Αφότου μετακομίσαμε οικογενειακώς, λίγο μετά τη μεταπολίτευση, αντιλήφθηκα ότι η νέα μας γειτονιά είχε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα που οφειλόταν σε κάποια «μυστήρια» πληθυσμιακή ομάδα, μικρή μεν τον αριθμό – σήμερα δεν ξεπερνούν τις χίλιες ψυχές – αλλά με πρωταγωνιστικό ρόλο στην τοπική ιστορία. Θυμάμαι ακόμα στα γυμνασιακά χρόνια να κάνουμε κατασκοπευτικές «επιδρομές» με συνομηλίκους στο έκτασης 27 στρεμμάτων κτήμα του Φιξ, στα όρια των δήμων Ηρακλείου και Λυκόβρυσης-Πεύκης (έβοσκαν τότε εκεί αιγοπρόβατα), να ψωνίζω τα χρειαζούμενα από το σούπερ μάρκετ «Δ. Βάγγερ & Υιοί» κι ελληνικό καφέ από το καφεκοπτείο του Κελμάερ. Στο γυμνάσιο, πάλι, είχα κάποιους συμμαθητές με ξενικά ονοματεπώνυμα και μάτια πρασινογάλανα. Όχι, δεν επρόκειτο για τίποτα μετανάστες - ελάχιστοι ξένοι μας έκαναν την τιμή τότε – αλλά για βέρους, πλέον, ντόπιους, παρά την ξενική τους καταγωγή την οποία «πρόδιδαν» τα βορειοευρωπαϊκά χαρακτηριστικά που πολλοί διατηρούσαν, καθώς επίσης ονόματα όπως Γουλιέλμος, Φρειδερίκος, Κάρολος, Αλβέρτος, Κοντσέτα, Μίλι, Ρόζα ή επώνυμα όπως Βάγγερ (Βάγκνερ), Κελμάερ, Πίτλιγγερ, Στάγγερ, Μίλερ, Γαδ κ.ά. Όσο για τον προαναφερόμενο Ιωάννη Κάρολο Φιξ (Φουκς), δεν ήταν άλλος από τον «βαρόνο» της ελληνικής μπίρας - εδώ έφτιαξε το πρώτο του μικρό ζυθοποιείο (1858) προτού το μεταφέρει αρχικά στο Κολωνάκι και το 1893 στο κτίριο-ορόσημο της Συγγρού, όπου σήμερα στεγάζεται το ΕΜΣΤ. Εδώ πάλι δεξιώνονταν προπολεμικά οι γιοί του Ιωάννης και Αντώνιος όλη την «καλή κοινωνία» της πρωτεύουσας, με άλογα, ελάφια και παγώνια να περιφέρονται στις κατάφυτες με ψηλά κωνοφόρα κι ευκάλυπτους αλέες γύρω από την ερειπωμένη σήμερα εκλεκτιστικής τεχνοτροπίας έπαυλη. Οι κληρονόμοι τους εξακολουθούσαν να επισκέπτονται το ημιεγκατελειμμένο κτήμα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 – τώρα υπάρχει εκεί μόνο ένας φύλακας κι ο χώρος διεκδικείται από τον δήμο.
Η καταγωγή τους δεν έπαιξε κανένα ρόλο όταν χρειάστηκε να πολεμήσουν για τη νέα τους χώρα είτε στους Βαλκανικούς και τη Μικρασία, είτε στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Μερικές δεκάδες Βαυαροί μισθοφόροι στρατιώτες, αλλά και τεχνίτες που ήρθαν στην Αθήνα με τον Όθωνα το 1832 - κλείνουν κιόλας φέτος 150 χρόνια αφότου o πρώτος εστεμμένος της Ελλάδας απεβίωσε στο Μπάμπεργκ της Βαυαρίας (26/7/1867), όντας έκπτωτος από το 1862 - ήταν που ίδρυσαν ουσιαστικά το Ηράκλειο (ή Αράκλι) ως Στρατιωτική Αποικία το 1837. Εδώ παρέμειναν οι περισσότεροι και αφότου διώχθηκε εκείνος. Επίκεντρο του συνοικισμού ήταν το επονομαζόμενο σήμερα Παλαιό Ηράκλειο, που εξ αυτού αποκαλούνταν από τους περίοικους «Γερμανοχώρι». Η μπρούτζινη προτομή του Όθωνα – μάλλον η μοναδική σωζόμενη στην Αθήνα – που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Μαλτέζος το 1968, στέκει ακόμα στο προαύλιο της καθολικής εκκλησίας του Αγίου Λουκά (ιδρύθηκε το 1842), σημείο αναφοράς της βαυαρικής και της ελληνοκαθολικής κοινότητας του Ηρακλείου (στην αγιογραφία πάνω από το ιερό, έργο Γερμανίδας ζωγράφου, ο Ευαγγελιστής απεικονίζεται να συγγράφει με φόντο την Ακρόπολη στο βάθος όπως φαινόταν τότε από εκεί). Πρώτος διοικητής τους ήταν ο Χριστόφορος Νέζερ, παππούς του συνονόματού του σπουδαίου ηθοποιού (1887-1970). Μαζί με τους Φιξ και τον ακαδημαϊκό Ερρίκο Σκάσση (1884-1977) είναι οι πλέον επώνυμοι της μικρής, αλλά ιστορικής αυτής κοινότητας.
«Ήταν η πρώτη φάση που ένιωσαν κάποια πίεση από το κοινωνικό περιβάλλον – η δεύτερη ήταν τον καιρό του Εθνικού Διχασμού, όταν οι βενιζελικοί της περιοχής τους κατηγορούσαν ως βασιλόφρονες και μόνο εξαιτίας της καταγωγής τους. Μια τρίτη, όταν η χήρα του Ιωάννη Φιξ Μαριάνθη παντρεύτηκε τον Πέτρο Γαρουφαλιά, κουμπάρο και χρηματοδότη του Γεωργίου Παπανδρέου που όμως στα Ιουλιανά τάχθηκε με το Παλάτι και την Αποστασία - το γεγονός μάλιστα αυτό συν το πέρας του εκατονταετούς μονοπωλίου της το 1963 άρχισαν να απαξιώνουν την ιστορική ζυθοποιία που κατέρρευσε οριστικά το '82, για να επανακάμψει το brand name υπό νέα διεύθυνση το 2009. «Θεωρήθηκε ξανά από ορισμένους ότι οι Ελληνοβαυαροί "συνέπλεαν" με το στέμμα και ειδικά τη Φρειδερίκη!», μου λέει η κ. Καίτη Βάγγερ. Συνταξιούχος εκπαιδευτικός, έλκει τη μακρινή της καταγωγή από το Νίφεμπουργκ της περιοχής του Μονάχου. Ο προπάππος της Άντον (Αντώνιος) Βάγκνερ ήρθε στο Ηράκλειο το 1835 όπου έκανε οικογένεια με τη Μαριγούλα Πίτλιγγερ. Ο γιος τους Χρήστος άλλαξε το όνομα σε Βάγγερ και νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Βακονδίου, μισή Συριανή καθολική, μισή Αρβανίτισσα. Όπως αρκετοί άλλοι Ελληνοβαυαροί, επέλεξαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους σε γαλλικά ή ελληνικά και πάντως όχι σε γερμανικά σχολεία. Ο πατέρας της κ. Καίτης Αντώνης Βάγγερ τελείωσε τη Λεόντειο και παντρεύτηκε μια ορθόδοξη Πειραιώτισσα μικρασιατικής καταγωγής, την Ειρήνη Χουρμούζη με την οποία γνωρίστηκαν στην Κατοχή – η οικογένειά της ήταν από αυτές που μετακόμισαν τότε στο Ηράκλειο σε αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Οι νεοφερμένοι του Όθωνα έλαβαν σπίτια και κλήρους έκτασης 40-42 στρεμμάτων που ανήκαν πριν σε Οθωμανούς αγάδες. Ασχολήθηκαν οι περισσότεροι με τα αγροτικά - είχαν κιόλας διαπιστώσει οι πρακτικοί τους εμπειρογνώμονες ότι το Ηράκλειο είχε όχι μόνο εύφορα εδάφη αλλά και το καλύτερο μικροκλίμα στην Αττική. Αγάπησαν τη νέα τους πατρίδα, που στη Βαυαρία οι μορφωμένοι ειδικά πολύ εκτιμούσαν – στην αρχαία, τουλάχιστον, τη μυθοποιημένη εκδοχή της – ήδη από τον καιρό του ελληνολάτρη ηγεμόνα Λουδοβίκου Β', ο οποίος μέχρι πιστό αντίγραφο του Παρθενώνα είχε αναγείρει. Γρήγορα έγιναν ένα με τους γηγενείς, διατηρώντας οι περισσότεροι ως μόνο τους σχεδόν διακριτό σημείο το καθολικό θρήσκευμα. Αρκετοί έδιναν αρχαιοπρεπή ονόματα στα παιδιά τους ή απλοποιούσαν επί το ελληνικότερο τα επώνυμά τους – στο τελευταίο συντέλεσαν αφενός οι ιστορικές εξελίξεις, αφετέρου οι πολλοί μεικτοί γάμοι, κατά κανόνα με Καθολικούς εφόσον οι γάμοι με Ορθόδοξους δεν αναγνωρίζονταν (πολλά ήταν μάλιστα τα προξενιά με Συριανούς-ές). Οι δε πλουσιότεροι έκαναν, μου λένε, και ευεργεσίες στον τόπο. Η καταγωγή τους δεν έπαιξε κανένα ρόλο όταν χρειάστηκε να πολεμήσουν για τη νέα τους χώρα είτε στους Βαλκανικούς και τη Μικρασία, είτε στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Υπήρχαν εννοείται και απώλειες - το ηρώο που βρίσκεται στην πλατεία Αγίου Λουκά έχει την «παραδοξότητα» κάποια ονοματεπώνυμα «πεσόντων υπέρ πατρίδος» να είναι γερμανικά! Ως και «οδός Βαυαρών» υπήρχε στην περιοχή, που αργότερα μετονομάστηκε σε Πίνδου, ενώ στην εν λόγω πλατεία, προέκταση παλαιότερα του κτήματος Φιξ, εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή πληροφορεί τους διαβάτες ότι «Ο εξωραϊσμός της πλατείας εγένετο εν έτει 1933 επί εκκλησιαστικού επιτρόπου Γουλιέλμου Λορ Μάμμου τη γενναιοδώρω χορηγία Ιωάννου & Αντωνίου Καρ. Φιξ».
«Η επιγραφή αυτή είχε βανδαλιστεί παλιότερα... ανέλαβα προσωπικά την πρωτοβουλία, όταν χρημάτισα πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου αρχές της δεκαετίας του '80 να αποκατασταθεί», μου λέει ο Γιάννης Ροσολάτος, συνταξιούχος τυπογράφος και συγγραφέας του εξαιρετικού, παρότι αυτοέκδοση, βιβλίου-φωτογραφικού λευκώματος «Κάποτε στο Παλαιό μας Ηράκλειο» (2009). Ο ίδιος είναι καθολικός μεικτής καταγωγής – ο παππούς του Αντώνης ήταν από την Άνω Σύρο, η γιαγιά του, η Αικατερίνη Πίτλιγγερ-Καπελλά, κατά το ήμισυ Βαυαρή. Μου διηγείται την ιστορία της διαβόητης φροϊλάιν Σούμαν, στελέχους του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος η οποία κατέφθασε στο Ηράκλειο ως δασκάλα στο γερμανικό σχολείο που στέγαζαν από το 1938 στον δεύτερο όροφο του σπιτιού τους οι Λούης και Ιωσηφίνα Βάγγερ. Πραγματική της αποστολή, ήταν να αφυπνίσει την «υπνώττουσα» γερμανική ψυχή των ντόπιων «αδελφών» - στην πορεία βέβαια αποδείχθηκε ότι τα κίνητρά της δεν ήταν αμιγώς ιδεολογικά... Εξυμνώντας λοιπόν το Γ' Ράιχ και την υπέρτερη «Άρια» κουλτούρα, τους παρότρυνε σαν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα το '41 να επιστρέψουν ομαδικώς στη Βαυαρία, «την πραγματική τους πατρίδα», όπου τάχα θα τους περίμεναν με τιμές και δόξες, θα τους παραχωρούσαν καινούργια σπίτια, γη κ.λπ. Φίλευε καλούδια τα παιδιά, τα πήγε μάλιστα διακοπές να γνωρίσουν τα «πατρογονικά εδάφη», όπου πράγματι τα περιποιήθηκαν δεόντως – μέχρι ο Χίμλερ, διάβασα κάπου, τα συνάντησε. Μ' αυτά και μ' εκείνα, κάπου 200-250 άνθρωποι πείστηκαν, απρόθυμα οι περισσότεροι, «όχι τόσο από την προπαγάνδα της φροϊλάιν – ελάχιστοι εντέλει στράφηκαν στον ναζισμό ή/και υπηρέτησαν στη Βέρμαχτ, δύο μάλιστα, πατέρας και γιος, χάθηκαν στο Ανατολικό Μέτωπο - όσο εξαιτίας της πείνας και της ανέχειας που ακολούθησε την Κατοχή», συνεχίζει. Ήταν, κατά κανόνα, οι πιο φτωχοί...
Μετέβησαν λοιπόν το Πάσχα του '42 σιδηροδρομικώς στο Μόναχο και ακολούθως στο Πασάου, όπου οι «δόξες και τιμές» ήταν μίζερα καταλύματα σε εργατικές πολυκατοικίες, εξαντλητική δουλειά σε εργοστάσια για ανθρώπους που ήταν πριν οι περισσότεροι αγρότες και αντιμετώπιση παρακατιανών μετοίκων. Ένας μάλιστα ονόματι Δαβίδ (Ντάβιτ) Βάγγερ κατέληξε στο Άουσβιτς όπου κι εκτελέστηκε σαν προδότης επειδή συνελήφθη να ακούει συμμαχικό ραδιόφωνο... Το χειρότερο ήταν ότι το «μικρό αντάλλαγμα» που έπρεπε να δώσουν στις γερμανικές αρχές, δηλαδή στη φροϊλάιν και τους συνεργάτες της για την «ευεργεσία» που τους έκανε, ήταν οι τίτλοι ιδιοκτησίας των εδώ κτημάτων τους! Τίτλοι οι οποίοι στη συνέχεια πουλήθηκαν, οπότε γυρνώντας μετά το '45 στο Ηράκλειο - λίγοι προτίμησαν να παραμείνουν στη Γερμανία - βρέθηκαν κυριολεκτικά «στο δρόμο» και, είτε ξανάστησαν τη ζωή τους εξαρχής είτε μετανάστευσαν εκ νέου στην Αμερική και αλλού (υπήρξε μάλιστα σχετικά πρόσφατα δικαστική διαμάχη μεταξύ ξενιτεμένου απογόνου Ελληνοβαυαρών και του επίσης νόμιμου, τυπικά, «καταπατητή» της χαμένης περιουσίας του). Ύστερα λοιπόν κι από εκείνη την τραυματική εμπειρία, οι εναπομείναντες δεν ήθελαν πια να σχετίζονται με οτιδήποτε γερμανικό, απέτρεπαν δε τα παιδιά τους να σπουδάσουν ακόμα και τη γλώσσα.
Ο κ. Ροσολάτος έχει να λέει για την περίοδο της Κατοχής, οπότε πολλοί πεινασμένοι Ηρακλειώτες, ντόπιοι και επήλυδες – υπήρχε βλέπεις η φήμη ότι στο «Γερμανοχώρι» τα πράγματα ήταν καλύτερα - σιτίζονταν από το συσσίτιο της καθολικής Εκκλησίας, ενώ στα δύσκολα ψαχούλευαν για φαγώσιμα στα σκουπίδια των ευπορότερων. Ο Ιωάννης Φιξ πέθανε το 1943 και καθώς οι συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ, τους ταγματασφαλίτες και τους Γερμανούς πύκνωναν ένα γύρω, η υπόλοιπη οικογένεια εγκατέλειψε την εστία της για λόγους ασφαλείας. ΕΛΑΣίτες που βρέθηκαν εκεί μετά τη μάχη της Καισαριανής τον Ιούνιο του επόμενου χρόνου και έχοντας ήδη καταλάβει την παρακείμενη εγκαταλειμμένη Σχολή της Χωροφυλακής, μπήκαν στην έρημη πια βίλα και τη ρήμαξαν, δίχως όμως να ανακαλύψουν την πολυτελή Rolls Royce που άφησαν πίσω τους οι Φιξ θαμμένη! (την ανέσυραν επιστρέφοντας μεταπολεμικά). Θυμάται σαν χτες τις μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών να διασχίζουν τη «μικρή Βαυαρία» αποχωρώντας από την πρωτεύουσα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους μέσω της σημερινής λεωφόρου Ηρακλείου. Αντάρτες της περιοχής, αμούστακα παιδιά ανάμεσά τους σαν και του λόγου του τους παραφυλάγανε με κάτι λιανοντούφεκα ενώ οι καμπάνες τόσο της ορθόδοξης, όσο και της καθολικής εκκλησίας χτυπούσαν ολημερίς χαρμόσυνα – έχει ακόμα, περηφανεύεται, το χωνί για τον μούστο που χρησιμοποιούσαν σαν ντουντούκα για να συγκαλέσουν τη λαϊκή συνέλευση της γειτονιάς! Όσο αφορούσε την ήδη «λαβωμένη» ελληνοβαυαρική κοινότητα καθαυτή, κάποιοι όπως εκείνος βρέθηκαν στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ορισμένοι μάλιστα έπεσαν στην Αντίσταση και τον εμφύλιο που ακολούθησε - υπήρξαν ωστόσο επίσης περιπτώσεις που αντάρτες εκτέλεσαν μέλη της, κατηγορώντας τα συνήθως αυθαίρετα, καθώς μου λέει, ως θιασώτες της αντίπαλης πλευράς. «Τι τα θες, ήταν άγριοι, αδελφοκτόνοι καιροί που μακάρι να μην επιστρέψουν», εύχεται.
Με τα χρόνια και ειδικά μεταπολεμικά, το Ηράκλειο άρχισε να προσελκύει πλήθος εσωτερικούς μετανάστες – Ηπειρώτες, Πελοποννήσιους, Κρητικούς -, ενώ το διοικητικό του κέντρο μεταφέρθηκε στον σταθμό του ΗΣΑΠ κι επονομάστηκε «Νέο». Οι συνομιλητές μου εκτιμούν ότι αυτό έγινε ουσιαστικά «επίτηδες» εξαιτίας του έντονου καθολικού (και δευτερευόντως, πλέον, βαυαρικού) στοιχείου του Παλαιού Ηρακλείου. Κάτι που επίσης θυμάται η κ. Καίτη Βάγγερ να συζητιέται στο σπίτι που μεγάλωσε ήταν η «εκνευριστική», όπως έλεγαν, προσπάθεια της ποταπής εκείνης ναζί δασκάλας να προσεταιριστεί την κοινότητα και βέβαια η παγίδα όπου έπεσαν όσοι συναίνεσαν να μετεγκατασταθούν στη Γερμανία παραχωρώντας της το βιός τους. Συμφωνούν πάντως αμφότεροι ότι στην πράξη Καθολικοί κι Ορθόδοξοι Ηρακλειώτες διατηρούσαν ανέκαθεν άριστες σχέσεις κι ότι πέραν των κατά καιρούς πολιτικών παθών, που αφορούσαν έτσι κι αλλιώς το σύνολο του πληθυσμού, διακρίσεις ή αντιπαραθέσεις δεν υπήρχαν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως ένας καθηγητής της στην Παιδαγωγική που ειρωνεύτηκε κάποτε την κ. Βάγγερ για το «γερμανικό» επώνυμό της. Αυτό συν η αντίδραση των δικών της ένεκα τα καμώματα της φροϊλάιν Σούμαν στον πόλεμο ήταν, λέει, οι λόγοι που καθυστέρησε πολύ να ξεκινήσει μαθήματα γερμανικών, όπως επιθυμούσε. Μελετώντας, ακούγοντας και μαθαίνοντας στην πορεία, επανεκτίμησε κάποια πράγματα αλλιώτικα. Επιχείρησε μάλιστα ως διευθύντρια του 1ου γυμνασίου-λυκείου Ν. Ηρακλείου να αναδείξει την ιδιαίτερη κληρονομιά της ελληνοβαυαρικής κοινότητας, οργανώνοντας μεταξύ 2008-11 στα πλαίσια του Erasmus ανταλλαγές μαθητών με ένα βαυαρικό σχολείο κι ένα ακόμα ουγγρικό. Μοιράστηκαν ιδέες, πολιτιστικές εμπειρίες και συζήτησαν κοινές προβληματικές όπως το μεταναστευτικό - συνθετικό στοιχείο, η κουζίνα και οι γεύσεις μια και το γερμανικό σχολείο, που ήταν βασικά τεχνικό, διέθετε τμήμα μαγειρικής! «Αλήθεια, με την κρίση, τα μνημόνια και το γενικότερο αντιγερμανικό κλίμα που επικράτησε τα τελευταία χρόνια, πήρε άραγε τους Ελληνοβαυαρούς καθόλου η "μπάλα";», χαριτολογώ. «Α ναι!», αποκρίνεται χαμογελώντας. «Μου λέγανε π.χ. κάποιοι γείτονες αστειευόμενοι, βεβαίως, "πού είσαι, να τη χαίρεστε τη συμπατριώτισσά σας τη Μέρκελ!.."».
Οι αρχειακές φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Κάποτε στο Παλαιό μας Ηράκλειο» του Γιάννη Αντωνίου Ροσσολάτου.
σχόλια