Τον Πάνο Μουζουράκη τον πρωτογνώρισα ακριβώς πριν από δέκα χρόνια, όταν κυκλοφορούσε τον πρώτο του δίσκο από τη Lyra, επί των ημερών της Ντόρας Ρίζου. Θυμάμαι έναν νέο άνθρωπο, συνεσταλμένο και αποφασιστικό παράλληλα, και τα θέματα σε εκείνη την πρώτη μας συνέντευξη ήταν ο Σαββόπουλος, ο Χριστιανόπουλος, ο Βασίλης Νικολαΐδης, η μουσική σκηνή του Σταυρού του Νότου, όπως και η ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης, της πόλης που άφησε για να κυνηγήσει το όνειρό του στην πρωτεύουσα. Καμία σχέση, δηλαδή, με βραβεία Mad, μουσικά ριάλιτι ή μετοίκηση στις ΗΠΑ, τα τωρινά και μάλλον δικαιολογημένα θέματά μας. Θεωρώ τον Μουζουράκη μια ιδιάζουσα περίπτωση οriginal καλλιτέχνη. Τη ζωντανή έκφραση και απόδειξη της αέναης πάλης του «είναι» με το «φαίνεσθαι» εν ονόματι μιας καριέρας πολυπόθητης. Δεν γνωρίζω, ούτε μπορώ να συμπεράνω απ' τη συζήτηση που θα διαβάσετε αν ο Μουζουράκης επιβαρύνει την ίδια του την ύπαρξη λόγω μιας φιλοδοξίας που θα την έλεγες υπέρμετρη. Μπορεί, πάλι, να φλέγεται απλώς από ένα αντίστοιχα υπέρμετρο ταλέντο, το οποίο μοιράζεται ανάμεσα σε μια ατόφια soul φωνή, μια χιουμοριστική περσόνα, μια σκηνική παρουσία, αλλά και μια δημοφιλία που αυξήθηκε κατακόρυφα από την τηλεόραση. Ο ίδιος, πάντως, λίγες μέρες προτού ανέβει στη σκηνή της Τεχνόπολης για την πρώτη ολοδική του συναυλία, με ολοκαίνουργιο άλμπουμ στις αποσκευές του σε συνεργασία με τον Μανώλη Φάμελλο, δέχτηκε να με ακολουθήσει σε μια μεγάλη κουβέντα κυριολεκτικά έξω απ' τα δόντια.
— Γυρίζω στο 2007, Πάνο, για να σε πάω σε ένα παρακμιακό καφενείο δίπλα στον Ηλεκτρικό του Πειραιά, εκεί όπου μου 'χες δώσει την πρώτη σου συνέντευξη για το «Δίφωνο». Τι έχει αλλάξει μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια;
(σκέφτεται) Τι έφεραν αυτά τα δέκα χρόνια; Καλή ερώτηση! 2007-2017... Αρκετά όνειρα που πραγματοποιήθηκαν, πολλές σκέψεις, πολύ τρέξιμο. Η αλήθεια είναι ότι πέρασαν πολύ γρήγορα αυτά τα δέκα χρόνια.
— Ταλαιπωρία;
Δεν θα έλεγα ταλαιπωρία. Καμιά φορά υπήρχε γκρίνια.
— Από ποιον;
Προς εμένα, προς τον ίδιο μου τον εαυτό. Η γκρίνια συνήθως βγαίνει από αχαριστία, από αγνωμοσύνη ή από έλλειψη πίστης και αίσθημα αδικίας. Το να κάνεις πράγματα που τα πιστεύεις, αλλά να βλέπεις ότι δεν προχωράνε, να λες «γιατί να πάρει αυτός το βραβείο κι όχι εγώ» ή «γιατί να προβάλλεται αυτός και να μην προβάλλομαι εγώ» κ.λπ. Μετά από δέκα χρόνια, λοιπόν, φτάνεις στο σημείο να το παίρνεις το βραβείο και κάποιος άλλος να μπαίνει στη δική σου θέση, να λέει δηλαδή «γιατί αυτός κι όχι εγώ». Τα πάντα, τελικά, είναι θέμα υπομονής.
— Δίνεις μεγάλη σημασία στα βραβεία, βλέπω. Αυτό εννοούσες πριν όταν μίλησες για όνειρα που πραγματοποιήθηκαν;
Αναφέρθηκα περισσότερο στη βράβευση του βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Αύγουστος» στα βραβεία του Mad, εκεί που δεν ξέραμε καν αν θα γινόταν κλιπ το κομμάτι αυτό. Πάντα, όμως, είναι ευχάριστο να εισπράττεις «μπράβο» για τη δουλειά σου. Βέβαια, το βραβείο αυτό είναι το πρώτο σε μία σειρά από Grammy και Όσκαρ που θα ακολουθήσουν!
Πάνος Μουζουράκης - Αύγουστος
— Γιατί μιλάς έτσι, σαν ξένος ροκ σταρ; Έχεις έναν ράθυμο λόγο, σέρνεις τις λέξεις και δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω αν έτσι μιλάς πάντα.
Ράθυμο;
— Ξέρεις τι σημαίνει ράθυμος λόγος;
Όχι.
— Όχι ακριβώς σαν να βαριέσαι, αλλά με τη λογική του «νταξ, μωρέ, τώρα» κ.λπ.
Προσπαθώ να μπω στο mood γιατί μας συνδέουν κι αυτά τα δέκα χρόνια, στα οποία μπορεί να μη βρισκόμασταν συχνά, αλλά είσαι από τους ανθρώπους που θυμάμαι.
— Άσε με κατά μέρος εμένα, για σένα θα μιλήσουμε.
Θέλω να πω ότι προσπαθώντας να τιμήσω την εκ νέου συνεύρεσή μας, προσπαθώ παράλληλα να δώσω τις σωστές απαντήσεις. Με βρίσκεις και σε μια περίοδο που δίνω πιο πολλές συνεντεύξεις απ' ό,τι συναυλίες, μη σου πω απ' οτιδήποτε άλλο κάνω στη ζωή μου. Δε θέλω σε καμία περίπτωση να επαναλαμβάνομαι.
— Δεν θα γίνει, γι' αυτό είμαι εδώ σήμερα. Με ενδιαφέρεις πολύ, όχι τόσο από καλλιτεχνική όσο από ψυχαναλυτική άποψη.
Δεν έχω να το συγκρίνω με κάτι όλο αυτό. Μπορώ να καταλάβω τι λες εσύ και να συγκρίνω εσένα με κάποιον άλλο, γιατί σας βλέπω απ' έξω, αλλά μ' εμένα, που με βλέπω από μέσα, δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να 'μαι απόλυτα αντικειμενικός.
Κοίτα, είναι πολύ ωραίο αυτό που έχω χτίσει εδώ στην Ελλάδα, ο κόσμος με αγαπάει πάρα πολύ και μπορεί να πάω εκεί, να αποτύχω, να δω ότι δεν με παίρνει, να βάλω τα κλάματα, να μπω σε ένα αεροπλάνο και να γυρίσω. Για κάποιον λόγο, όμως, έχω την αίσθηση ότι θα τα καταφέρω!
— Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο από τον εαυτό σου και αυτό ακριβώς θα δουλέψουμε όσο διαρκέσει η κουβέντα μας.
Τι είμαι, λοιπόν, τι είμαι; (σ.σ. το λέει με ύφος). Κάποια στιγμή είχα πέσει σ' αυτή την παγίδα.
— Ήμουν σίγουρος.
Είχε έρθει μια συνάδελφός σου κι εγώ ήμουν συνηθισμένος σε συνεντεύξεις που σαν να μην ενδιέφεραν τους δημοσιογράφους και πολύ αυτά που ρωτούσαν. Σαν να μην ήξεραν, επίσης, τι ακριβώς θα ρωτούσαν. Της είπα: «Πριν ξεκινήσουμε, να σου πω μερικά πράγματα για μένα για να καταλάβεις ποιος είμαι;». Με κοιτάει στα μάτια και μου λέει: «Κανένας δεν ξέρει ποιος είναι».
— Καλή ατάκα!
Με γείωσε!
— Βέβαια, εγώ έχω πιο στρογγυλεμένη άποψη για την περίπτωσή σου. Γεννήθηκες στην Ελβετία, μια χώρα που στο μυαλό των περισσοτέρων είναι ταυτισμένη με την ευμάρεια, την ασφάλεια, τον πλούτο αν θες. Ίσχυε αυτό για την οικογένειά σου;
Όχι. Θυμάσαι τους «Ήρωες» της Γκασούκα; Ο Κωτσαδάμ είχε ένα κείμενο για μια οικογένεια που επαναπατρίστηκε και η ατάκα του που με εξέφραζε ήταν η εξής: «Με το ίδιο βρακί στον κώλο φύγαμε, με το ίδιο γυρίσαμε».
— Άρα, μου μιλάς για γονείς μετανάστες, που, αντί της Γερμανίας, προτίμησαν την Ελβετία.
Υπήρχε συγγενολόι όμως στην Ελβετία, δεν πήγαν τυχαία εκεί.
— Έζησες εκεί μέχρι τα οχτώ σου, που ήρθατε στη Θεσσαλονίκη. Αναρωτιέμαι αν η Ελβετία και όλο αυτό το clean περιβάλλον της έχουν εγγραφεί μέσα σου.
(σκέφτεται) Στην ηλικία που την έζησα, θυμάμαι το γρασίδι, τις πάπιες, τα ποταμάκια, την καθαριότητα, που δεν έβρισκες κάτω γόπες και το πεζοδρόμιο ήταν σαν το σαλόνι σου. Ήρθαμε στην Τούμπα το 1987, μια εποχή που, πέραν του Eurobasket, η ευρύτερη κουλτούρα ήταν: «Παιδιά, αφήνουμε τους κάδους ανοιχτούς, γιατί δεν έχουμε ασανσέρ στις πολυκατοικίες και η κυρία απ' τον τέταρτο θα πετάξει τα σκουπίδια της, βάζοντας στόχο». Ήταν κι η σύνδεση με το μπάσκετ, το εθνικό μας σπορ τότε, κατάλαβες; (γέλια)
— Μεγάλη αλλαγή από Ελβετία Ελλάδα, λοιπόν.
Την είχαμε πολύ ψηλά μέσα μας την Ελλάδα. Κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε διακοπές στη Χαλκιδική, στη θάλασσα, με τα ταπεράκια με τους κεφτέδες και τις ντομάτες, που μπορεί να σε τάιζε η μάνα την ώρα που εσύ έπαιζες με τα κουβαδάκια. Μια ρομαντική εικόνα, η οποία βέβαια, όταν έγινε η οριστική μετακόμιση...
— ... έγινε και η καθημερινότητά σου, τα καλοκαίρια τουλάχιστον.
Ναι, αλλά έχασε κι αυτό το μαγικό στοιχείο της. Κλείστηκα πολύ στον εαυτό μου, επειδή είχα μείνει πίσω και με τη γλώσσα. Μιλούσα ελληνικά, αλλά σίγουρα όχι τόσο καλά όσο άλλα παιδάκια της ηλικίας μου. Χαρακτηριστικά, θυμάμαι στο δημοτικό την κυρία Δάφνη, να μπαίνει στην τάξη και να ρωτάει «ποιος θα μας πει τι είναι ρήμα;», να σηκώνω το χέρι και να φωνάζω «εγώ, εγώ», αλλά τελικά να παίρνει την απάντησή της από την Αργυρούλα: «Ρήμα είναι η λέξη μέσα στην πρόταση που δηλώνει ενέργεια». Κι εγώ να σκέφτομαι «τι βλακείες λέει;», εφόσον νόμιζα ότι η απάντηση είναι η ομοιοκαταληξία.
— Το να πας από το ρήμα στη ρίμα, δείχνει μια πολύπλευρη αντίληψη για τη γλώσσα, επομένως μάλλον μπροστά ήσουν, όχι πίσω.
Με κλείδωσε, όμως, την ώρα εκείνη είπα «ωχ, δεν ξέρεις τίποτα». Θα μπορούσα να έχω γίνει ρεζίλι μπροστά στην κοινωνία ολόκληρη, τα υπόλοιπα 24 παιδάκια δηλαδή που ήταν μέσα στην τάξη. Ξέρεις, να σε δείχνουν όλοι πρώτη μέρα στο σχολείο και να γελάνε «χαχαχαχαχα»
— Έχεις αδέρφια, Πάνο;
Έχω δύο αδερφούς, δυόμισι χρόνια διαφορά με τον μεγάλο και άλλα δυόμισι με τον μικρό. Είμαι στη μέση και τους αγαπώ πάρα πολύ. Και οι τρεις γεννημένοι στην Ελβετία είμαστε. Είναι Σκορπιοί και οι δύο, δεν ξέρω...
— Πας ακόμα στην Ελβετία, έχεις κρατήσει δεσμούς;
Μόνο με έναν θείο, τον Τσότρα, ο οποίος δεν ήταν καν θείος, αλλά εργοδότης του πατέρα μου. Ένας ζωντανός άνθρωπος που κοντεύει να πατήσει τα 90 και ακόμα είναι μες στα ταξίδια.
— Κοίτα να δεις, όμως, που ο Φρανκενστάιν έφτιαξε το τέρας του σε ένα χωριό της Ελβετίας. Στα αλπικά ελβετικά χωριά, όπου μέχρι σήμερα ευδοκιμεί η παιδεραστία.
Δεν έχεις άδικο, έχει ένα μυστικιστικό κλίμα η Ελβετία, παρά το ότι πρόκειται για ένα ευνομούμενο κράτος. Για το άλλο που λες, καλά που έφυγα μικρός, πριν με σουρώσουν (γέλια).
— Δεν θα σε ρωτήσω πότε σου μπήκε το σαράκι της τέχνης, αλλά πότε συνειδητοποίησες τις πολιτιστικές διαφορές μεταξύ Ελβετίας και Ελλάδας.
Στα οκτώ σου δεν ξέρεις ακόμα αν σου αρέσει η μουσική, αν θα κάνεις κάτι συγκεκριμένο κ.λπ. Θυμάμαι τον πατέρα μου να έχει πάρει ένα CD-player και να το έχουμε φέρει στην Ελλάδα, όταν όλοι οι άλλοι άκουγαν κασέτες, και να έχουμε ένα CD όλο κι όλο.
— Ποιο;
Ένα compilation ήταν που είχε μέσα Modern Talking, Falco, τέτοια ποπ ακούσματα των '80s!
— Ποια ήταν η πρώτη σου πράξη καλλιτεχνικής έκφρασης;
Θυμάμαι που έκανα τον Καραγκιόζη στον πατέρα μου για να γελάει. Τον διασκέδαζα, με έλεγε «ο Τζέρι Λούις της οικογένειας».
— Δεν απέχει η εικόνα αυτή από την άλλη, που πήγες στον Διονύση Σαββόπουλο και του 'κανες επίσης καραγκιοζιές για να σε πάρει στους «Αχαρνής». Δικά σου λόγια δανείζομαι.
Ααα, δεν το 'χω σκεφτεί αυτό! Κοίτα, πάντα μου άρεσε να προκαλώ ευχάριστα συναισθήματα στους ανθρώπους. Θεωρούσα ωραίο χαρακτηριστικό της εκκεντρικότητάς μου το να σπάω τη σοβαροφάνεια και να ξεχωρίζω. Θα ήταν δύσκολο να προκαλέσω τον θαυμασμό του Σαββόπουλου, λέγοντας απλώς ένα τραγούδι. Νομίζω, παρ' όλα αυτά, πως εκτιμήθηκε το ότι έγραψα και του παρουσίασα το κομμάτι «Audition στον Διονύση Σαββόπουλο», το οποίο και δισκογραφήθηκε.
Πάνος Μουζουράκης - Audition στον Διονύση Σαββόπουλο
— Πως να μην εκτιμηθεί; Μελετημένη κίνηση, ειδικά όταν εμπεριέχει τη γνωστή ρήση του Ντίνου Χριστιανόπουλου «Η Αθήνα είναι μια γάτα που θα σε κατουρήσει». Έπιασες δηλαδή τον Σαββόπουλο απ' τα μαλλιά!
Κάτι που δεν ξέρεις, όμως, είναι πως η ρήση αυτή του Χριστιανόπουλου ήταν του Σαββόπουλου, η δική του στιχουργική προσθήκη στο «Ποντίκι του Βορρά». Ο Σαββόπουλος μου έκανε την τιμή να εμπλακεί στην παραγωγή του πρώτου μου δίσκου, «ξεσκονίζοντας» στίχους μου και μη θέλοντας να μπει το όνομά του. Μάλιστα, το κομμάτι «Μάντεψε ποιος» ήταν μια παραγγελία δική του. Μου είχε πει: «Θέλω να γράψεις ένα τραγούδι που να περιγράφει εσένα». Δεν μιλάμε για καμιά τεράστια επιτυχία, όταν το ακούς όμως είναι ανατριχιαστικά κοντά στο πώς εξελίχτηκα τα επόμενα δέκα χρόνια.
— Προέβλεψες δηλαδή το μέλλον σου κατά παραγγελία του Σαββόπουλου;
Καμιά φορά, ο στίχος βγαίνει υποσυνείδητα, υπάρχουν μέσα φράσεις που με κάνουν να αναρωτιέμαι: «Ρε φίλε, τι είχες μες στο κεφάλι σου;». Έχω πολλά χρόνια να το τραγουδήσω και τώρα δεν μπορώ να σου θυμίσω τους στίχους του. Λέει τα πάντα μέσα, όμως, τη θέση σου απέναντι στην τέχνη, το πόσο διατεθειμένος είσαι να ξεπουληθείς προκειμένου να πετύχεις.
— Τι ήταν πιο σημαντικό εν προκειμένω; Το ότι ενέπνευσες ως προσωπικότητα τον Σαββόπουλο ή το ότι μπήκες στη διαδικασία να φτιάξεις ένα κομμάτι αυτογνωσίας;
Για ξαναπές την ερώτηση!
(σ.σ. κάνω πάλι την ερώτηση με τα ίδια περίπου λόγια)
Το γεγονός ότι ενεπλάκη σ' αυτόν το δίσκο ο Σαββόπουλος χωρίς να πάρει κάποιο credit, ακόμη κι αν διόρθωσε ή μου χάρισε μερικούς στίχους του. Επίσης, το ότι αυτό το τραγούδι προέβλεψε το μέλλον μου και οι στίχοι του ήταν τρεις σελίδες, ασχέτως του αν κρατήθηκε μισή σελίδα τελικά. Νομίζω πως κάπου το 'χω ολοκληρωμένο − κάτσε μήπως γράφει τι θα γίνει και στη συνέχεια (γέλια). Όλα αυτά ήταν σημαδιακά, αλλά συμβάδιζαν και με τη βαθιά μου πίστη πως ό,τι θέλεις σ' αυτήν τη ζωή τελικά γίνεται και πως τα πράγματα εξελίσσονται όπως τα σχεδιάζεις, έχοντας δει ακριβώς την εξέλιξή τους. Επειδή εμένα έτσι με πηγαίνει η ζωή μου, έχω το θάρρος να μη θέλω να σταματάω, να πειραματίζομαι, να κάνω κι άλλα πράγματα.
— Ξέρεις τι παρατήρησα πριν; Ότι σε περιβάλλει ένα τυχερό αστέρι. Είσαι κάπως ο σταρ μιας κραταιάς δισκογραφικής. Όλοι εδώ μέσα, από τον Μάτσα αυτοπροσώπως μέχρι τους μάνατζερ, χαριεντίζονται μαζί σου. Έχω άδικο;
Δεν το θεωρώ τυχερό αστέρι όλο αυτό, είναι ό,τι σου έλεγα! Μέχρι πρόσφατα έλεγα «ουάου, είμαι κωλόφαρδος», τώρα όμως αισθάνομαι ότι είμαι ευλογημένος. Δεν ξέρω πώς λειτουργεί το σύστημα, δεν το 'χω αποκρυπτογραφήσει. Είναι κάρμα; Είναι αυτό που λένε «Βάλε κάτι στο μυαλό σου και ξαφνικά θα πραγματοποιηθεί»; Είναι το άλλο, το «κάνε καλό, για να δεις καλό»;
— Τι καλό έκανες, λοιπόν, για να σ' το ανταποδώσει η ζωή;
Κάνε το καλό και ρίχ' το στον γιαλό.
— Τι σημαίνει αυτό; Δεν λες από ταπεινότητα τις καλές σου πράξεις;
Δεν θεωρώ ότι έχω κάνει κάτι το υπέρτατο ή το συνταρακτικό. Προσπαθώ να είμαι συγχωρητικός, ευγενικός, κατανοητικός, να μη λέω «όχι», να μην είμαι αρνητικός άνθρωπος.
— Και μένα, πάλι, γιατί όποτε σε έχω πετύχει, ακόμη και από απόσταση, ανάμεσα σε διάφορους VIPS, μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως θα ήθελες να τους πλακώσεις στα χαστούκια; Διάψευσέ με!
(σκέφτεται) Έχω φτάσει στο φωτόσπαθο, να το βγάλω για ν' αντισταθώ στο Κακό. Ταυτίστηκα με εκείνη την ταινία, το «Οι άντρες που κοιτούν επίμονα κατσίκες», με τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, που είχε βγάλει εκείνο το σκάνδαλο αλά Γκουαντάναμο και το πήραν οι ειδήσεις και το έκαναν όλο ένα αστείο! «Εγώ είπα την αλήθεια μου», έλεγε ο ΜακΓκρέγκορ, «κι αυτοί την γελοιοποίησαν, την έκαναν αστεία»! Τότε κατάλαβα ότι οφείλεις να είσαι 100% ο εαυτός σου, πόσο μάλλον σήμερα, που ο πλανήτης ολόκληρος είναι στην πιο άσχημη φάση του. Τώρα χρειαζόμαστε τους Τζεντάι!
— Πού τους θυμήθηκες τους Τζεντάι;
Πριν από λίγο μιλούσα με μια συνάδελφό σου. Της έλεγα: «Μόλις ήρθα από συνέντευξη και τώρα πάω σε μιαν άλλη κι εσύ με πιέζεις, αλλά αποφάσισα να δώσω και σε σένα συνέντευξη, παρόλο που με σκοτώνεις». Είχα φτάσει στο σημείο να το ζω αυτό, έναν απίστευτο εκνευρισμό δηλαδή. «Πάνο, αν εσύ είσαι έτσι», μου είπε γλυκύτατα η κοπέλα στο τηλέφωνο, «όλοι οι υπόλοιποι τι να πούμε;».
— Τι να εννοούσε; «Κράτησε ακόμα το φαίνεσθαι από το είναι σου, για να κάνω κι εγώ τη δουλειά μου»; Μπορώ να την καταλάβω τη συνάδελφο.
(γελάει) Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να καταπνίξω κάθε επιθυμία μου για έκρηξη, θεωρώ ότι είναι λίγο μάταιο. Όποτε γίνομαι γκρινιάρης ή δυσάρεστος, νιώθω αχάριστος απέναντι στην ευλογία που μου δόθηκε. Πραγματικά, από κει που ήμουν ένα κλειστό παιδάκι που ντρεπόταν να μιλήσει στους άλλους, που δεν ήμουν έξυπνος για να γίνω γιατρός, δικηγόρος ή ηλεκτρονικός −επειδή ηλεκτρονικός ήταν ο αδερφός μου−, ξαφνικά μπήκε η μουσική στη ζωή μου, η αγάπη του κόσμου, οι σημαντικοί άνθρωποι.
— Είσαι με το κεφάλι βουτηγμένος στο mainstream ή σε ένα life style, απ' την άλλη όμως διατηρείς μια καλλιτεχνική περσόνα αλώβητη απ' τον χυλό της κακιάς ώρας. Πώς τα καταφέρνεις, αλήθεια; (σ.σ. σκέφτεται για ώρα)
Σε δυσκολεύω; Πάρε τον χρόνο σου.
Όχι, απλώς προσπαθώ να σκεφτώ για να 'μαι ειλικρινής μαζί σου...
— Θέλω να 'σαι ειλικρινής.
Θεωρώ ότι το σύστημα είναι ένα, δηλαδή και το αντισύστημα είναι μέρος αυτού. Παλιότερα πήραν το σκισμένο τζιν, που ήταν μια επανάσταση, και το έκαναν μόδα. Η επανάσταση δεν καταπνίγεται, η μόδα όμως ξεπερνιέται.
— Δεν θα ήθελα να αναλωθούμε σε γενικότητες.
Η γκλαμουριά που υπάρχει στη μία όχθη είναι ταυτισμένη με ένα ροκ σταριλίκι. Κάπως έτσι δεν συνέβαινε και με τους Rolling Stones;
— Τώρα μου θυμίζεις τον Νίκο Μαστοράκη, που το '60 αποθέωνε την κοσμοπολίτικη, χλιδάτη φάση των Rolling Stones, οι beatniks, όμως, η κουλτούρα των drugs και η επαναστατική φύση του ροκ σαν να μην υπήρχαν γι' αυτόν!
Θεωρώ ότι όλα έχουν λόγο ύπαρξης. Το γεγονός ότι μπορώ να ελίσσομαι στους δύο «χώρους», χωρίς να με πνίγει ο ένας ή ο άλλος, ξεκίνησε από τη θέλησή μου να προβάλλω τη μουσική μου, η οποία ήταν πιο ιδιαίτερη από το «έντεχνο». Είχα στοιχεία φάνκι, ιδιόμορφο στίχο, εξού και στα δισκοπωλεία μπήκα στο department του έντεχνου. Λόγω χαμηλών πωλήσεων, υποθέτω (γέλια). Κι ας μην ανήκα στη φάση του έντεχνου, αν υποτεθεί πως το έντεχνο είναι από την Αλεξίου και τον Παπάζογλου μέχρι τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη.
— Άρα, πήρες την εκδίκησή σου, θα έλεγες, από ένα ισχύον δισκογραφικό status;
Η καύλα που είχα να σπουδάσω υποκριτική, γιατί απ' αυτήν μπήκα στον καλλιτεχνικό χώρο και όχι από τη μουσική, ήταν η αιτία για να γίνω πιο προσιτός σε περισσότερο κόσμο. Δεν είχα το ταλέντο ή το ψώνιο να γίνω «επιδαυρικός» ηθοποιός ή, έστω, κουλτουριάρης. Ούτε η μουσική μου ήταν κουλτουριάρικη, ψαγμένη...
— Εγώ, πάντως, θυμάμαι ένα παιδί που μου μιλούσε όλο συγκίνηση για τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
Ε, βέβαια!
— Σκέφτομαι, λοιπόν, ωραίος ο Σιδηρόπουλος, όρισε μια εποχή κι αυτός, τι σχέση όμως μπορεί να 'χε με τα βραβεία Mad, τα κωλοκάναλα και τις επιτροπές στα ριάλιτι;
Κοίτα, και ο Μουζουράκης των 18 ή των 28 χρόνων μπορεί να σνόμπαρε αυτά που κάνει στα 38 του. Άμα ακούσεις το «Μάντεψε ποιος» θα καταλάβεις και το πώς εξελίχθηκα. Κάποιες στιγμές σού δίνεται η ευκαιρία να ζυγιάσεις τα πράγματα, το θέμα όμως είναι οι στόχοι σου. Δηλαδή, άμα θες να καπνίσεις, πρέπει να αποδεχτείς και το ότι θα πας μέχρι το περίπτερο να πάρεις τσιγάρα. Δεν ξέρω πού θα ήταν σήμερα ο Σιδηρόπουλος αν βρισκόταν στη ζωή. Μιλάμε για άλλες εποχές − η αγάπη μου για τον Σιδηρόπουλο και τα τραγούδια του δεν σταμάτησε ποτέ να είναι η ίδια, ούτε προσπαθώ να δικαιολογήσω κάτι τώρα. Μερικά πράγματα αθωώνονται από τον καιρό. Άμα πέρσι είχε πάει στα βραβεία Mad ο Σαββόπουλος με το καινούργιο τραγούδι του, φέτος δεν θα μου την έκανες αυτή την ερώτηση, θα είχε αθωωθεί ο θεσμός.
— Όχι, δεν το πιστεύω. Τον Σαββόπουλο θα τον δεις απ' τη μια με ρεντιγκότα στο Σύνταγμα της Ντόρας Μπακογιάννη, από την άλλη θα τον δεις να τζαζοροκάρει με τον «Πυρήνα» του. Για μένα είναι η προσωποποίηση μιας ευφυούς αμετροέπειας.
Τι ωραίες λέξεις που ξέρεις!
— Άσ' τις μαλακίες τώρα (γέλια).
Τι είναι αμετροέπεια;
— Όλο αυτό που σου περιέγραψα και που το θεωρώ ίδιον ευφυών καλλιτεχνών. Μέσα 'κει θα εντασσόσουν κι εσύ, δεν είναι κακό.
Είχα κι εγώ ένα τέτοιο κόλλημα. Πριν από μερικά χρόνια που οι Οnirama επανεξέτασαν παλιότερα τραγούδια τους, ήθελα να διαφυλάξω τη δική μου μουσική και γι' αυτό αρνήθηκα να πω το κομμάτι τους, που τελικά είπε ο Νιόνιος. Όταν το άκουσα μετά από τον Νιόνιο, που τον θεωρώ τεράστιο ερμηνευτή, είπα: «Κοίτα να δεις, εσύ είχες την κομπλεξική ιδέα στο βάθος του μυαλού σου, ήρθε όμως αυτός και το 'σπασε με την τέχνη του»!
— Δεν έχει ωστόσο καμία ανάγκη ο Νιόνιος, δεν είστε το ίδιο.Τότε μπορεί να έψαχνες το στίγμα σου ακόμα.
Εγώ σκέφτομαι τώρα ότι δεν σου απάντησα στην προηγούμενη ερώτηση, αλλά δεν αισθάνομαι και πολύ ξεκάθαρος μέσα μου. Χαίρομαι για το πώς ήρθαν τα πράγματα, αλλά αυτό προϋποθέτει κι ένα κόστος, έτσι;
— Για ποιο κόστος μιλάς;
Για το γεγονός ότι ούτε ο κόσμος είναι ξεκάθαρος σε σχέση με το τι θ' ακούσει όταν πάει να δει τον Μουζουράκη.
— Δεν συμφωνώ. Να σου πω εγώ τι ξέρει ο κόσμος: καταρχάς ότι θ' ακούσει καλή μουσική −αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο− και ότι ενδεχομένως θα γελάσει, δηλαδή θα περάσει καλά. Κι εδώ είναι η επόμενη ερώτησή μου: πολλή χαρά, βρε παιδί μου, πού τη βρίσκετε τόση χαρά; Εδώ ο κόσμος κλαίει, είναι γαμημένο το σύμπαν κι εσείς −βάζω και τον Μαραβέγια μέσα− προτείνετε το ξεσάλωμα και τη χαρά.
(γελάει δυνατά) Κάποιος πρέπει να το κάνει κι αυτό! Όταν ήμουν στον Σταυρό του Νότου, στα 25 μου, ήταν η περίοδος που περνούσα κρίσεις πανικού. Κατέβαινα απ' τη σκηνή, έμπαινα στο καμαρίνι κι έλεγα: «Παιδιά, πεθαίνω, δεν είμαι καλά». Εκεί ήταν ο Βαγγέλης Ασημάκης, ο οποίος, μες στον πόνο μου, με τρόλαρε απίστευτα. Ερχόταν η τότε γκόμενά μου, την έπαιρνε αγκαλιά ο Ασημάκης και με εξόργιζε σε τέτοιο βαθμό, που τελικά με θεράπευε. Μου έδειχνε τη ματαιότητα ενός πανικού, τη διαδικασία της μιζέριας, της αυτολύπησης και του φόβου. Πιστεύω ότι το τραγούδι της λύπης έχει ήδη αρκετούς εκπροσώπους. Εγώ προσπαθώ να 'μαι αισιόδοξος, αυτό θέλω να περάσω σε όσους έρχονται να δουν μια συναυλία μου. Να περάσουν καλά, όχι μέσω του «ντιριντάχτα», αλλά, όπως μου το 'χε πει ο Σαββόπουλος: «Να φροντίζεις να φεύγει ο άλλος ευγενέστερος από μια συναυλία σου». Το να πας να του χτυπήσεις την πλάτη και να του πεις: «Πω, ρε μαλάκα, σε γαμάνε, τι ζόρια τραβάς κι εσύ» εμένα δεν μου αρέσει. Δεν μου αρέσει επίσης ο τρόπος που το λαϊκό τραγούδι χειρίζεται το συναίσθημα, δηλαδή η καριόλα που δεν κατάλαβε με τι χρυσάφι παιδί είχε και το παράτησε. Κάτσε, ρε φίλε, μπορεί να 'κανες κι εσύ κάτι λάθος, να μην κυνήγησες όσο έπρεπε την γκόμενα ή μπορεί να μην ήταν αυτή για σένα, αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Δεν θέλω να πασπατεύω τον κόσμο, θέλω να αναλαμβάνει ο καθένας τις ευθύνες του γι' αυτά που του συμβαίνουν.
— Αυτό δεν κατακτιέται εύκολα. Άλλοι το πετυχαίνουν με τόνους ψυχοφάρμακα, άλλοι με κρίσεις πανικού σαν τις δικές σου.
Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω να είμαι ο «φίλος» σου επειδή σου πάνε σκατά τα πράγματα τον καιρό αυτό. Δεν θα διαιωνίσω τη μιζέρια σου. Προτιμώ να σε κάνω να γελάσεις, να πεις «σιγά το πράγμα», να δεις και κάτι άλλο.
— Ας μείνουμε στις κρίσεις πανικού σου, μπορεί να βρούμε το αίτιο πίσω από τη χαρά που λέγαμε πριν.
Εδώ το θέμα είναι λίγο ευαίσθητο και δεν θέλω να το αναπαραγάγω, γιατί αυτά συνήθως γίνονται υπέρτιτλοι. Οι κρίσεις πανικού έφυγαν ουσιαστικά όταν έκοψα κάποιες ατασθαλίες.
— Γνωστό είν' αυτό, το 'χεις ξαναπεί.
Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχα τον έλεγχο των σκέψεών μου. Χρειαζόμουν μια τακτοποίηση, να συγκεντρωθώ περισσότερο. Ένιωθα να σπαταλάω χρόνο και ενέργεια σε πράγματα που δεν απέδιδαν και δεν μου έκαναν καλό. Να έχεις τη σκέψη ότι έγραψες το «Imagine» του Τζον Λένον ή ότι βρήκες ξαφνικά τη θεραπεία στον καρκίνο και μέχρι να προλάβεις να κάνεις μια επόμενη κίνηση, όλα αυτά να σου φεύγουν. Να αδειάζεις μετά από όλο αυτό το χαϊλίκι. Δεν θα ήμουν όμως ο ίδιος άνθρωπος, αν δεν είχε περάσει κι αυτό από τη ζωή μου.
— Αναζήτησες ποτέ τη συμβουλή ψυχιάτρου;
Προχθές πήγα!
— Είδες που σ' τα 'λεγα; Η περίπτωσή σου, Μουζουράκη, ανάγεται στη σφαίρα της ψυχιατρικής. (γέλια)
Πήγα για την πράσινη κάρτα τώρα που ετοιμάζομαι να φύγω για την Αμερική. Μου είπε μια ωραία κουβέντα αυτός: «Δεν υπάρχει ο απόλυτος τρελός! Ακόμα και ο σχιζοφρενής ξέρει ότι την τάδε ώρα πρέπει να πάρει το χάπι του, άρα υπερισχύει η λογική και πάλι».
— Όχι πάντα. Οι σχιζοφρενείς υποτροπιάζουν συνήθως τον τρίτο χρόνο, πιστεύοντας ότι δεν έχουν πια ανάγκη τα χάπια.
Είναι απίστευτα πολύπλοκο το πώς λειτουργεί ο εγκέφαλός μας! Εγώ ανησυχώ γιατί αρχίζω να ξεχνάω πολλά πράγματα βασικά! Βρίσκομαι σε μια φάση που ο εγκέφαλος «καίει», του στυλ «Πάνο, γράψε αυτό το τραγούδι, απάντησε σ' αυτήν τη συνέντευξη, στείλε με email την τάδε φωτογραφία, κάνε αύριο εκείνο το διαφημιστικό!». Με βρίσκω μπροστά στο ψυγείο μου να λέω: «Τι ήθελα να κάνω τώρα;».
— Λογικό, μη σε ανησυχεί. Εδώ το παθαίνω εγώ αυτό, που έχω κλείσει μια συνέντευξη και ξανατηλεφωνώ στον άνθρωπο για να την ξανακλείσω. Δεν μου λες, σε ενοχλεί που κρατάνε ό,τι θέλουν απ' τις συνεντεύξεις σου;
Στην αρχή με ενοχλούσε περισσότερο, είναι αναμενόμενο. Όταν παραστροβιλίζονται τα λόγια σου για να μπει ένας πιασάρικος τίτλος, εκεί ή αδιαφορείς ή... Πλέον κρατάω τις συνεντεύξεις όπως τις γράφω ή όπως μου τις στέλνουν δημοσιευμένες, χωρίς τους τίτλους. Εντάξει, πόσο ακόμα θα ζούμε την εικονική πραγματικότητα; Μπαίνεις και στο Facebook, βλέπεις ανόητους τίτλους σε ανόητα sites.
— Ακριβώς αυτό έπαθα τις προάλλες. Είδα τίτλο «Η πραγματική αιτία θανάτου της Νανάς Καραγιάννη»! Έκανα «κλικ» και τελικά διάβασα «Από νευρική ανορεξία έφυγε η Καραγιάννη». Εκεί είπα πως δεν είναι αυτοί οι μαλάκες, αλλά εγώ που τους χάρισα «κλικ»!
(γελάει) Μέσα απ' αυτό το πράγμα ο κόσμος θα ξυπνήσει και θα καταλάβει τι γίνεται. Όλη αυτή η ελευθερία του λόγου μάς έχει κάνει πιο πουριτανούς. Άνοιξα μια εφημερίδα που είχε κάποια vintage περιοδικά του Κωστόπουλου των '90s. Είδα αρχικώς κάτι όμορφα οπίσθια, στην άλλη σελίδα κάποια εξίσου όμορφα στήθη και λίγο παρακάτω τη δήλωση μιας κοπέλας που έλεγε το εξής: «Τσιμπούκια κάνω δωρεάν γιατί τα απολαμβάνω!».
— Σιγά τη δημοσιογραφία! Τόσο progressive τα θεωρούσε τα τσιμπούκια ο Κωστόπουλος;
Αυτή ήταν δημοσιογραφία λοιπόν! Και, ok, ας το δεχτούμε στο πλαίσιο του τότε life style, σκέψου όμως τι θα γινόταν σήμερα αν δημοσιευόταν μια τέτοια δήλωση...
— Μιλάς σωστά. Θα είχε παρέμβει ο Αμβρόσιος τουλάχιστον...
Οι πάντες θα παρενέβαιναν και από κάτω θα διάβαζες τα πιο εμετικά σχόλια. Εντάξει, δεν λέω και να το ξεφτιλίσουμε τελείως.
— Κατάλαβες τώρα γιατί δεν μπορώ να αποδεχτώ αυτή την έξαρση της χαράς που προτείνεις; Ζούμε τον εκφασισμό της κοινωνίας, τα ένστικτα των ανθρώπων έχουν αγριέψει επικίνδυνα. Πώς να χαίρεσαι, όταν έχεις να πολεμήσεις με θηρία;
Όλα αυτά τα βήματα προς τα πίσω, συναισθηματικά, νοητικά κ.λπ., μάλλον μας κάνουν καλό στο τέλος. Είναι σαν να τεντώνεις τη σφεντόνα μέχρι να φτάσει στο τέρμα και μετά να την πετάξεις μακριά. Ήρθαν οι χίπις, μετά το life style και ο νεοπλουτισμός, μέχρι που μας αποτελείωσε η κρίση. Φαντάζομαι, υπάρχουν άνθρωποι που τα είδαν όλα αυτά, που τα έχουν καταγράψει και το μόνο σίγουρο είναι πως δεν μαθαίνουμε από την Ιστορία μας. Ήξεραν πως αν βάλεις αυτά τα σκληρά μέτρα σε έναν λαό, θα αρχίσει να ανεβαίνει η ακροδεξιά, έτσι γίνεται πάντα ιστορικά.
— Πες μου κάτι άλλο, Πάνο. Σου έχει τύχει να είσαι με κόσμο, με φίλους κι ενώ περνάς καλά, να τους εγκαταλείψεις όλους και να πας σε μια γωνιά να βάλεις τα κλάματα;
(σ.σ. σηκώνεται κι αλλάζει θέση, σκέφτεται πολλή ώρα) Όχι... Όχι, δεν έχει τύχει. Σε φάση χαράς, όχι.
— Σε άλλη φάση; Πώς θα έμπαινες σε μια οριακή συνθήκη;
Χθες είχα κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω πώς μπορεί να καταγραφεί. Παρ' όλη τη «δόξα», την επιτυχία και την αγάπη του κόσμου, οι καλοκαιρινές συναυλίες δεν πάνε καλά, το γνωρίζουν όλοι στον χώρο αυτό. Είχα μαζέψει τους μουσικούς να βρούμε μια λύση, γιατί δεν θέλω να ρίξω το επίπεδο. Δεν θα ήθελα να πω «παιδιά, να το κάνουμε μικρότερο το σχήμα;». Θέλω να γίνονται όλα όπως τα ονειρεύομαι. Τους είπα όμως: «Παιδιά, τα πράγματα είναι δύσκολα, άμα έχετε από αλλού πρόταση, δεν θέλω να δεσμεύω κανέναν, δεν θέλω να εξαρτηθεί η οικονομική σας κατάσταση από τα δικά μου live». Κάποια στιγμή, ενώ δίναμε live για τους αποφοίτους του Αρσακείου, ένα live στο οποίο εγώ παραιτήθηκα από την αμοιβή μου μόνο και μόνο για να βγει ένα καλό μεροκάματο για τους μουσικούς, ανέφερα ένα guest που θα κάνω σε συναυλία του Μανώλη Φάμελλου στη Νάξο και άλλο ένα στην Αστυπάλαια, που μάλλον θα είναι απλήρωτα και τα δύο, οπότε εκεί πετάχτηκε ένας πολύ καλός και αγαπημένος μου φίλος και είπε: «Α, εσύ έχεις λάιβ, εμείς δεν έχουμε»! Εκείνη την ώρα, ένιωσα ότι επειδή όλη τη μέρα τρέχω στις τηλεοράσεις για να ανέβει η δημοτικότητα και να έρθουν live, ουσιαστικά αυτός που θα έπρεπε να στενοχωριέται πιο πολύ απ' όλους ήμουν εγώ! Κι όμως, επειδή περνάω τόσο ωραία με τα παιδιά και επειδή είμαι πραγματικά περήφανος για την μπάντα μου, βούρκωσα. Σηκώθηκα, έφυγα από την αίθουσα κι αισθάνθηκα ότι αφού τα κάνω όλα σωστά, τι δοκιμασία είναι αυτή τώρα, στα καλά καθούμενα; Αυτήν τη στιγμή ζω το peak μαζί με το low της καριέρας μου!
— Είσαι απ' τους ανθρώπους που τους πληγώνει μια απλή κουβέντα του άλλου;
Μα, απλή κουβέντα ήταν αυτή; Ταράχτηκα, ένιωσα να εκκρίνονται ουσίες από τον εγκέφαλό μου.
— Νιώθεις ισορροπημένος στην προσωπική σου ζωή;
Είμαστε εφτά χρόνια με τη Μαρία Σολωμού.
— Από τα μακροβιότερα καλλιτεχνικά ζευγάρια.
Περάσαμε την Αντζελίνα Τζολί και τον Μπραντ Πιτ (γέλια). Ο γιος της Μαρίας, ο Αλέξανδρος, είναι στα 11 και πιο πολύ τον νιώθω σαν τον μικρό μου αδερφό τώρα που αρχίζουμε και συνεννοούμαστε.
— Δεν σου βγήκε δηλαδή το πατρικό συναίσθημα.
Τον αγαπάω πάρα πολύ! Ούτε προστατευτικός είμαι, νομίζω πως με βλέπει ως φίλο και όχι ως μπαμπά. Θα ήθελα να περνάω περισσότερο χρόνο μαζί του.
— Αναρωτιέμαι αν έχετε ζήλιες με τη Σολωμού. Είστε δύο καλλιτέχνες νέοι, όμορφοι, πετυχημένοι, ο καθένας με τη δική του πορεία.
Τα έχουμε ξεπεράσει αυτά. Η Μαρία με βοήθησε να την εμπιστευτώ σε τέτοιο βαθμό, που να μην ανησυχώ με τέτοια θέματα. Είμαι μονογαμικός άνθρωπος, από τα 22 μου ήμουν σε μόνιμες σχέσεις.
— Σχεσάκιας, λοιπόν.
Βέβαια, κάτι που νομίζω ότι δείχνει τρομερή ανασφάλεια, δηλαδή το γεγονός πως αν κάτι δεν πάει καλά έχεις, έναν άλλο άνθρωπο δίπλα σου. Ήμουν πάντα σαν τη μαϊμού όμως, από κλαδί σε κλαδί, χωρίς να έχω υποστεί ελεύθερη πτώση.
— Ωστόσο δεν νιώθεις ότι ζεις μια συμβατική ζωή.
Όχι, δεν θα το έλεγα. Αν παρατηρήσω τη ζωή μου, κάθε εφτά-οχτώ χρόνια έρχονταν οι μεγάλες αλλαγές. Στα 8 μου ήρθα στην Ελλάδα, στα 15 μου έφυγα από την Τούμπα και πήγα στην πλατεία Ναυαρίνου, όπου άλλαξα τελείως παρέες, στα 22 μου κατέβηκα στην Αθήνα, στα 29 μου πέρασα από το «underground» στο πιο mainstream, για να φτάσω στο σήμερα, που θέλω να φύγω στην Αμερική. Γενικά, είχα θέμα με το να ριζώσω κάπου. Το γεγονός ότι ποτέ δεν μπήκα στη λογική να κάνω παιδί ή να πάρω δάνειο ή να 'χω πιστωτική κάρτα φανερώνει ότι είμαι ελεύθερος σκοπευτής. Ακόμα και ψυγείο να αγοράσω, λέω: «Πω, πω, πώς θα το κουβαλήσω αυτό τώρα άμα χρειαστεί να μείνω κάπου αλλού;». Αισθάνομαι ότι πάντα είμαι σε μια κατάσταση από την οποία μπορώ ανά πάσα στιγμή να μετακινηθώ.
— Τι ανοιχτούς λογαριασμούς έχεις με την Αμερική;
Το «ο Μουζουράκης φεύγει για την Αμερική» έχει καταντήσει λίγο αστείο, σαν την «τελευταία συναυλία των Πυξ Λαξ». Είναι ένα όνειρο και επειδή μέχρι τώρα, ό,τι και να ήθελα, έχει πραγματοποιηθεί, θέλω να δω πού θα φτάσει όλο αυτό, αν θα επιβεβαιωθεί και αυτή μου η σκέψη.
— Δηλαδή η Αμερική αποτελεί ένα πείραμα με τον εαυτό σου;
Ναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό!
— Καλά το πας.
Κοίτα, είναι πολύ ωραίο αυτό που έχω χτίσει εδώ στην Ελλάδα, ο κόσμος με αγαπάει πάρα πολύ και μπορεί να πάω εκεί, να αποτύχω, να δω ότι δεν με παίρνει, να βάλω τα κλάματα, να μπω σε ένα αεροπλάνο και να γυρίσω. Για κάποιον λόγο, όμως, έχω την αίσθηση ότι θα τα καταφέρω!
— Σίγουρα, αλλιώς δεν θα το 'λεγες, δεν θα το γνωστοποιούσες, όπως άλλοι κι άλλοι που απασχολούν τα ΜΜΕ και δεν κάνουν τίποτα τελικά.
Υπάρχει ένα βιβλίο, «Η Σχολή των Θεών» λέγεται, που μου έχουν προτείνει και που βασίζεται στη θεωρία μου. Δεν το έχω διαβάσει, θέλω πρώτα να το αποδείξω στον εαυτό μου, μη μου πουν «Διάβασε το βιβλίο αυτός και τα κατάφερε»! (γέλια) Το σχέδιό μου είναι στον αέρα.
— Τι περιλαμβάνει το σχέδιό σου; Συναντήσεις με παραγωγούς - μάνατζερ, εμφανίσεις σε μαγαζιά της ομογένειας, σόου και συναυλίες;
Δεν έχω να κάνω κανένα σοβαρό name dropping αυτήν τη στιγμή. Ο Ολλανδός παραγωγός Μαρκ Γιάντσεν, που είναι φίλος μου, με έφερε σε επαφή με αρκετούς ξένους που εκτίμησαν το ταλέντο, την προσωπικότητά μου κ.λπ. Το πιο ωραίο μου το είπε ένας από αυτούς τους ξένους με τους οποίους κάναμε ραντεβού: «Ξέχνα ό,τι ήξερες! Δεν υπάρχει κανένας αυτήν τη στιγμή ο οποίος θα ψάξει να σε βρει και θα πει ότι θα σε κάνει αστέρι. Πλέον υπάρχουν τα social media,το Facebook και το Twitter που μιλάνε αντί για σένα».
— Σαν να ξεκινάς από το μηδέν ένα πράγμα.
Ναι, ας πούμε. Είχα πάρει θάρρος από το 2015 που παρουσίασα τα βραβεία στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Λος Άντζελες. Ήταν μεγάλο στοίχημα για μένα που έβγαλα ολόκληρο το πρόγραμμα της εκδήλωσης στα αγγλικά. Θυμάμαι να κάθομαι στην μπροστινή θέση του θεάτρου και να περιμένω να τελειώσει το intro για ν' ανέβω στη σκηνή. Κόντευε να σπάσει η καρδιά μου. «Αλήθεια, αξίζει να πεθάνεις τώρα από το άγχος επειδή απλώς είσαι ψωνάρα;» έλεγα μέσα μου. Βέβαια, με το που ανέβηκα στη σκηνή όλο αυτό έφυγε σε 15 δευτερόλεπτα και η βραδιά κύλησε υπέροχα.
— Αυτή είναι η δύναμη του καλλιτέχνη.
Έκανα τα πάντα! Έκανα ζογκλερικά, αστεία, πρόζες δραματικές, παρουσίασα το τραγούδι, με τα χιουμοριστικά στοιχεία του οποίου όλοι γέλασαν, και μετά με έπιαναν στο στυλ: «Ουάου, ανέβασες το επίπεδο μιας τελετής βραβείων». Εκεί είπα: «Για δες, αυτό που κάνω στα ελληνικά μπορώ να το κάνω και στα αγγλικά»! Να δούμε, όμως, αν θα μου δώσουν την πράσινη κάρτα. Έκανα το ραντεβού με τον πρόξενο, αλλά δεν είναι εύκολη η διαδικασία.
— Μισό λεπτό, τώρα το 'πιασα: Ετοιμάζεσαι να μετοικήσεις μόνιμα στην Αμερική!
Μα, γι' αυτό θέλω την πράσινη κάρτα. Δεν μου κάνει η βίζα, γιατί αν πας ως τραγουδιστής, δεν μπορείς να δουλέψεις ούτε ως σερβιτόρος, ούτε καν να περάσεις από κάστινγκ για ταινία. Ενώ με την πράσινη κάρτα μπορείς να δουλέψεις μέχρι και σε βενζινάδικο, να ασχοληθείς από το τραγούδι μέχρι την πολιτική, τα πάντα. Επίσης είναι μόνιμη, δεν λήγει μετά από λίγα χρόνια. Ουσιαστικά, δεν φεύγω τελείως. Θα έχω δύο έδρες, τρεις μήνες εδώ, άλλους τρεις μήνες εκεί κ.ο.κ.
— Να υποθέσω ότι όσα χρήματα σου έρχονται αυτό τον καιρό, ειδικά από την τηλεόραση, θα είναι η «μαγιά» σου για την Αμερική;
Ακριβώς. Η πρώτη μου δήλωση στην ερώτηση «πώς αποφασίσατε να μπείτε στο ριάλιτι» ήταν: «Μου είπαν ότι θα βοηθήσω νέα παιδιά να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους και ότι θα πάρω πολύ καλά λεφτά»! Να ξέρεις, όμως, πως δεν βοηθάω μόνο τον εαυτό μου με αυτά τα λεφτά. Πλέον, έτσι όπως έχει γίνει η φορολόγηση, βοηθάω και το κράτος!
— Μάλιστα. Πριν πας στην Αμερική, ωστόσο, έχεις μια μεγάλη συναυλία στην Τεχνόπολη σε λίγες μέρες.
Είναι ουσιαστικά η πρώτη δική μου προσωπική συναυλία, αφού ακόμη και στον Κήπο του Μεγάρου έπαιζα με τη συμπαράσταση των φίλων μου. Χωρίς να είναι ανακοινωμένοι οι τωρινοί guests, θα έρθει η Μαρίζα Ρίζου, την οποία αγαπώ πάρα πολύ, και ο Μανώλης Φάμελλος που υπογράφει τον τελευταίο μου δίσκο. Το ότι δεν θα υπάρχουν πολλοί guests έχει να κάνει με τον πειραματισμό με τον εαυτό μου που είπαμε και πριν. Είναι λίγο επικίνδυνο, βέβαια, γιατί δεν πάνε καλά οι καλοκαιρινές συναυλίες, αλλά ακόμη και μια αποτυχία τη βλέπω ως κάτι μοιραίο. Σαν η ίδια μου η μοίρα να μη θέλει να βολευτώ, να επαναπαυτώ, σαν να μου λέει «έχεις κι άλλα μπροστά σου».
— Εγώ λέω να μην προεξοφλείς καταστάσεις. Η συναυλία σου θα σκίσει με ή χωρίς guests, βάσει του κόσμου που σ' αγαπάει πάρα πολύ, όπως είπες.
Σ' ευχαριστώ πολύ γι' αυτή την κουβέντα, τα είπαμε πολύ ωραία κι αισθάνθηκα όμορφα.
Info:
Η συναυλία του Πάνου Μουζουράκη στην Τεχνόπολη είναι στις 10 Ιουλίου