Oι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (σ.σ. με προσωπικό έως 9 εργαζομένους) αποτελούν το 96,9% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, επομένως είναι μάλλον υποτιμητικό να τις χαρακτηρίσουμε απλώς «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας. Είναι κάτι πολύ περισσότερο απ' αυτό. Σχεδόν το σύνολό της.
Είναι, επίσης, ο τομέας που δέχτηκε τα σφοδρότερα πλήγματα τα χρόνια της κρίσης. Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, από το 2008 μέχρι τις μέρες μας έβαλαν «λουκέτο» περίπου 250.000 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ χάθηκαν συνολικά 800.000 θέσεις εργασίας.
Σήμερα, οι περισσότερες από αυτές φυτοζωούν ή τελοσπάντων κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, έχοντας να αντιμετωπίσουν ένα «βουνό» από δισεπίλυτα προβλήματα, όπως η υπερφορολόγηση (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.), η έλλειψη χρηματοδότησης, η γραφειοκρατία και ο αθέμιτος ανταγωνισμός λόγω ανεπάρκειας των ελεγκτικών μηχανισμών, ειδικά από περιπτώσεις φοροδιαφυγής, αδήλωτης εργασίας, παράνομων εισαγωγών κ.ά.
Πρέπει να έχεις συνέχεια χρήματα για να πληρώνεις. Δεν μπορείς να καθυστερήσεις, πρέπει να αποδώσεις τον ΦΠΑ και να περιμένεις την πίστωση από τον πελάτη. Ουσιαστικά, χρηματοδοτούμε το κράτος.
Τι κάνει λοιπόν η πλειοψηφία των ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων; Με λίγα λόγια προσπαθεί απλώς να βγάλει τη μέρα και να παραμείνει ενεργή για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα, ελπίζοντας ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. Μιλάμε περισσότερο, δηλαδή, για ένα είδος ευχολογίου παρά για κάποιο ρεαλιστικό επιχειρηματικό πλάνο.
Πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ διαπιστώνει πως, παρά την κάπως ευνοϊκότερη οικονομική συγκυρία (μην ξεχνάμε πως, σύμφωνα με την κυβέρνηση, διανύουμε το τέλος της εποχής των μνημονίων), το επιχειρηματικό περιβάλλον, ιδιαίτερα για τις μικρές επιχειρήσεις, παραμένει ζοφερό, με διόγκωση χρεών, έλλειψη ρευστότητας και αδυναμία καταβολής των μισθών στην ώρα τους.
Πιο συγκεκριμένα, 6 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι η κατάσταση ρευστότητάς τους έχει επιδεινωθεί, ενώ 81.000 επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με κατασχέσεις και δέσμευση λογαριασμών.
Ο Αποστόλης Χ. (σ.σ. όσοι μιλούν στο ρεπορτάζ προτίμησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους στην πλειοψηφία τους, αλλά τα πλήρη στοιχεία τους είναι στη διάθεση της LiFO και του LiFO.gr) είναι 35 ετών.
Εδώ και έξι χρόνια έχει ανοίξει με δικό του κεφάλαιο ένα μικρό κουρείο στο κέντρο της Αθήνας. «Στην αρχή, με δυσκόλεψε πολύ η γραφειοκρατία. Έπρεπε να πηγαίνω από τη μία υπηρεσία στην άλλη. ΟΑΕΔ, εφορία, ΤΕΕ, δημοτικό διαμέρισμα για προέγκριση και μετά στον δήμο. Εντάξει, προφανώς τώρα το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα έξοδα της επιχείρησης. Φως, νερό, τηλέφωνο, γενικά έξοδα, ΕΦΚΑ, ΦΠΑ, φόρος εισοδήματος, προκαταβολή φόρου για την επόμενη χρονιά και, φυσικά, φόρος επιτηδεύματος, που είναι 650 ευρώ τον χρόνο βρέξει-χιονίσει, αν έχεις ανοιχτά βιβλία. Το κέρδος είναι ελάχιστο, αν όχι μηδαμινό» λέει, ενώ κουρεύει ταυτόχρονα τον πελάτη του.
«Φέτος, η χρονιά έκλεισε ίσα βάρκα-ίσα πανιά» συνεχίζει. «Πλήρης ισορροπία σε έσοδα - έξοδα. Παρ' όλα αυτά, πρέπει να πληρώσω φόρο 1.560 ευρώ» εξηγεί και σκάει ένα πλατύ χαμόγελο. Ίσως, σκέφτομαι, αυτή να είναι η άμυνά του απέναντι στον παραλογισμό της καθημερινότητας. «Και πού θα τα βρεις;» τον ρωτάω. «Ε, με διακανονισμό, δεν γίνεται αλλιώς. Προσπαθώ να μην αφήνω κάτι απ' έξω, αλλά όλο κάτι μένει και μετά τρέχουμε. Συνήθως δεν πληρώνω τον ΕΦΚΑ, να σου πω την αλήθεια, γιατί δεν σε κυνηγάνε εύκολα. Με το ΤΕΒΕ ήταν "χοντρό καπέλο", αλλά τώρα με τον ΕΦΚΑ είναι ελάχιστο».
Αυτή η θηλιά εξόδων και υποχρεώσεων που τυλίγεται γύρω από τον λαιμό των περισσότερων ιδιοκτητών των μικρών επιχειρήσεων δεν αντιμετωπίζεται απ' όλους με τον ίδιο τρόπο. Κάποιοι επιστρατεύουν μεγάλα αποθέματα υπομονής, άλλοι, όπως ο Αποστόλης, χρησιμοποιούν το χαμόγελο, ενώ υπάρχουν κι εκείνοι που φτάνουν σε τέτοιο σημείο απόγνωσης που αποφασίζουν να τα παρατήσουν.
Τον περασμένο Μάρτιο, η Γιάννα Μπαλαφούτη, ιδιοκτήτρια της επιχείρησης «Πυλιακή Γη», ανακοίνωσε το τέλος της λειτουργίας της μετά από σχεδόν μια 10ετία.
Η «Πυλιακή Γη», με έδρα την Πύλο της Μεσσηνίας, παρήγε παραδοσιακά προϊόντα, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να τα διεθνοποιήσει και να τα εξαγάγει στο εξωτερικό.
Σε μια μακροσκελή και συναισθηματικά φορτισμένη ανάρτηση που είχε γίνει viral, η κ. Μπαλαφούτη είχε δηλώσει πως αναγκάστηκε να κλείσει την επιτυχημένη επιχείρησή της λόγω της μάχης της με το «τέρας της γραφειοκρατίας».
Σύμφωνα με την ίδια, οι υπέρογκες εισφορές για την ασφάλιση, οι δυσανάλογοι φόροι, η δυσκολία για την έκδοση άδειας λειτουργίας και τα κάθε είδους δικαιολογητικά ήταν μόνο κάποια από τα εμπόδια που συνάντησε αυτά τα χρόνια.
Πριν από λίγες μέρες επικοινώνησα μαζί της και της ζήτησα να μου εξηγήσει πιο αναλυτικά τα προβλήματα, τις δυσκολίες αλλά και τις αιτίες που την οδήγησαν στην απόφαση αυτή.
«Η γραφειοκρατία είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Μοιάζει απλή διαδικασία, αλλά δεν είναι. Μπορεί να ξεκινάς με μια απλή υπεύθυνη δήλωση, αλλά μετά ανεβαίνεις έναν Γολγοθά και δεν ξέρεις αν θα σου δώσουν την τελική έγκριση και την άδεια εγκατάστασης. Δηλαδή κάνεις εσύ μια επένδυση χ με μια υπεύθυνη δήλωση και προέγκριση. Δεν ξέρεις όμως αν θα εγκριθεί τελικά, κι ας έχεις επενδύσει και 50.000 ευρώ. Επίσης, είναι σημαντικό το ότι ούτε οι νομαρχίες, ούτε οι περιφέρειες γνωρίζουν ή ενημερώνονται για τη νομοθεσία» λέει.
«Οι φόροι δεν παίζουν ρόλο;» τη ρωτάω. «Φυσικά. Η υπερφορολόγηση σε τόσο μικρής κλίμακας επιχειρήσεις, ειδικά όταν ξεκινούν τη λειτουργία τους, είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα. Για να το καταλάβει και ο κόσμος, όταν ένα βαζάκι μαρμελάδας 250 γρ. κοστίζει 5 ευρώ, το ¼ της τιμής είναι το ΦΠΑ. Έτσι γίνεται η ζημιά. Τα προϊόντα γίνονται αμέσως ακριβά, χωρίς να φταίει ουσιαστικά ο παραγωγός».
«Όλα αυτά που μου αναφέρεις ήταν που σ' έκαναν να τα παρατήσεις;». «Ναι. Είχε μεγαλώσει τόσο πολύ η παραγωγή της επιχείρησης που ήταν πάνω από τις δικές μου δυνατότητες. Είχα δουλειά και δεν είχα κεφάλαια να την υποστηρίξω. Έπρεπε να πάω σε μεγαλύτερο χώρο, οι τράπεζες, λόγω capital controls, δεν μου έδιναν κεφάλαιο κίνησης ούτε με εγγυήσεις. Δεν μπορούσα να αναπτυχθώ, οπότε μοιραία άρχισα να λιγοστεύω τους κωδικούς μου. Δεν μπορούσα να καινοτομήσω. Αντί να αναπτυχθώ, συρρικνώθηκα. Όχι όμως με δική μου θέληση».
«Άρα πώς μπορεί να επιβιώσει μια επιχείρηση στην Ελλάδα;» «Πρέπει να έχεις συνέχεια χρήματα για να πληρώνεις. Δεν μπορείς να καθυστερήσεις, πρέπει να αποδώσεις το ΦΠΑ και να περιμένεις την πίστωση από τον πελάτη. Ουσιαστικά, χρηματοδοτούμε το κράτος. Στη δική μου περίπτωση, που είμαι μία μαμά με μία κόρη έφηβη και η οικογένειά μας ζει από αυτή την επιχείρηση, αυτό το πράγμα δεν μπορούσε να συνεχιστεί χωρίς κεφάλαια. Μοιραία σε κατευθύνουν σε χρηματοδότηση. Όσο και να δουλέψεις, δεν βγαίνει. Πολύς κόπος και ουσία μηδέν» απαντάει η κ. Μπαλαφούτη.
Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο μου επισημαίνει την αδυναμία του κράτους να προστατέψει τις μικρές επιχειρήσεις. «Δεν μπορεί το κράτος να έχει τις ίδιες απαιτήσεις από μια μικρή οικοτεχνία με πέντε άτομα προσωπικό και από ένα μεγάλο εργοστάσιο, είτε μιλάμε για εγκαταστάσεις είτε για ελέγχους. Δεν γίνεται. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να γνωρίζουν την παραγωγική διαδικασία. Όσοι φτιάχνουν τους νόμους δεν ξέρουν τους μικρούς παραγωγούς. Δεν έχουν μπει ποτέ μέσα σε επιχειρήσεις για να δουν πώς λειτουργούν. Αν μπορούσα να δώσω μια συμβουλή σε έναν νέο επιχειρηματία, θα ήταν να διαβάζει καλά τη νομοθεσία και να προσέχει πολύ τις κινήσεις του».
Η υψηλή φορολογία και οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, όμως, οδηγούν αναπόφευκτα στη φοροδιαφυγή. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, στο πρώτο τρίμηνο του 2018 τα ποσοστά παραβατικότητας στο σύνολο των διενεργηθέντων ελέγχων και ερευνών υπερέβησαν το 61%.
Αυτήν τη συνέπεια της υψηλής φορολογίας τονίζει και ο Θ., επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στον χώρο του λιανικού εμπορίου, ο οποίος πριν από τρεις μήνες άνοιξε μια επιχείρηση εμπορίας ποτών στην Αθήνα.
«Η μεγαλύτερη δυσκολία για μια μικρή επιχείρηση στην Ελλάδα είναι να παραμείνει νόμιμη 100%. Όλο το πρόβλημα είναι η φορολογία. Από την πρώτη φορά που ο ιδιοκτήτης θα κληθεί να πληρώσει την εφορία συν την προκαταβολή για την επόμενη χρονιά σημαίνει ότι θα πρέπει να βάλει χρήματα από την τσέπη του. Και κεφάλαιο να έχει, τι θα κάνει; Θα ρίχνει λεφτά σε μια επιχείρηση που τον βάζει μέσα κάθε χρόνο;»
Η υπερφορολόγηση και κατ' επέκταση η φοροδιαφυγή, η γραφειοκρατία –λογιστές με τους οποίους μιλήσαμε μας επισήμαναν τις συχνές αλλαγές στη νομοθεσία, τις οποίες δυσκολεύονται και οι ίδιοι να παρακολουθήσουν, παρότι είναι η δουλειά τους–, η έλλειψη χρηματοδότησης από τις τράπεζες και ο αθέμιτος ανταγωνισμός δημιουργούν ένα τοξικό περιβάλλον που επηρεάζει πρωτίστως τους νέους επιχειρηματίες.
Ο Κώστας Γ., που έκλεισε πρόσφατα τα 34, εγκατέλειψε πριν από τρία χρόνια την Αθήνα και άνοιξε με δικά του χρήματα μια μικρή επιχείρηση υλοτομίας και επεξεργασίας ξυλείας στην επαρχία. Φέτος, μάλιστα, κατάφερε να προσλάβει και έναν εργαζόμενο. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά.
«Αν μπορούσα να ξεχωρίσω τα βασικότερα προβλήματα για τις μικρές επιχειρήσεις, θα έλεγα ότι είναι η υπερφορολόγηση, ο υψηλός ΦΠΑ και η έλλειψη χρηματοδότησης. Επειδή η δική μου δουλειά είναι εποχική, έχει χρειαστεί πολλές φορές, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, να δανειστώ ή να ξοδέψω χρήματα που είχα βάλει στην άκρη για άλλο σκοπό, π.χ. οικογενειακές ανάγκες ή διακοπές, για να πληρώσω τις ασφαλιστές εισφορές και τον μισθό του υπαλλήλου μου».
«Τι πιστεύεις ότι πρέπει να αλλάξει;» τον ρωτάω. «Θα πρέπει να μειωθεί ο ΦΠΑ. Εντάξει, δεν ξέρω πόσο δίκαιο είναι και το νομοσχέδιο για τις ασφαλιστικές εισφορές. Βέβαια, εγώ είμαι ωφελημένος γιατί δεν έχω υψηλή κερδοφορία κι έτσι πληρώνω λιγότερες εισφορές απ' ό,τι πριν. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που πληρώνουν πολλά χρήματα. Θα ήταν καλό, ειδικά για τους νέους επιχειρηματίες ή για όσους ανοίγουν τώρα μια επιχείρηση, να έχουν χαμηλότερο συντελεστή φορολόγησης για 1-3 χρόνια ή να μην προπληρώνουν τον φόρο της επόμενης χρονιάς».
σχόλια