Από τις αρχές της δεκαετίας του '90 έχει αυξηθεί γεωμετρικά ο αριθμός όσων το «ψάχνουν» με τα εθνικά θέματα.
Με το Μακεδονικό/Σκοπιανό δημιουργήθηκε μια ολόκληρη εκδοτική αγορά με τους πιστούς της, κατά τεκμήριο άνδρες αναγνώστες της μεσαίας τάξης. Δεν ήταν μόνο μεγάλης ηλικίας άνθρωποι με συντηρητικές πολιτικές καταβολές. Σχηματίστηκε με τα χρόνια ένα ευρύ κοινό που άρχιζε να έχει άποψη για τους χάρτες, τα τοπωνύμια, την προέλευση και τις ετυμολογίες. Στα περίπτερα πολλαπλασιάστηκαν τα περιοδικά Ιστορίας και μαζί διάφορα άλλα έντυπα αμυντικής, στρατηγικής και γεωπολιτικής. Η εκλαϊκευμένη αρχαιογνωσία, τα στρατιωτικά θέματα και διάχυτες συζητήσεις για την εθνογένεση διαφόρων λαών πήγαιναν μαζί.
Σε μια συγκυρία κατά την οποία οι ελίτ των ειδικών μπήκαν στο στόχαστρο ως ανεπαρκείς, αν όχι προδοτικές, καθένας μπορούσε όχι απλώς να έχει άποψη (γενικό προσανατολισμό) αλλά να γίνεται με τη σειρά του «ειδήμων»: χιλιάδες πολίτες μετατράπηκαν σε καθοδηγητές γνώμης στις οικογένειες, στα καφενεία και στα γραφεία. Εύκολα συναντούσες αυτόν που ισχυριζόταν πως ήξερε πού ήταν η μεθόριος Ιλλυριών και Θρακών την εποχή του Χριστού, τι έγινε στο Ίλιντεν ή ποια χωριά ήταν βουλγαρόφωνα και ποια δικά μας το 1900.
Και έπειτα το παιχνίδι των αναφορών άνοιγε, αγκαλιάζοντας το πιο διαφορετικό φάσμα: τον στρατάρχη Τίτο, τα σχέδια του ΚΚΕ, τους διαύλους του ΝΑΤΟ, τους Αλβανούς που ήταν Έλληνες, μα δεν το ήξεραν, ή άλλους που ήταν βεβαίως Τούρκοι, αλλά δεν θα το παραδέχονταν κ.λπ.
Τα βιβλία για την κρίση άρχισαν να τακτοποιούνται στα ράφια και οι περισσότεροι ζητούν συνολικό βλέμμα. Η Ελλάδα και η μοίρα της. Η χώρα και η Ιστορία της. Μεγάλες αφηγήσεις που να δίνουν μια πανοραμική άποψη στο πριν και στο μετά.
Κάπως έτσι πήρε σάρκα και οστά μια ιδιαίτερη κοινή γνώμη μέσα στη χώρα. Υπερβολικά καχύποπτη και απολύτως απρόθυμη να αναγνωρίσει λάθη στις διαγνώσεις της. Έτοιμη, όμως, να υιοθετήσει την άποψη ότι τα περισσότερα στοιχεία είναι στημένα και παραποιημένα. Όπως και σε άλλα πεδία της ζωής (στα ιατρικά θέματα, για παράδειγμα), η έκρηξη της διαθέσιμης πληροφορίας και των κάθε λογής αφηγήσεων, ντοκουμέντων και ερευνητικών πορισμάτων ενθάρρυνε ένα «κόμμα της αδιαλλαξίας». Όσο περισσότερα νόμιζαν πως κατείχαν και ανακάλυπταν, τόσο πιο έντονα αντιδρούσαν στο ενδεχόμενο να έκαναν κάποιο λάθος.
Η κριτική στις αξιώσεις των ειδικών είναι φυσικά κομμάτι του νεότερου δημοκρατικού σύμπαντος. Η φιλελευθεροποίηση των κοινωνιών υπονομεύει την εμπιστοσύνη στις ιεραρχικές σχέσεις και στα κάθετα συστήματα εξουσίας.
Εδώ όμως μιλούμε για κάτι άλλο: όχι για την ανάπτυξη μιας κριτικής δημόσιας γνώμης αλλά για την αυταπάτη ότι όλα (εξωτερική πολιτική, διπλωματία, διεθνείς σχέσεις) είναι υπόθεση «δημοψηφίσματος». Και ότι ένα μείγμα εθνικιστικού συναισθηματισμού και ερασιτεχνικής παντογνωσίας μπορεί να δώσει απάντηση στις αποτυχίες των ελίτ και του κράτους.
Το είδαμε αυτό και με τα οικονομικά της κρίσης: πολλαπλασιάστηκαν οι Έλληνες πολίτες που πίστεψαν πως γνωρίζουν από πολιτική οικονομία, τη μυστική διάρθρωση του χρέους ή τις λεπτομέρειες των διεθνών συμβάσεων από την εποχή της Επανάστασης μέχρι το 2010.
Όταν οι οικονομικές αγωνίες και τα πάθη εναντίωσης που γέννησαν ήταν στην αιχμή τους, η άλλη «σφαίρα» είχε κάπως ηρεμήσει. Η κατακραυγή για την απώλεια μισθών και συντάξεων σκέπαζε όλα τα υπόλοιπα. Οι εθνικές αγωνίες στράφηκαν στο «τροϊκανό» άγος και στους εξηγητές, κατηχητές και πολέμιους των δανειστών που είχαν πιάσει στασίδι στις τηλεοράσεις.
Τώρα, όμως, φαίνεται πως επιστρέφει ξανά η άλλη κοινή γνώμη. Η οικονομία έγινε ένας μπανάλ ρεαλισμός γενικών καθηκόντων που δεν ξεσηκώνει συλλογικά πάθη. Τα βιβλία για την κρίση άρχισαν να τακτοποιούνται στα ράφια και οι περισσότεροι ζητούν συνολικό βλέμμα. Η Ελλάδα και η μοίρα της. Η χώρα και η Ιστορία της. Μεγάλες αφηγήσεις που να δίνουν μια πανοραμική άποψη στο πριν και στο μετά.
Ακριβώς εδώ όμως, σε αυτήν τη στιγμή που τονίζεται η ανάγκη για «μεγάλη αφήγηση» και έχει κουράσει ο γενικευμένος οικονομισμός, είναι ορατός ο κίνδυνος μιας ακόμα φυγής από την πραγματικότητα. Να σπεύσουμε σε μάχες ταυτότητας και εθνικού φρονήματος, πιστεύοντας πως όλα τα υπόλοιπα είναι έτσι κι αλλιώς «αποφασισμένα».
Για να το πω αλλιώς, ο εθισμός σε έναν κακής ποιότητας ρεαλισμό ξυπνάει πάλι τους «οραματιστές», αυτούς που σαλπίζουν την πίστη τους στα δίκαια του ελληνισμού επειδή η υπόλοιπη πολιτική τους προσφορά δεν συνεγείρει τα πλήθη. Το θέμα είναι όμως ότι αυτός ο εθνικισμός επιβίωσης στον αφρό μάς πάει συνολικά πίσω. Και δεν πρέπει. Η δεκαετία του '90 δεν μπορεί να επιστρέψει παρά ως φάρσα ή τυχοδιωκτισμός. Και έχουμε υποφέρει πολύ και από τα δυο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια