Σκέφτομαι πια την τεράστια απόσταση που έχουν αυτά που διαβάζουμε ή διδάσκουμε (για να μιλήσω προσωπικά) από την πραγματική σκηνή του δράματος. Ξέρουμε, ας πούμε, εδώ και κάποια χρόνια, ότι έχουμε μπει στην εποχή της ανασφάλειας, της μη εξασφάλισης, των επισφαλών θέσεων. Όχι μόνο στις δουλειές αλλά σε όλα σχεδόν τα συμβόλαια και τις συμφωνίες που ορίζουν την καθημερινότητα.
Η θεωρία, λέμε, τα έχει πει, μας έχει προειδοποιήσει και κάποιες πλευρές της είναι, σχεδόν, προφητικές. Και η λογοτεχνία, στις καλές της στιγμές, έχει δείξει τη νέα επικράτεια της αβεβαιότητας. Η τέχνη, άλλωστε, ήταν πάντα κοντά στην υπενθύμιση του γεγονότος πως όλα τα θεμέλια ακουμπούν σε κάτι αθεμελίωτο, σε ένα μεγάλο ρήγμα που παραμένει σιωπηλό και κάποτε ξεσπάει.
Ξέρουμε λοιπόν ή μάλλον θα έπρεπε να γνωρίζαμε (αν διαβάζαμε τα προειδοποιητικά σήματα), ότι διασχίζουμε γλιστερό έδαφος. Ότι ένας συνδυασμός από εσωτερικές και διεθνείς τάσεις, αποσταθεροποιεί τη ζωή, τους θεσμούς, τις πεποιθήσεις, τους δεσμούς. Ότι η κακοπιστία παίρνει κεφάλι, οι κρίσεις πανικού εξαπλώνονται, η δυσκολία-των-προθεσμιών αποκαλύπτεται πιο επιθετική από ποτέ άλλοτε . Μάθαμε να τα χώνουμε όλα στο σακί της κρίσης και πράγματι, τα περισσότερο απ' αυτά τα δράματα λογοδοτούν στην κρίση. Αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν θα κατασιγάσουν ή θα φύγουν απ' τη μέση όταν η κρίση τιθασευτεί και «επιστρέψει η ανάπτυξη».
Είναι άλλο πράγμα η κακή βολή –που δεν σκέφτεται τους άλλους, το κοινό καλό, το μέλλον– από τη βύθιση στη διαρκή ανασφάλεια. Άλλωστε, στην καλή φιλελεύθερη παράδοση, η ελευθερία δεν είναι μόνο κίνηση, διαχωρισμός και ρίσκο. Είναι μαζί και η δυνατότητα να βρει κανείς αναφορές, ευτυχία και γαλήνη.
Η μετάβαση στην ανασφάλεια και οι συνακόλουθες απώλειες σημαδεύουν την εποχή και όχι απλώς τη μια ή άλλη ιδιαίτερη κοινωνική κατάσταση. Η Ευρώπη συρρικνώνεται, χάνει έδαφος, γίνεται λιγότερο σημαντική πολιτικά και οικονομικά. Η Δύση αμφισβητείται και όλο και πιο συχνά απαξιώνει τον εαυτό της ενώ μέσα της πολλαπλασιάζονται οι αδιέξοδες και οπισθοδρομικές επιλογές (και δεν είναι μόνο ο Τραμπ).
Δεν υπάρχουν πια απάνεμα λιμάνια αλλά διαβαθμίσεις της αβεβαιότητας. Το ξέρουμε, το περιγράφουμε με χίλιους τρόπους, το αναλύουν οι κοινωνιολόγοι. Αλλά όλη αυτή η γνώση και η πληροφορία δεν έχει αφομοιωθεί πρακτικά. Όσο και αν η ανάλυση μιλάει για την ανασφάλεια και τα ρίσκα (και αυτό το κάνει επίμονα από το τέλος της δεκαετίας του '90 ήδη), η ίδια η ζωή μας δεν αντέχει το αβέβαιο. Οντολογικά ζητούμε ρουτίνες, σταθερές, σημεία οικειότητας. Ζητούμε μορφές εμπιστοσύνης και αναγνώρισης. Φυσικά, κάποιες εκατοντάδες ή λίγες χιλιάδες άνθρωποι σε κάθε χώρα έχουν συνταιριάξει τη θεωρία με τις πρακτικές τους. Μπορεί και να 'χουν συμφιλιωθεί με την αλλαγή επαγγελμάτων, στάτους, οριζόντων. Να είναι ψυχικά «χωρίς έδαφος», πραγματικοί κάτοικοι και όχι απλώς σαστισμένοι ένοικοι της ανασφάλειας. Μπορεί να κάνουν κάτι ενεργητικά και να μην τους πέφτει στο κεφάλι, όπως γίνονται τώρα οδηγοί ταξί οι χρεοκοπημένοι μαγαζάτορες και οι απολυμένοι από βιοτεχνίες.
Αναμφίβολα, κάποιες παλιές βεβαιότητες, συνυφασμένες και με την ελληνική οικογενειοκρατία, έγιναν λάσπη και αδράνεια αναχρονισμού. Η ευημερία θεωρήθηκε κάτι κληρονομικό και εύκολο. Τα εισοδήματα, οι ευκαιρίες, οι δυνατότητες, οι υποχρεώσεις των πολιτών συνδέθηκαν με την ασφάλεια μιας καλής γνωριμίας, της κατάλληλης «σύστασης», των οικογενειακών καναλιών.
Και αυτά βέβαια τα γνωρίζουμε από χρόνια ή τα ξαναθυμηθήκαμε σε πολλά βιβλία και μελέτες που είδαν το φως μέσα στην κρίση. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός πως με τριακόσια ευρώ το μήνα ή με τετραήμερα, τρίμηνες συμβάσεις, σπαστές ημερομηνίες κλπ. δεν οργανώνει κανείς τη ζωή του. Αν δηλαδή πολλές κληρονομημένες σιγουριές δεν μπορούν να σταθούν για λόγους τεχνολογικούς, εξέλιξης των επαγγελμάτων, για λόγους καπιταλισμού, παγκοσμιοποίησης, ύφεσης (όποια λέξη-οδηγό και αν επιλέξει ο καθένας για τις ερμηνείες του), αν πολλές ελληνικές σιγουριές ήταν και συνεχίζουν να είναι παρασιτικές και εγωιστικές, η λύση δεν μπορεί να είναι η μισή ζωή. Διότι είναι άλλο πράγμα το τέλος των παρασιτικών προστατευτισμών και άλλο η αίσθηση της ορφάνιας σε ένα ξεχαρβαλωμένο και χαοτικό πλαίσιο. Είναι άλλο πράγμα η κακή βολή –που δεν σκέφτεται τους άλλους, το κοινό καλό, το μέλλον– από τη βύθιση στη διαρκή ανασφάλεια. Άλλωστε, στην καλή φιλελεύθερη παράδοση, η ελευθερία δεν είναι μόνο κίνηση, διαχωρισμός και ρίσκο. Είναι μαζί και η δυνατότητα να βρει κανείς αναφορές, ευτυχία και γαλήνη. Ποτέ το ένα δίχως το άλλο, ποτέ το σοκ χωρίς την αφομοίωσή του σε μια δημιουργική ρουτίνα.
Είναι προφανές πως αυτή η θεωρία δεν εμπνέει πια την πραγματικότητα. Ότι κοντεύει να περιοριστεί σε δημόσιες ομιλίες σαν αυτή του Ομπάμα. Αν συμβαίνει αυτό, πρέπει όμως να το ξανασκεφτούμε. Για να βρούμε το λάθος, όποιες λέξεις και αν χρησιμοποιήσει ο καθένας μας για να το περιγράψει.
σχόλια