Το καλοκαίρι του 2009 μου ανατέθηκε από το περιοδικό Δίφωνο μία μεγάλη συνέντευξη με τον Δημήτρη Πουλικάκο. Δε θυμάμαι το λόγο, αλλά πιθανώς να ήταν οι επανεκδόσεις των τραγουδιών του από τον Όμιλο Γιαννίκου, όπου στα credits μάλιστα δεν έβαζαν το όνομα του, παραγράφοντας τα νόμιμα συνθετικά του δικαιώματα - πράγμα που φυσικά τον έκανε να δυσανασχετεί. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε σε καφέ της πλατείας Βικτωρίας, περιοχή που τότε ζούσαμε αμφότεροι. Ένας φίλος μάλιστα από την Κοζάνη, ο Βασίλης Κώτσικας, εξαίρετος φωτογράφος και εικαστικός δίσκων, ήθελε τόσο πολύ να φωτογραφήσει τον Πουλικάκο, ώστε πήρε το λεωφορείο και κατέφτασε στην Αθήνα για να είναι παρών στη συνέντευξη. Κι εκεί, ανάμεσα σε Αφρικανούς μικροπωλητές, περιθωριακούς και γυρολόγους, το κασετοφωνάκι μπήκε σε λειτουργία και ο Πουλικάκος άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι του βίου του μαζί με τις δικές μου ερωτήσεις και τα φλας του Κώτσικα
— Μπορεί για τους περισσότερους, η εμπλοκή σας με τα της τέχνης να ξεκινάει από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 με τους M.G.C., όμως εγώ θέλω να πάμε λίγα χρόνια πριν, τότε που σας βρίσκουμε στο περιβόητο καφενείο Βυζάντιο.
Όχι απλά πήγαινα, κάθε μέρα ήμουν εκεί. Παίζαμε μπιλιάρδο από το πρωί μέχρι να πάει δέκα η ώρα και να χωθούμε σε κάνα πρωινό σινεμά της Πανεπιστημίου και της Ομόνοιας, από Rexκαι Τιτάνια μέχρι Κοτοπούλη και Αλάσκα! Το Βυζάντιο ήταν κάτι μεταξύ ανοιχτού πανεπιστημίου και ουδετέρας ζώνης. Στο ένα τραπέζι καθόντουσαν μεγαλοεκδότες και στο διπλανό, έμποροι ναρκωτικών και υπόκοσμος. Συνυπήρχαν μια χαρά όλοι αυτοί μεταξύ τους! Εκεί έβλεπα συχνά και τον Μάνο Χατζιδάκι μαζί με τον Γιώργο Εμιρζά ή τον Κόκα, τον διευθυντή της εφημερίδας Ελευθερία. Ήταν κι οι δυο μεγαλόσωμοι και καπνίζανε ναργιλέ, με καπνό βέβαια, μη φανταστείτε τίποτα παραβατικά πράγματα! Νομίζω πως το Βυζάντιο ήταν ένας χώρος που έλειψε από τη στιγμή που έκλεισε.
— Μιλήστε μου λίγο για το οικογενειακό σας background. Γιατρός δεν ήταν ο πατέρας σας;
Και οι δύο ήταν γιατροί. Ο πατέρας μου καρδιολόγος – παθολόγος και η μητέρα μου μικροβιολόγος.
— Τους έχετε χάσει πολλά χρόνια;
Όχι, όχι πολλά χρόνια. Καμιά δεκαριά. Φύγανε πλήρεις ημερών.
Στην Ελλάδα μια ζωή ήμασταν και θα είμαστε μπουζουκόβιοι. Το ροκ υπήρξε μια μικρή παρένθεση μέσα σε όλο αυτό.
— Τους άρεσε που ο γιος τους βγήκε καλλιτέχνης;
Δε νομίζω ιδιαιτέρως. Ο πατέρας μου, ας πούμε, δε μου είπε ποτέ να του βάλω ν’ ακούσει κάτι δικό μου ή να πάμε να δούμε μια ταινία που έπαιζα. Μια φορά που τον πήγαμε μαζί με τη γυναίκα μου να δει τη Δονούσα της Αγγελικής Αντωνίου, βγαίνοντας μου είπε: πολύ καλή αυτή η σκηνοθέτις (γέλια)! Κοιτάξτε, ο πατέρας μου ήταν γιατρός με όλη τη σημασία της λέξεως. Ενώ έμενε στο Κολωνάκι και η αδερφή του, η θεία μου, ήταν σύζυγος του Παναγιώτη του Κανελλόπουλου, στα εβδομήντα πέντε του κατάφερε να αγοράσουνε ένα σπίτι με τη μάνα μου, να μπουν μέσα και να περάσουν τα τελευταία τους. Θα σας πω μόνο ότι το ΄60, όταν η μάνα μου είχε πάθει ένα ατύχημα και ήταν σε κώμα για οχτώ μήνες, εκείνος, ο number one καρδιολόγος, παραιτήθηκε από τη δουλειά του. Του έλεγες γιατρέ, τι σας οφείλω; κι απαντούσε ελάτε, αφήστε τα αυτά τώρα. Τέτοιος άνθρωπος ήτανε!
— Νοσταλγείτε την παρουσία των γονιών σας;
Ε, ναι, βέβαια. Ερωτευμένοι, δε, ως το τέλος! Τρώγανε το μεσημέρι, της έπιανε το χέρι, κοιταζόντουσαν και της έλεγε: πουλάκι μου! Μπορεί να μην είχαμε καλές σχέσεις, να ονειρεύονταν άλλα για μένα κι εγώ να τους στενοχώρησα. Το 1968, θυμάμαι, με έπιασαν για «μαύρα». Άντε τώρα να έχεις τον γιο σου στη φυλακή την ίδια στιγμή που είσαι γιατρός στο Καρδιολογικό του Αγίου Παύλου, δηλαδή στο νοσοκομείο των φυλακών. Γάμησε τα! Για να σας δώσω να καταλάβετε, την ώρα που με βάζανε μέσα, ο αρχιφύλακας είδε το όνομα και κάνει: Πουλικάκος! Εδώ, του απαντώ! Τον Πουλικάκο το γιατρό τι τον έχεις; με ρώτησε! Ποιο γιατρό; κάνω εγώ…
— Πότε φύγατε για Λονδίνο;
Το '64, μόλις απολύθηκα από φαντάρος. Έμενα περιοχή Notting Hill Gate, κοντά στο Portobello. Η πρώτη μου σύζυγος ήταν Αγγλίδα και πάνω – κάτω έμεινα εκεί εφτά – οχτώ χρόνια. Εννοώ, οχτώ μήνες το χρόνο στην Αγγλία κι άλλους τέσσερις στην Ελλάδα, τα καλοκαίρια συνήθως.
— Εκεί πρωτοήρθατε σε επαφή με τη rock μουσική;
Εγώ rock' n' roll άκουγα από το '55, από τότε δηλαδή που έσκασε μύτη. Ήδη από την Ελλάδα, πριν φύγω έξω, ήξερα τους Beatles, τους Stones, τους Animals, όλα αυτά.
—Υπήρχε μουσική ενημέρωση τότε στην Ελλάδα;
Όποιος ψάχνει, βρίσκει! Το θέμα είναι να ψάχνεις!
—Το 1967, τι θυμάστε από τη συναυλία των Rolling Stones στην Αθήνα;
Στις 14 Απριλίου είχα έρθει εγώ από την Αγγλία, 17 έγινε η συναυλία και 21 το πραξικόπημα. Είχα πάει ως θεατής και νομίζω ότι παίξανε αρχικώς οι We Five και οι M.G.C., των οποίων δεν ήμουν ακόμη μέλος. Δεν πέταξε γαρίφαλα ο Mick Jagger στον κόσμο, όπως λέγεται, απλά ένας πιτσιρικάς πήγε να δώσει λουλούδι ή κάτι άλλο στον Jagger. Αμέσως τρέξανε καμιά πενηνταριά μπάτσοι κι έπεσαν πάνω του να τον φάνε! Νομίζω πως είχαν προηγηθεί κι ένα – δυο περιστατικά, όπου ο Jagger είχε χώσει χαστούκι σε κάποιον αξιωματικό εδώ και ο Keath Richard σ’ έναν άλλο μπάτσο στο αεροδρόμιο!
—Με τον Εξαδάχτυλο ξεκινήσατε από τη Θεσσαλονίκη, δεν είναι έτσι; Τι υποδοχή είχε αυτό το γκρουπ;
Ναι, ξεκινήσαμε από ένα ανοιχτό μαγαζί της Θεσσαλονίκης και παίξαμε για είκοσι μέρες περίπου, οπότε καταλαβαίνετε δεν ήταν και η πιο επιτυχημένη πρώτη εμφάνιση συγκροτήματος. Μετά από μας, νομίζω, φωνάξανε τον Βλάσση Μπονάτσο κι εμείς αφού ψάξαμε λίγο από δω κι από κει με τον Αντώνη Τριανταφύλλου, με τ’ αυτοκίνητο, καταλήξαμε στη Σκιάθο.
— Αληθεύει ότι υπήρξατε ο πρώτος που έφερε LSD το 1970 στην Ελλάδα;
Όχι το '70, το '67! Είχα φέρει οδικώς περίπου 250.000 δόσεις σε μορφή κρύσταλλου σ’ ένα πακετάκι, σαν από χαρτοπετσέτες. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα! Μου την είχε δώσει μάλιστα κι ήθελα να πάω να το ρίξω στη λίμνη του Μαραθώνα. Αλλά μετά σκέφτηκα, στρατός, όπλα έξω, άντε να σε πιάσουν οι παραισθήσεις και να μην καταλαβαίνεις τι σου συμβαίνει, μπορεί να γινόταν μακελειό! Αντ’ αυτού, σηκώθηκα κι έφυγα, πήγα στα Μάταλα, όπου έμεινα τέσσερις μήνες στις σπηλιές!
— Είχαν πολύ κόσμο τότε τα Μάταλα, ξένους ε;
Πολύ κόσμο! Μόνο ξένους! Ήμουν ο μόνος Έλληνας ανάμεσα σε τετρακόσιους ξένους!
— Κανονικός χίπης, δηλαδή.
Ε, όχι και χίπης!
— Μα πώς; Μάταλα, 1967, LSD, τι άλλο;
Όποιος βρισκόταν στα Μάταλα, δεν ήταν χίπης! Το θέμα είναι πως αισθανόσουν εκεί. Οι χίπις ήταν η διεθνής εμπορευματοποίηση του beatnik κινήματος.
— Δηλαδή, ο Sky Saxon, ο Rocky Erikson, δεν ήταν χίπις;
Αυτούς να πάτε να ρωτήσετε! Δεν έχει κανένα νόημα να βάζουμε εμείς ταμπέλες στους άλλους. You can’t judge a book by looking at its cover! Bo Diddley, το παίζαμε κι εμείς κάποτε με τους M.G.C.!
— Θα θέλατε να μου μιλήσετε για τη φυλάκιση σας τη δεκαετία του 1970;
Ας πούμε ότι ήταν η τρίτη θητεία μου (γέλια) μετά από την πρώτη που σας είπα, το '68, και μετά τον στρατό. Επρόκειτο για την υπόθεση με τη δεύτερη γυναίκα μου, τη Λίλη, με την οποία έχω και μια κόρη. Κάποια στιγμή είχαμε χωρίσει κι εκείνη είχε πάει Ολλανδία να παντρέψει κάτι φίλους της, έναν Έλληνα με μια Ολλανδέζα. Το βράδυ πέθανε στον ύπνο της από αναρρόφηση. Σα μωρό παιδί…
— Από ναρκωτικά, να υποθέσω;
Όχι, όχι, καμία σχέση…
— Και πως βρεθήκατε κατηγορούμενος;
Θεωρήθηκε ότι είχα δώσει εγώ εντολή να τη σκοτώσουν ως Ντο Βίτο Κορλεόνε, να πούμε. Μιλάμε για το 1975 – 76. Πάλι καλά που δεν ήταν χούντα δηλαδή γιατί οι γονείς της γυναίκας μου ήταν κάργα χουντικοί. Αυτοί τα κανόνισαν όλα!
— Πόσο κάνατε στη φυλακή;
Έξι μήνες, προφυλάκιση. Για να σας δώσω να καταλάβετε, ο ανακριτής κατά σύμπτωση- και καλά- ήταν συγχωριανός της πρώην πεθεράς μου!
— Θα είχατε φρικάρει τελείως, φαντάζομαι.
Όσο να’ ναι, δεν είναι μικρό πράγμα να σου’ ρχεται ένα χαρτί που σου λέει ότι είσαι ηθικός αυτουργός σε ανθρωποκτονία. Μιλάμε τώρα εγώ εδώ και η Λίλη στην Ολλανδία, ότι έδωσα τηλεφωνική εντολή να δολοφονηθεί με ένεση ηρωίνης και διάφορα άλλα…Πήγα εκεί και τα κανόνισα με την αστυνομία, καθώς είχα υπόνοιες ότι θέλανε να μπλέξουν και τον μπάρμπα μου τον Κανελλόπουλο. Σκεφτείτε ότι η ιστορία ξεκίνησε από τα πεθερικά μου έναν ολόκληρο χρόνο μετά το θάνατο της Λίλης και ξέροντας ότι είχα κάνει ξανά φυλακή για «μαύρα», μερικά χρόνια πριν. Ποτέ δεν έχω κρύψει τίποτα, ότι είμαι και ότι κάνω, είναι φως – φανάρι. Αφού λοιπόν δε μπόρεσαν στα αστικά δικαστήρια να μου πάρουν το παιδί, γι’ αυτό περισσότερο έστησαν όλη αυτή την κατάσταση.
— Με την κόρη σας βλέπεστε, έχετε καλές σχέσεις;
Έχω να τη δω κάμποσο. Έχει παντρευτεί και ζει μόνιμα στην Αμερική. Έχει δυο παιδιά. Ναι, καλές σχέσεις έχουμε.
— Πώς αποφυλακιστήκατε;
Έξι μήνες έκανα προφυλακισμένος, όπως είπα. Έκανα μία, δύο, τρεις αιτήσεις αποφυλακίσεως, την τρίτη βγήκα. Για να καταλάβετε, ο Φάκος ο εισαγγελέας που είχε την υπόθεση, την απαλλακτική του πρόταση την εξέδωσε σε βιβλίο και τη μοίρασε σε όλους τους σημαντικούς νομικούς στην Ελλάδα!
— Απίστευτο!
Πράγματι, πρωτοφανής υπόθεση! Γενικά, στην Ελλάδα είναι έτσι τα πράγματα που ο καθένας μπορεί να βρει δυο ώρες που είσαι κάπου μόνος σου, χωρίς να σε έχει δει κάποιος, χωρίς άλλοθι δηλαδή, και να πει ότι την τάδε ώρα βίασες ή σκότωσες κάποια! Άντε ν’ αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας! Δέκα χρόνια μου πήρε μέχρι να βγει το απαλλακτικό βούλευμα και μάλιστα όταν βγήκε, ο πεθερός μου έστειλε υβριστικά τηλεγραφήματα στις δικαστικές αρχές! Τριάμισι χρόνια μέσα!
— Ο πεθερός σας;
Ε, ναι, αφού έβρισε τους δικαστές! Εν τω μεταξύ, μου είχαν πάρει λάθρα το παιδί και το είχαν πάει στην Αγγλία. Εγώ είχα προσπαθήσει να την προστατέψω την κόρη μου, δεν ήταν καλό για ένα παιδί τριών ετών ν’ ακούει τέτοια πράγματα. Αυτός όμως μετά απ’ αυτή την ιστορία δε μπόρεσε να ξανάρθει στην Ελλάδα.
— Ζει εκεί τώρα;
Έχουν πεθάνει και οι δύο. Μόλις έφυγε η γιαγιά, τον πιάσανε οι συγγενείς εκεί πέρα: τι θες, εσύ, ογδόντα χρονών και κρατάς ένα κορίτσι δεκάξι ετών σε μια άγνωστη χώρα, που δεν ξέρεις ούτε τη γλώσσα; Διότι, η μικρή μου έλεγε ότι σηκωνόταν στις οχτώ το πρωί, ντυνόταν, καθόταν μπροστά στην τηλεόραση, έβγαινε έξω σε κάνα σούπερ – μάρκετ, ψώνιζε, αυτή ήταν η ζωή του όλη.
— Ποια στάση κράτησε ο Τύπος της εποχής απέναντι σας;
Για μένα, η ιστορία υποκινήθηκε από την Απογευματινή, τον Οικογενειακό Θησαυρό και την Ελεύθερη Ώρα. Η Ελεύθερη Ώρα, ειδικά, που τα πρώτα δύο φύλλα της είχαν πρωτοσέλιδο αυτή την υπόθεση, ξέρω ότι βγήκε με λεφτά των πεθερικών μου! Ευκαιρία, επίσης, να την πούμε και σε πολιτικούς σαν τον Κανελλόπουλο. Δεξιός μεν, αλλά…
— Με τον Κανελλόπουλο είχατε σχέσεις;
Σας είπα, ήταν άντρας της αδερφής του πατέρα μου. Ήταν φίλοι με τον πατέρα μου από την εφηβεία τους. Κάθε χρόνο κάναμε Ανάσταση όλοι μαζί στο σπίτι του Αναστάση Κανελλόπουλου, του αδερφού του! Ήταν πάντα εκεί ο Καραμανλής και η Αμαλίτσα, η οποία ήταν επίσης ανιψιά του Κανελλόπουλου. Δηλαδή, όσο ο Καραμανλής υπήρξε παντρεμένος με την Αμαλία, άλλο τόσο ήταν ξάδερφος μου (τρανταχτά γέλια).
— Δε συνδεθήκατε ποτέ με την Αριστερά.
Γενικά δεν ανήκα και δεν ανήκω σε κανένα κόμμα. Δεν υπήρξα ποτέ πουθενά οργανωμένος!
— Ούτε και στον αναρχικό χώρο;
Αναρχικός, το λέει κι από μόνη της η λέξη, κανονικά δεν ομαδοποιείται. Θα έλεγα ότι είμαι άναρχος!
— Μόλις αποφυλακίζεστε, λοιπόν, πως μπαίνετε στο Τρίτο Πρόγραμμα;
Πήγα στον Χατζιδάκι, του είπα έτσι κι έτσι, καμιά εκπομπή στο ραδιόφωνο κλπ. Πάρε, μου λέει, κάνε ότι θέλεις! Με ήξερε σαν μουσικό και γνωριζόμασταν, παρ’ ότι δεν είχαμε ποτέ σχέσεις. Έτσι ξεκίνησα τότε τα Ταχυδράματα, τον Θείο Νώντα με blues- rock παιξίματα και εικοσάλεπτα πρωινά σήριαλ σαν το Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές! Πουαρό, θυμάμαι, είχα τον Θύμιο Καρακατσάνη!
— Η δισκογραφία σας γιατί ήταν περιορισμένη; Θα μου πείτε, με τόσα που τραβήξατε!
Εντάξει, μωρέ, είναι δυνατόν να συνεννοηθείς με όλους αυτούς στις δισκογραφικές; Σήμερα είναι πιο εύκολα τα πράγματα, με έναν υπολογιστή, το cubase και με οδηγό ένα πλήκτρο ή μια κιθάρα, μπορείς κάτι να κάνεις! Τότε για να έμπαινες στούντιο, ήθελες εκατομμύρια!
— Με τον Άσιμο είχατε νταλαβέρι; Δε σας ρωτάω για τον Σιδηρόπουλο, αφού κάνατε και δουλειές μαζί του.
Με τον Παύλο έχουμε ζήσει και μαζί. Τον Άσιμο τον ήξερα, γνωριζόμασταν, αλλά δε μπορώ να πω ότι είχαμε καμιά σχέση, θα τη χαρακτήριζα επιδερμική τη γνωριμία μας.
— Ποιοι ήταν οι φίλοι σας από το χώρο της μουσικής;
Ο Παύλος, ο Βλάσης και ο Σταύρος ο Λογαρίδης. Δε λέω φίλοι, γιατί κι αυτή η λέξη, όπως όλες, έχει εκφυλιστεί στις μέρες μας. Για να πεις φίλος, πρέπει να εννοείς κάτι πολύ βαθύ.
— Ο Σαββόπουλος;
Όχι, ούτε ήμουν, ούτε είμαι, ούτε θέλω να είμαι. Δε μπορώ εγώ να είμαι φίλος με τον Σαββόπουλο. Μπορώ με τον Λογαρίδη, όπως και είμαστε!
— Η Λένα Πλάτωνος;
Μ’ αυτήν έχουμε γνωριστεί, έχω ακούσει τη μουσική της και τη θεωρώ ενδιαφέρουσα περίπτωση! Κάτι έχει η γυναίκα αυτή, δεν είναι τυχαία! Όπως και η Αρλέτα, την οποία ξέρω από πολύ παλιά, αφού την πρωτογνώρισα το '69.
— Αν σας ρωτήσω τη γνώμη σας για τον Καζαντζίδη; Έχετε διασκευάσει το Υπάρχω του!
Τον Καζαντζίδη δεν ξέρω αν θα ήθελα να τον γνωρίσω. Δεν μου πήγαινε αυτό που έβγαζε σα χαρακτήρας τουλάχιστον. Δε με έλκυε ιδιαίτερα αυτό που έβλεπα. Ο δε Νικολόπουλος είχε έρθει τότε στον Σκορπιό, σε μια παράσταση που κάναμε με τον Σαββόπουλο, κι έλεγα το Υπάρχω. Τον θυμάμαι με την Τάνια Τσανακλίδου στην παρέα του, να κάθονται μπροστά, να το ακούν και να γελάνε. Δε νομίζω να του άρεσε του Καζαντζίδη όπως το έκανα το Υπάρχω κι ειδικά αν ζούσε κι έβλεπε στο παλιότερο premium cd του διφώνου τη δική μου κι όχι τη δική του εκδοχή, θα πάθαινε!
— Μιλάτε σα να τον ξέρετε και καλά μάλιστα! Πως τα λέτε όλα αυτά;
Εντάξει, μπορεί ο άνθρωπος να ήταν μεγάλος τραγουδιστής και να σφράγισε το ελληνικό τραγούδι, αλλά δε νομίζω ότι ήταν σα χαρακτήρας κι απ’ τους καλύτερους.
— Πώς βλέπετε τη σκηνή των τραγουδοποιών σήμερα; Μάλαμας, Ιωαννίδης, αυτοί.
Δε μπορώ να σας πω, δεν τους «έχω» και δε νομίζω να με αφορά και πολύ το θέμα. Η κλαψομουνία με εκνευρίζει αφάνταστα! Αντίθετα, γουστάρω το σκυλέ, το real όμως, όχι το Romeo! Μου αρέσουν οι σκύλοι γιατί είναι ορίτζιναλ σε αντίθεση με τους έντεχνους που είναι δήθεν.
— Και πού κοιτάνε την κονόμα;
Κονόμα – ξεκονόμα, δήθεν είναι! Δεν είναι ούτε ατόφιοι, ούτε απευθύνονται σε real ανθρώπους. Στον πολιτισμό της Ελλάδας βλέπουμε την απόλυτη δηθενιά και τις μεγαλύτερες τάσεις αναρρίχησης.
— Το πολιτικό τραγούδι της Μεταπολίτευσης έβλαψε το ελληνικό rock εκείνων των χρόνων;
Το έβλαψε είναι μεγάλη κουβέντα. Στην Ελλάδα μια ζωή ήμασταν και θα είμαστε μπουζουκόβιοι. Το ροκ υπήρξε μια μικρή παρένθεση μέσα σε όλο αυτό. Είπαμε, μέχρι σήμερα το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει τις δισκογραφικές εταιρείες είναι η μουσική η ίδια. Πάλι καλά που δεν εμπεριέχεται η λέξη μουσική μεταξύ των δύο άλλων λέξεων, δισκογραφική και εταιρεία. Κάποτε έκανα παραγωγή σε ένα δίσκο της Αριάδνης – Ράντι Μακ Κίνον – Άντριου. Στο εξώφυλλο έγραψαν λάθος το όνομα της, δεν μπήκαν καν στον κόπο να δουν πως γράφεται το σκοτσέζικο πρόθεμα! Εδώ πας στην Πλάκα και βλέπεις Μούσες (Musses), που το γράφουν με «γιου» και δύο «ες». Μεσ’ στη μαλακία είναι οι τύποι! Για σκέψου και τη διαφήμιση Love in the Test Drive! Τι σημαίνει αυτό; Τίποτα! Άμα ρωτήσεις έναν Εγγλέζο, θα σε κοιτάει με ανοιχτό στόμα! Βαρβαρισμοί, greeklish της κακιάς υποστάθμης!
— Πώς περνάει μια μέρα του ο Δημήτρης Πουλικάκος;
Λίγο μουσική, λίγο σινεμά, τέτοια πράγματα. Αν θέλετε ένα χαρακτηρισμό για τον εαυτό μου, θα σας έλεγα περαστικός παρατηρητής.
— Έχετε σκεφτεί ότι μετά το θάνατο σας, θα σας γράφουν ύμνους, θα σας κάνουν αφιερώματα;
(δυσανασχετεί) Αφήστε με τώρα μ’ αυτά…Ιδέα δεν έχω! Θα προτιμούσα να μ’ αφήσουν ήσυχο, καθώς εδώ ούτε να πεθάνει δε μπορεί κανείς! Δε βλέπετε τι γίνεται στις κηδείες διαφόρων; Αυτό που θα ήθελα είναι να μαζευτούν οι φίλοι με τα όργανα τους και να κάνουν πάρτι εκεί απάνω! Αν και θα προτιμούσα να με κάψουν παρά να με θάψουν. Αυτή είναι η επιθυμία μου!
— Την έχετε μεταφέρει σε φίλους;
Την έχω πει σε κάποιους, αλλά ξέρω γω από τώρα τι θα κάνει ο καθένας; Εντάξει, λοιπόν, ας το αφήσω παραγγελιά στη διαθήκη μου (γέλια).
— Τώρα σοβαρά, έχετε κάνει διαθήκη;
Όχι βέβαια, αλλά καλό είναι να κάνει κανείς. Σε θέματα γραφειοκρατικά είμαι τελείως άσχετος, σα μωρό παιδί. Πλήρης αταξία στη γραφειοκρατία και στα νομότυπα, γενικώς!
— Κλείνοντας, πείτε μου λίγα λόγια για τη συμμετοχή σας, τόσο στην πρόσφατη συναυλία κατά της αστυνομικής βίας, όσο και σε άλλες εκδηλώσεις κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Ήμουν εκεί, στήριξα τα παιδιά, γιατί σ’ αυτά ανήκει ο κόσμος και μπορούν να τρέξουν επίσης. Ενώ εγώ, 66 χρονών, πώς να τρέξω πια; Συμμετείχα και στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του σωφρονιστικού συστήματος. Επειδή έχω κάνει μέσα, τρέφω ιδιαίτερη ευαισθησία για τους κρατούμενους που τους έχουν σαν τα ζώα. Είναι η μεγαλύτερη ντροπή για την κοινωνία μας το πώς φέρονται σε κρατούμενους και σε αρρώστους. Ντροπή και ξανά ντροπή, πώς να χαρακτηρίσεις αλλιώς την κατάσταση;
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 2015
σχόλια