είχε, αλλά είχε έναν ηττημένο. Την ίδια.
Όχι γιατί επρόκειτο περί πανηγύρεως, όπως όλα τα ντιμπέιτ άλλωστε, όπου παίζονται οι εντυπώσεις και όχι η ουσία. Όχι γιατί τα επιχειρήματα της δεν επαρκούσαν. Όχι γιατί ο πολιτικός της αντίπαλος ήταν διαβασμένος (δεν ήταν). Τίποτα από όλα αυτά. Αλλά για τη σαρδόνια χαρά της και για την έλλειψη σοβαρότητας, για το τέρας της φιλοδοξίας που θριάμβευε στο πρόσωπο της, για την προθυμία της να χορέψει σ’ αυτό το πανηγύρι με καλό χαρτί το φύλο και όχι την αξία της, τους καρπούς του σεξισμού και όχι της σκληρής δουλειάς της, την επιβράβευση της θυματοποίησης της και όχι την προσπάθεια της να τον εξαλείψει έργω και όχι λόγω. Για την αδυναμία της να είναι ψυχρή και κάθετη, και όχι να απευθύνεται στον φαιδρό απέναντι της με ύφος κακομαθημένης πολύξερης εστέτ.
Σε μία χρονική στιγμή που γίνεται υπερπροσπάθεια ο γυναικείος πολιτικός λόγος να αρθρωθεί όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα, στεντόρεια και χωρίς ίχνος κατάλοιπων του παρελθόντος, η Χίλαρι ως πολιτικός βγαίνει μπροστά με βασική περγαμηνή το bossy του χαρακτήρα της, κρεμασμένο, όμως, ακόμη στον γάντζο του συζυγικού της παρελθόντος. Δυστυχώς, βεβαίως, για την ίδια το μπλε χαλί του ντιμπέιτ δεν είναι το σαλόνι του σπιτιού της. Δεν αντιμετωπίζονται όλες οι αντιπαραθέσεις -και δη οι πολιτικές- με γκριμάτσες, ειρωνεία και ξινά χαμόγελα.
Αλλά στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί. Αν η Κλίντον πάρει την προεδρία – με όποιο τρόπο: ως θύμα του Τραμπ, ως απατημένη σύζυγος, ως υπομονετικός Βιετκόνγκ του πολιτικού πολέμου – σπάει ένα ανδρικό κατεστημένο 240 ετών και δημιουργεί προηγούμενο. Αλλά το σπάει ως διωκόμενη και όχι με το σπαθί της, ας είμαστε ειλικρινείς.
Γιατί, κατά τα λοιπά, η υποψήφια των Δημοκρατικών για την Προεδρία των ΗΠΑ αποδεικνύεται αν όχι το ίδιο, τουλάχιστον ασυγχώρητα ασόβαρη με τον πολιτικό της αντίπαλο, και φέρνει τη νοήμονα πτέρυγα των Αμερικανών σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Ας μην εκπλαγούμε, αν σ’ αυτές τις εκλογές η αποχή είναι αυξημένη. Η επιλογή κρίνεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους με τρομερά βαρίδια, επικίνδυνες φιλοδοξίες και χωρίς – έστω για την παρηγοριά- κανένα επικοινωνιακό χάρισμα.