«Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Όλοι άνθρωποι είμαστε, εξαρτήματα του σύμπαντος! Και μοίρα κοινή των ανθρώπων...Ο θάνατος». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του σαλού ουμανιστή καθώς ο φακός εστίαζε στο πρόσωπο του, λίγο πριν οι σφαίρες των κατακτητών τον «γαζώσουν».
Επρόκειτο για έναν συγκλονιστικό μονόλογο του ηθοποιού Χρήστου Τσαγανέα στην πιο δραματική - αν και «υπέρ το δέον θεατρική», όπως έγραψε κάποιος κριτικός της εποχής - σκηνή της κωμωδίας «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948) του Αλέκου Σακελλάριου.
Μια δεκαετία αργότερα τον είδαμε καθηγητή «Βεβαίως - Βεβαίως» της Αλίκης στο «Ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο» (1959), αλλά και ως τρελογιατρό που άλλαζε συνέχεια γυαλιά στο «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), δίπλα στον Ντίνο Ηλιόπουλο, επίσης του Σακελλάριου. Τον είδαμε και «έγχρωμο», στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, σε ρόλο αυστηρού πλούσιου πατέρα της Μέμας Σταθοπούλου και της Ξένιας Καλογεροπούλου, σε εκείνες τις ταξικές κομεντί του Κώστα Καραγιάννη.
Είχε ένα επιβλητικό αριστοκρατικό παρουσιαστικό ο άνθρωπος αυτός που μαζί με τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του και την εξίσου χαρακτηριστική εκφορά του λόγου του, κατάφερνε να κάνει πρώτους τους δεύτερους ρόλους στον κινηματογράφο, να έχει πάντα δουλειά και να παραμένει αγαπητός μεταξύ των συναδέλφων του.
Είχε ένα επιβλητικό αριστοκρατικό παρουσιαστικό ο άνθρωπος αυτός που μαζί με τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του και την εξίσου χαρακτηριστική εκφορά του λόγου του, κατάφερνε να κάνει πρώτους τους δεύτερους ρόλους στον κινηματογράφο, να έχει πάντα δουλειά και να παραμένει αγαπητός μεταξύ των συναδέλφων του. Αυτά στον κινηματογράφο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1933 στον «Κακό δρόμο» του Τούρκου Ερτογρούλ Μουσχίν.
Τι παράξενο στη συγκεκριμένη αρχαία πια ταινία ο Χρήστος Τσαγανέας να υποδύεται τον πατέρα της Μαρίκας Κοτοπούλη, ενώ ήταν μόνο 27 ετών! Ανήκε κι αυτός στους ηθοποιούς που μεγαλόδειχναν κι έκαναν από νωρίς - νωρίς τον «πατέρα», κάτι αντίστοιχο με τις συναδέλφισσές του, Καίτη Πάνου και Ελένη Ζαφειρίου, κλασικές μητρικές φιγούρες του παλιού λαϊκού κινηματογράφου.
Θυμάμαι σαν όνειρο το εξής περιστατικό - θα ήταν αρχές της δεκαετίας του 1980: Μάθαινα παιδικό ελεύθερο σχέδιο στον Δήμο Κερατσινίου του κομμουνιστή τότε δημάρχου Δημήτρη Σαράφογλου και μας είχαν πάει στο λιμάνι του Πειραιά να ζωγραφίσουμε τις βάρκες και τα πλοία. «Αυτή τη γωνιά θα πρέπει να την ονομάσουν Χρήστου Τσαγανέα» ήταν τα λόγια του ζωγράφου δασκάλου, μα τότε φυσικά δεν καταλάβαινα Χριστό!
Πολλά χρόνια μετά θα πληροφορούμουν πως για ένα φεγγάρι ο εν λόγω ηθοποιός είχε κάνει σπίτι του μία μαούνα, βρίσκοντας νυχτερινό κατάλυμα μαζί και μ' άλλους, λόγω οικονομικής ανέχειας, ερχόμενος σε ρήξη με τους ευκατάστατους δικούς του. Κι αν εκείνο το παράξενο σπίτι του δεν υπήρχε πλέον, η μνήμη του ήταν ζωντανή στο λιμάνι, ούτε δέκα χρόνια από το θάνατο του.
Η ρήξη με τους δικούς του είχε ξεκινήσει νωρίς, όταν στη Βράιλα της Ρουμανίας, τη γενέτειρα του, εκδήλωσε την αγάπη του για το θέατρο, κόντρα στα όνειρα του πατέρα του για ακαδημαϊκή καριέρα.
Στην Αθήνα, όπου τον στέλνουν για σπουδές στην Ιατρική, τα παρατάει και εγγράφεται στη Νομική, την οποία εγκαταλείπει επίσης εξ αιτίας της γνωριμίας του με τη γυναίκα της ζωής του.
Συγκεκριμένα, την ηθοποιό Νίτσα Βιτσώρη - Τσαγανέα, που πέθανε πλήρης ημερών το 2002 σε ηλικία 100 ετών. Για χάρη της, όταν εκείνη χώρισε τον Βιτσώρη, δεν την παντρεύτηκε απλά, αλλά προσχώρησε επαγγελματικά στο Εθνικό Θέατρο, ενώ ασπάστηκε και την αριστερή ιδεολογία της.
Αιτία για την αποκλήρωση του νεαρού Τσαγανέα από τους γονείς του δεν ήταν τόσο η ενασχόληση του με το θέατρο, όσο η σχέση του με τη Νίτσα Βιτσώρη - το όνομα «Βιτσώρης» ισοδυναμούσε με ακραίο αναρχικό στοιχείο τα χρόνια εκείνα, αφού - ως γνωστόν - επρόκειτο για έναν από τους πρώτους Έλληνες τροτσκιστές και αρχειομαρξιστές, διωκόμενος άγρια από το μεταξικό καθεστώς.
Από το 1929 η ζωή του Τσαγανέα ήταν αφιερωμένη στο θέατρο, αρχής γινομένης με τους περιοδεύοντες θιάσους, τα περίφημα μπουλούκια, μέχρι την καθιέρωση του στο σανίδι για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Κι ενώ στον κινηματογράφο είχε κάπως τυποποιηθεί, στο θέατρο ήταν που μπόρεσε να ξεδιπλώσει το πολυσχιδές ταλέντο του σε έργα σύγχρονα και κλασικού ρεπερτορίου: Σαίξπηρ, Χάουπτμαν, Ρώμας, Μελάς, Ντοστογιέφσκι.
Συνεργάστηκε κατά κόρον και με τον Θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, της κυρίας Κατερίνας, ήδη από τα χρόνια της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου, ταυτόχρονα με την αντιστασιακή του δράση: Από κοινού με τη Νίτσα Τσαγανέα ήταν ενταγμένοι στις τάξεις του ΕΑΜ. Το 1944, κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, το όνομα του Χρήστου Τσαγανέα σχετίστηκε με το γεγονός της εκτέλεσης της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη από την Εθνική Πολιτοφυλακή.
Ο Τσαγανέας, όντας μέλος του προεδρείου της Εθνικής Πολιτοφυλακής ΕΑΜ Θεάτρου μαζί με τους συναδέλφους του, Αιμίλιο Βεάκη, Θεόδωρο Μορίδη, Σπύρο Πατρίκιο και Πάνο Καραβουσάνο, είχε βάλει την υπογραφή του για τη θανατική καταδίκη της, κατηγορούμενης για δωσιλογισμό, Παπαδάκη. Ένα χρόνο μετά, το 1945, κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του στην ένοπλη επίθεση εν είδει αντιποίνων κατά του προέδρου του τότε ΣΕΗ, Σπύρου Πατρίκιου.
Η αλήθεια είναι πως ο βίος του Τσαγανέα θα ήταν λιγότερο μυθιστορηματικός αν δεν διασταυρωνόταν η τροχιά του μ' αυτήν της Νίτσας. Επίσης γνωστό είναι ότι το 1940, μετά τη δολοφονία του Τρότσκι από έναν Ισπανό, άνθρωπο του Στάλιν, το αρχείο του περιήλθε στα χέρια του ζεύγους Τσαγανέα κάτω από απόλυτη μυστικότητα.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Τσαγανέας συμμετείχε στη δημιουργία του θιάσου «Ενωμένοι Καλλιτέχνες» (Γιώργος Παππάς, Τζόλυ Γαρμπή, Γιώργος Σεβαστίκογλου κ.α.), υπηρετώντας ένα κατεξοχήν λαϊκό είδος θεάτρου, με το οποίο γνώρισε την απήχηση στο πλατύ κοινό της Αθήνας.
Η καταξίωση φυσικά ήρθε μέσα από τον κινηματογράφο σε περίπου 70 ταινίες από το 1933 μέχρι το 1971. Χαρακτηριστικοί τίτλοι: «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Μια ζωή την έχουμε», «Έγκλημα στο Κολωνάκι», «Ο Θόδωρος και το δίκαννο», «Κάτι να καίει», «Επιχείρησις Απόλλων», «Ένας μάγκας στα σαλόνια» με κορυφαίες τις συμμετοχές του στα προαναφερθέντα φιλμ «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και «Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο».
Ο Χρήστος Τσαγανέας ως καθηγητής «Βεβαίως - Βεβαίως» στο «Ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο»
Για τις πράξεις του υπέρ της πατρίδας, ο Τσαγανέας τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α', μία δεκαετία σχεδόν πριν το εν λόγω παράσημο καταργηθεί το 1975 και αντικατασταθεί απ' αυτό του Τάγματος της Τιμής. Οι τελευταίες του εμφανίσεις δεν έγιναν στον κινηματογράφο, αλλά στην τηλεόραση και συγκεκριμένα στις σειρές της ΥΕΝΕΔ «Ο πειρασμός» και «Ψηλά τα χέρια», αμφότερες του 1972.
Ο Χρήστος Τσαγανέας πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1976, ανήμερα των γενεθλίων του. Είχε συμπληρώσει τα 70 του χρόνια, γεννημένος στις 2 Ιουλίου του 1906 - κατ' άλλους, το 1905. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών συναδέλφων του.
Οκτώ χρόνια αργότερα, μια μέρα μετά την εκταφή του, στο ίδιο μνήμα τοποθετήθηκε η σορός του Βασίλη Τσιτσάνη. 42 χρόνια πέρασαν από το θάνατο του και η φιγούρα, ο λόγος και η υποκριτική του τέχνη διασώθηκαν μέσω των ταινιών του, που δεν έχουν πάψει να προβάλλονται από τους τηλεοπτικούς σταθμούς.
σχόλια