Μικρή μικροαστική ραψωδία. Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Μικρή μικροαστική ραψωδία. Από τον Δημήτρη Πολιτάκη Facebook Twitter
Oι παλιές ελληνικές ταινίες λειτουργούν ως μια αιώνια, αμετακίνητη, φαντασιακή γειτονιά, χωρίς τα δυσάρεστα στοιχεία της πραγματικής μικροαστικής γειτονιάς όπου μεγάλωσες και δεν έβλεπες την ώρα να εγκαταλείψεις. Φωτο: Σκηνή από την ταινία "Τα 201 καναρίνια".
12

Οι μόνες φορές που η τηλεόρασή μου δεν λειτουργεί ως μόνιτορ άλλης συσκευής είναι όταν κάθομαι να φάω κάτι πρόχειρο και αναζητάω στα κανάλια καμιά πολυφορεμένη μέχρι αηδίας ελληνική ταινία να συνοδεύσει ανώδυνα και καθησυχαστικά το γεύμα. Άμα δεν παίζει πουθενά, βάζω από το YouTube, χαμογελάω μόνος μου με τις γνωστές ατάκες πριν ακουστούν ακόμη και σκέφτομαι πού και πού διάφορους γνωστούς και φίλους που δεν έχουν ιδέα από όλο αυτό το σύμπαν κινηματογραφικής ηθογραφίας –το τόσο οικείο στους περισσότερους–, επειδή μικρούς δεν τους άφηναν οι κατά κανόνα αριστεροί αστοί γονείς τους να βλέπουν «ελληνικές» ταινίες στην τηλεόραση για να μη μολυνθούν από τη μικροαστική πλέμπα και τη βαθιά συντήρηση που αυτές εκπροσωπούν. Καμιά φορά οι ίδιοι αυτοί φίλοι με ρωτάνε τι βρίσκω στο «είδος» και κολλάω ακόμα με τόσο παρωχημένο, μετεμφυλιακό και διαβρωτικά νοσταλγικό υλικό. Δεν τους λέω πόσο με σοκάρει η απαγόρευση που δέχτηκαν σε τρυφερή ηλικία, απλώς λέω ότι δεν ήταν όλες ίδιες, ότι λειτουργούν ως αφηγήματα που σε συνδέουν με τους συμπατριώτες σου και επίσης ότι η στεγνή ιδεολογική ανάγνωση δεν σε πάει και πολύ μακριά συνήθως, όπως κατάλαβα μεγάλος, και απορώ που δεν το έπιαναν αυτό μεγάλοι επίσης άνθρωποι, όπως οι γονείς τους τότε – γνωρίζω, άλλωστε, αρκετούς ανθρώπους με πολύ αυστηρά και ζόρικα ιδεολογικά αλλά και αισθητικά κριτήρια που χαζεύουν τακτικά τις παλιές ταινίες του εμπορικού σινεμά, χρησιμοποιώντας τες κυρίως ως κουβέρτα ασφαλείας απέναντι σε ένα όλο και πιο ακατανόητο και εχθρικό τοπίο.

Κι εγώ αγαπάω αυτήν τη γ****ένη πόλη που μ' έχει προσδιορίσει τόσο βαθιά, αλλά, εντάξει, λίγο κράτει με την ιδέα του «εξευγενισμού» γενικά, και όχι μόνο ως απόδοση του gentrification.


Οι ταινίες αυτές λειτουργούν ως μια αιώνια, αμετακίνητη, φαντασιακή γειτονιά, χωρίς τα δυσάρεστα στοιχεία της πραγματικής μικροαστικής γειτονιάς όπου μεγάλωσες και δεν έβλεπες την ώρα να εγκαταλείψεις. Και μοιάζει πάντα περίεργο να ακούς να δοξολογούν την ιδέα της «γειτονιάς» άνθρωποι που προέρχονται από προνομιακά, αραιοκατοικημένα περιβάλλοντα – άνθρωποι που δεν τους επετράπη η εξοικείωση με τη μαζική κουλτούρα του ελληνικού εμπορικού σινεμά και δεν έχουν ιδέα από τους συνειρμούς εγκλωβισμού και ασφυξίας που μπορεί να προκαλεί σε πολλούς αυτή η λέξη. Δύσκολο να εξηγήσεις αυτό το φετίχ «εξευγενισμού» (gentrification) με τη γειτονιά σε παιδί μικροαστικής ή/και εργατικής τάξης που λαχταρούσε να ξεφύγει από τη μοίρα του. Όχι να (αν)ελιχθεί ως killer επαρχιώτης ή απλώς να εκπληρώσει μέσω της εισαγωγής του στο σύστημα ανώτερης εκπαίδευσης το αιώνιο μικροαστικό όνειρο αλλά να ξεφύγει από τη γειτονιά και τους γείτονες.

Οι νεότερες γενιές δεν φαίνεται να έχουν τέτοια κολλήματα.Και από «εμπορικές» ελληνικές ταινίες προτιμούν μάλλον την cult ντέκα εκδοχή της δεκαετίας του '80, ασχέτως του αν αυτά τα έργα κάνουν ακόμα και τις πιο ρουτινιάρικες ταινίες του συστήματος μαζικής παραγωγής του '60 να μοιάζουν νουβέλ βαγκ. Κάποιοι πιο ψαγμένοι παρακολουθούν και τις παλιές, αναζητώντας τις απαρχές μιας βαθιά κατοχυρωμένης νεοελληνικής συμπεριφοράς και αισθητικής. Ή χαζεύουν τα σπίτια της Αθήνας όπως φαίνονται στις ταινίες πριν και μετά την ανοικοδόμηση, σαν τους σύγχρονους αναθεωρητές του αστικού τοπίου που μέσα στην μπίχλα του κέντρου της πρωτεύουσας –που μοιάζει όλο και πιο παρατημένο– ανακαλύπτουν σε κάθε δεύτερη πολυκατοικία εξέχοντα δείγματα αθηναϊκού μοντερνισμού. Είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι την προηγούμενη πίστα πριν από το δέος με τον «αθηναϊκό μοντερνισμό», όταν τόσο θαυμασμό προκαλούσαν τα νεοκλασικά και όσοι έμεναν σ' αυτά, ακόμα κι αν τα σπίτια μέσα ήταν πιο κρύα κι από τον θάνατο. Εντάξει, κι εγώ με τα χρόνια έμαθα να εκτιμώ αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και στοιχεία που δεν πρόσεχα μικρός (προέρχομαι από τα προάστια άλλωστε), και τέλος πάντων κι εγώ αγαπάω αυτήν τη γ****ένη πόλη που μ' έχει προσδιορίσει τόσο βαθιά, αλλά, εντάξει, λίγο κράτει με την ιδέα του «εξευγενισμού» γενικά, και όχι μόνο ως απόδοση του gentrification. Με κάτι τέτοια και με το άλλο το μεγάλο κόλπο, που ο καθένας νοικιάζει στο AirBnB ακόμα και την τουαλέτα του, έχουν απογειωθεί ξανά τα ενοίκια και δεν μπορούμε να βρούμε ένα σπίτι της προκοπής πια.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 26.10.2016

12

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Θοδωρής Αντωνόπουλος / Για την έκφραση «Επάγγελμα ομοφυλόφιλος»

Αν θεωρήσουμε την ομοφυλοφιλία επάγγελμα, αξιότιμε κ. συνήγορε, τότε σίγουρα αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στα βαρέα ανθυγιεινά. Τουλάχιστον για όσο μπορούν να δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο κακοποιητικές απόψεις, αντιλήψεις και πρακτικές, σαν αυτές που είτε εκφέρετε είτε ενθαρρύνετε.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος / Γιατί το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου είναι τόσο απελπιστικά χαμηλό;

Αντί να διαφωνήσουμε για το ένα ή το άλλο θέμα, όπως και είναι θεμιτό και αναμενόμενο σε μια δημοκρατία διαλόγου, το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε είναι να εξευτελιζόμαστε οι ίδιοι και να εξευτελίζουμε τους άλλους, ωσάν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί μας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
O βούρκος των ημερών

Στήλες / O βούρκος των ημερών

Σήμερα: Μηνύματα στο αλεξίπτωτο • • • βουλευτική ηπιότητα • • • περιβαλλοντικη καταστροφή στο Ισραήλ • • • δύσκολες μέρες για τον Μακρόν • • • εμβολιαστική ευνοιοκρατία • • • ένας γενναιόδωρος πρώην οδηγός νταλίκας • • • η περιπέτεια της «μυστικής ομιλίας»
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Αρετή Γεωργιλή / Ψάχνοντας τις ευθύνες, ξεχάσαμε τους κακούς

Γιατί όλη αυτή η πολιτική χυδαιότητα που αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το πραγματικό πρόβλημα και στρέφει τη συζήτηση σε μια στείρα κομματική αντιπαράθεση, στις πλάτες όλων αυτών των παιδιών, που το μόνο που ζητούν είναι δικαίωση και γαλήνη;
ΑΡΕΤΗ ΓΕΩΡΓΙΛΗ
Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Τι διαβάζουμε σήμερα: / Το δίλλημα με τον Κουφοντίνα

Σήμερα: Τα Ζεν της Βαϊκάλης • • • νίκη μεγαλοψυχίας • • • η βία δεν πτοεί (ακόμη) τους Βιρμανούς • • • μια πρώτη δικαίωση • • • οι επίμονοι Ινδοί αγρότες • • • δημοκρατία και πίτσα • • • ένας τιτάνας
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

5 σχόλια
Από τότε που η ψήφος, το κόμμα και οι πεποιθήσεις έγιναν “οπαδικές” βάσει πολιτισμικών και πολιτιστικών κριτηρίων και όχι βάσει οικονομικής κατάστασης, χάθηκε η μπάλα...
Αγαπητέ Δημήτρη,Επειδή ηλικιακά και πολιτικά ανήκω στην κατηγορία που περιγράφεις, με εντυπωσίασε αυτό το περί αριστερών γονέων που δεν άφηναν τα παιδιά τους να δουν τις ταινίες του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου του 50-60 "για να μην μολυνθούν". Προσωπικά τουλάχιστον, από όσους αριστερούς γονείς γνωρίζω, κανένας δεν απαγόρευσε στα παιδιά του να δουν αυτές τις ταινίες. Απλώς, απλούστατα, πολλοί από αυτούς δεν τις έβλεπαν, με αποτέλεσμα τα παιδιά να βρίσκονται λιγότερο "εκτεθειμένα" σε αυτό το είδος ταινιών. Προσωπικά, αυτό που με ενοχλεί στις περισσότερες από αυτές τις ταινίες και έπαψα να τις βλέπω όταν ενηλικιώθηκα δεν είναι τόσο ο μικροαστικός συντηρητισμός τους (το Χόλυγουντ εκείνης της εποχής έφτιαξε εντυπωσιακά αριστουργήματα κι ας ήταν φορείς της μικροαστικής ηθικής), όσο η αφόρητη απλοϊκότητα, προβλεψιμότητα και τυποποίηση των σεναρίων τους. Επρόκειτο για ταινίες που πόνταραν κατά 99% πάνω σε εξαιρετικά ταλαντούχους ηθοποιούς (πλην Βουγιουκλάκη). Τόσο πολύ ώστε, συχνά, ο ήρωας του έργου είχε το ίδιο μικρό όνομα με τον ηθοποιό που τον υποδυόταν (θεοί του κινηματογράφου!!). Για μένα ήταν αποκάλυψη ο Ντίνος Ηλιόπουλος να παίζει στον Δράκο!
Γάτε, μην παραξενεύεσαι. Αυτή η πεποίθηση υπήρχε (και ακόμα υπάρχει, ίσως όχι τόσο έντονα) σε αρκετούς αριστερούς, και όχι μόνο όσον αφορά τον κινηματογράφο. Έχω ακούσει με τα αυτιά μου άνθρωπο που ανήκει στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς να υπερηφανεύεται ότι άλλαξε ομάδα όταν, όντας ακόμα μικρός, έμαθε από τους αριστερούς γονείς του ότι ο Γιάννης Βογιατζής που τραγούδησε τον ύμνο του Παναθηναϊκού ήταν λέει χουντικός. Να μην σου πω τι έλεγε μακελεύοντας ονόματα ως ο χειρότερος κιτρινοψεκασμένος δημοσιγραφίσκος, για γνωστές ηθοποιούς που χαρακτήριζε ως πόρνες των αστών και των χουντικών λέγοντας ότι "ήταν γνωστά αυτά", ότι "αυτή που ξεκίνησε από την τάδε λαϊκή συνοικία όταν έγινε διάσημη "τον έπαιρνε" από τον τάδε δεξιό", μιλώντας παραληρηματικά για "αδερφές" σκηνοθέτες και τις μικροαστικές ταινίες που "υπέσκαπταν την λαϊκή εγρήγορση". Το πραγματικά τρομακτικό ήταν να βλέπεις μερικούς ομοϊδεάτες του (λίγο ή πολύ) από την σχετικά μεγάλη παρέα στην οποία βρισκόμασταν (μερικοί άγνωστοι μεταξύ αγνώστων) να κουνούν καταφατικά τα κεφάλια τους. Τι να λέμε τώρα. Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της Αριστεράς (στην Ελλάδα τουλάχιστον) και απόλυτα ενδεικτικό της νοοτροπίας της (που ήθελε ανέκαθεν να επιβάλλει και στους υπόλοιπους) ήταν το ότι "ενοχοποίησε" τη χαρά, την διασκέδαση και το γέλιο αντιπαραθέτοντας τις περισσότερες φορές μια βαρύγδουπη και μίζερη σοβαροφάνεια. Δεν είναι τυχαία η μαζική αποδοχή που έχει το "έντεχνο" στον χώρο της Αριστεράς...
Θεωρείτε ότι δεν συμβαίνει; Προσωπικά γνωρίζω αριστερούς γονείς σε πολύ καλές γειτονιές σήμερα που όχι μόνο έχουν απαλλάξει τα παιδιά τους από τα θρησκευτικά, όχι μόνο στέλνουν καθημερινά ραβασάκια στη δασκάλα σχετικά με το ποια κεφάλαια της σχολικής ιστορίας πρέπει να παραλείψει γιατί τα θεωρούν ιδεολογικά "ύποπτα" αλλά και παραδέχονται ότι δεν έχουν εμβολιάσει τα παιδιά τους...
Αυτό με τα θρησκευτικά ήταν που καθιέρωσε τη λογική των γονεϊκών επιλογών α λα καρτ όπως μας καπνίσει που ξεκίνησαν από την εκπαίδευση των παιδιών και τώρα επεκτείνονται και στην υγεία. Βεβαίως όπως όλα τα προοδευτικά κολλήματα, τα συμμερίζονται και πολλοί άλλοι «προοδευτικοί» χωρίς καμία κριτική διάθεση ή φαντασία για το που μπορεί να οδηγήσουν.Αδυνατώ να κατανοήσω τη λογική σύμφωνα με την οποία άνθρωποι που μεγαλώνουν στην ίδια χώρα δεν θα πρέπει να έχουν ένα ελάχιστο κοινό εκπαιδευτικό υπόβαθρο ώστε να μπορούν να συνεννοηθούν στοιχειωδώς αργότερα. Ή τη λογική σύμφωνα με την οποία τα παιδιά που τελειώνουν το σχολείο δεν θα πρέπει να γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη ή τον Ακάθιστο Ύμνο και το Τροπάριο της Κασσιανής. Λες και όλα αυτά αφορούν μόνο το προσωπικό θρησκευτικό συναίσθημα καθενός και όχι έναν ολόκληρο πολιτισμό μέσα στον οποίο βιώνει κανείς.
@ Χαρμίδης 20.8.2018 | 20:33Αδυνατώ να κατανοήσω τη λογική σύμφωνα με την οποία άνθρωποι που μεγαλώνουν στην ίδια χώρα δεν θα πρέπει να έχουν ένα ελάχιστο κοινό εκπαιδευτικό υπόβαθρο ώστε να μπορούν να συνεννοηθούν στοιχειωδώς αργότερα Πηγή: www.lifo.grΔεν είναι δύσκολο να το κατανοήσει κανείς. Αφενός επειδή οι άνθρωποι που μεγαλώνουν σε μια χώρα δεν είναι συνήθως όλοι ίδιοι, και αφετέρου επειδή ένα σωστό εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει ακριβώς να έχει εκπαιδευτικό και όχι κατηχητικό χαρακτήρα, τα θρησκευτικά δεν θα πρέπει να έχουν οποιαδήποτε άλλη θέση στην εκπαίδευση πέραν αυτής της στεγνής και αποστειρωμένης από οποιαδήποτε θρησκευτικότητα πληροφορίας: αυτή η θρησκεία λέει αυτό, αυτή λέει το άλλο, η ιστορία τους μέσα στον χρόνο είναι αυτή, αυτές οι μέθοδοι(αιματηρές ή αναίμακτες) χρησιμοποιήθηκαν για την επικράτηση τους, και ούτω καθ' εξής. Πρέπει όμως να είναι διατεθειμένος να καταλάβει και να αποδεχτεί κανείς κάτι που θα έπρεπε κανονικά να είναι αυτονόητο. Αν ήδη είναι θρήσκος ή θρησκόληπτος, όπως συμβαίνει με πάρα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, αυτό γίνεται δύσκολο, εως και αδύνατο. Μια τέτοια ανιδιοτελής και αντικειμενική εκπαιδευτική προσέγγιση δεν αποκλείει την συνεννόηση μεταξύ ανθρώπων που έχουν θρησκευτικές αναζητήσεις - αντιθέτως. Αυτό που την αποκλείει εξ ορισμού είναι η πίστη, ιδιαίτερα όταν αυτή είναι τυφλή. Η πίστη δεν γουστάρει την αναζήτηση. Ενίοτε την καταργεί.
Προς δεύτερο σχόλιο του Χαρμίδη:Μπερδεύεις (ή αγνοείς ηθελημένα) δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα:Εντελώς άλλο πράγμα το μάθημα των θρησκευτικών ως κατήχηση, προσηλυτισμός και πλύση εγκεφάλου υπέρ μιας θρησκείας και ΕΝΤΕΛΩΣ διαφορετικό πράγμα το μάθημα των θρησκευτικών ως θρησκειολογία όπου θα μάθεις τα πάντα για την επικρατούσα θρησκεία στη χώρα σου αλλά και για όλες τις μεγάλες θρησκείες, παρουσιασμένο με αντικειμενικό τρόπο. Το δεύτερο είναι απολύτως αναγκαίο (έτσι θα μάθεις και τη διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και ένα σωρό άλλα, και για το Κοράνι, και για τον Βουδισμό και για τις ινδουιστικές Βέδες...) γιατί οι θρησκείες καθόριζαν έως πολύ πρόσφατα ολόκληρη την ιστορία και και την τέχνη και, ακόμα και σήμερα, εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Έτσι, ακόμα κι αν επιλέξεις να γίνεις άθεος ή αγνωστικιστής, θα έχεις μια αξιόλογη γενική παιδεία
Για βαθύτερο νόημα δεν ξέρω, αλλά ας τσεκάρει κανείς την εργογραφία μόνο του Σακελλάριου και ας προσπαθήσει να βρει το σημερινό του αντίστοιχο. Ήδη μέσα στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, είχε γράψει από το "Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης", "Ένας ήρως με παντούφλες" και "Ένα βότσαλο στη λίμνη" μέχρι τα "Δεσποινίς ετών 39", "Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες" και "Θα σε κάνω βασίλισσα". Και απορούν μερικοί για την επίμονη δημοφιλία του "παλιού εμπορικού κινηματογράφου". Όχι, δεν είναι μόνο θέμα "νοσταλγίας", ούτε μόνο μεγάλης στόφας των τότε κωμικών. Όσο σπουδαίοι κι αν ήταν, τη δυνατότητα να "κεντήσουν" τους την έδωσαν κάποιοι άξιοι σύγχρονοί τους συγγραφείς.
Οι παλιές ελληνικές ταινίες (ειδικά αυτές) έχουν βαθύτερο νόημα μόνο όταν τις βλέπουμε στην τηλεόραση (επειδή τις βλέπουν κι άλλοι – είναι κάπως σαν να συμμετέχουμε σε μια γιορτή, σ’ ένα πάρτυ) και όχι όταν τις βλέπουμε μόνοι μας από DVD ή το YouTube.
Εμείς ενίοτε μαζευόμαστε και κάνουμε πάρτι Ελληνικής Ταινίας με το DVD ή το YouTube γιατί έχουμε βαρεθεί προ καιρού να βλέπουμε αυτά που θέλουν να μας δείξουν αφενός, και αφετέρου αρνούμαστε να διακόπτουμε την θέαση όποτε θέλουν αυτοί για να δούμε τις διαφημίσεις. Και κάνουμε και Rewind για να δούμε ή να ακούσουμε 2-3-5-10 φορές κάτι αστείο.