Μεσημέρι Σαββάτου, η διάθεση της παρέας τεμπέλικη, κανείς δεν θέλει να γυρίσει σπίτι και να μαγειρέψει.
Συμφωνούμε ότι η όρεξη τραβάει κρέας στα κάρβουνα και τραβάμε για ένα από τα ονομαστά ταβερνάκια του ιστορικού κέντρου με τέτοια... εξειδίκευση.
Ο καιρός καλός, ο κόσμος στην πόλη ακόμη λίγος, φυσικά και ξέρουμε που πάμε και επιθυμία για τεμενάδες και μεγαλεία δεν έχουμε και δεν είχαμε ποτέ. Ο χώρος υπαίθριος με τα γνωστά ελληνικά «κλεισίματα», ξύλινες επενδύσεις και χαλίκι, όλα καλά.
Στο μαγαζί υπάρχουν άλλες τρεις – τέσσερις παρέες, η μία εξ αυτών μερικοί νεαροί Κύπριοι μες στην χαρά και την πάρλα, μ' εκείνη την υπέροχη ντοπιολαλιά, να ακούγεται σαν ευχάριστη μουσική υπόκρουση στις κουβέντες των άλλων.
Συγκεκριμένα πράγματα θέλουμε: 1 κιλό κρέας, 2 πατάτες, μια μπίρα, 3 κοκακόλες, μία βλίτα με κολοκύθια, μια φέτα, ψητό ψωμάκι και βλέπουμε για το μετά.
Η μία φίλη ζητά ευγενικά από τον σερβιτόρο να τα φέρει όλα μαζί και το κρέας να είναι κρέας, όχι φλάντζες και αν γίνεται όχι καλοψημένο. Ναι – ναι, κούνημα της κεφαλής και επιστροφή στα δικά μας. Ο άλλος φίλος παρατηρεί τον νεαρό Κύπριο δίπλα που το κρέας στο δικό του πιάτο είναι απείραχτο. Τον πειράζουμε για μυστήριο, το 'να του ξινίζει, τ' άλλο του βρωμάει, μέχρι που καταφθάνει ο δίσκος με την παραγγελία.
Το κρέας έχει «αρπάξει». Πεινάει η παρέα, δεν χάθηκε ο κόσμος, άρπαξε λίγο, σιγά. Οι πατάτες είναι δευτεροτηγανισμένες. Ώπα, έχουμε πρόβλημα.
Λείπουν τα αναψυκτικά και η μπίρα – δε χάθηκε ο κόσμος τα φέρνει μετά. Στο πιάτο της σαλάτας είναι παρκαρισμένα όπως – όπως, βασικά όπως βγήκαν από την κατσαρόλα, τα βλίτα και τα κολοκύθια, όχι λάδι, όχι λεμόνι δίπλα, όχι πάνω στο τραπέζι. Δεν χάθηκε ο κόσμος, ας έρθουν στην επόμενη γύρα.
Το κρέας έχει «αρπάξει». Πεινάει η παρέα, δεν χάθηκε ο κόσμος, άρπαξε λίγο, σιγά. Οι πατάτες είναι δευτεροτηγανισμένες. Ώπα, έχουμε πρόβλημα.
Η φίλη με ρωτά με εμφανή εκνευρισμό αν μοιάζουμε με τουρίστες ή έστω με χαζούς. Παρατηρώ το πιάτο του νεαρού Κύπριου που είναι ελαφρώς άθιχτο, αλλά το κέφι του αμείωτο. Δεν έχει λόγο να θυμώνει. Ήρθε για ψώνια, για να περάσει καλά κι αν του φέρθηκαν με ασέβεια, απλώς δεν θα ξαναπατήσει και πολύ καλά θα κάνει.
Ζητάμε τον λογαριασμό, χωρίς κουβέντα. Οι μισοί βράζουν από το κακό τους, οι άλλοι μισοί κοιτάμε τις γάτες, γιατί το έργο το 'χουμε ξαναδεί, έχουμε παίξει κιόλας, κάποτε έχουμε τσακωθεί. Δεν είμαστε τουρίστες και στο παρελθόν έχουμε επιστρέψει πολλά κακά πιάτα, πολλές δευτεροτηγανισμένες πατάτες, πολλά που άλλα ζητήσαμε κι αλλιώς μας ήρθαν. Πλέον βαριόμαστε και εκπλησσόμαστε ταυτόχρονα, σε στιλ "κοίτα να δεις, ακόμη συμβαίνει αυτό. Άντε, πάμε να φύγουμε".
Ο νεαρός φέρνει δροσερό καρπούζι για φρούτο και μας ρωτά αν είμαστε ευχαριστημένοι.
Κοιτάμε το «αφεντικό» που με ωραιότατο manspreading χαλαρώνει μπροστά από την υπαίθρια ταμειακή και κάνει πλάκα με τον άλλο σερβιτόρο. Αν ήμασταν τουρίστες, θα ήμασταν σούπερ ευχαριστημένοι. Όμως, αυτό δεν είναι ένα αποκλειστικά τουριστικό μαγαζί και εμείς είμαστε γείτονες, εδώ, της περιοχής.
Συμπεραίνουμε ότι για να μας ρωτήσει περί της... ευχαρίστησής μας ή δεν έχει ιδέα τι σερβίρει ή ρίχνει άδεια για να πιάσει γεμάτα. Σε κάθε περίπτωση κορόιδο πιάνεται, μετά από εμάς, φυσικά.
Για την ιστορία, ας πω εδώ, ότι την είχαμε ξαναπατήσει έτσι κάπου δυο χρόνια πίσω, αλλά τότε δώσαμε τόπο στην οργή, γιατί βρεθήκαμε σε μέρα που δεν έπεφτε καρφίτσα στο μαγαζί και, εντάξει, άνθρωποι είμαστε, πάνω στον κακό χαμό και λάθη γίνονται.
Αλλά... Δεν πρόκειται περί αυτού. Πρόκειται περί νοοτροπίας, κακής, φυσικά, σε μια Αθήνα που ειδικά τα τελευταία χρόνια κάνει φιλότιμες προσπάθειες στον χώρο της εστίασης. Και πού; Μέσα στην κρίση. Φεύγουμε κάπως σκεπτικοί.
"Μήπως έπρεπε να το κάνουμε θέμα; Να μην το ανεχτούμε;". Η φίλη ακόμη χτυπιέται.
Λογικά, απλώς από ένα σημείο –ενδεχομένως από μια ηλικία και μετά- ίσως δεν έχει τόσο νόημα. Ειδικά όταν είναι απολύτως σίγουρο ότι θα υπάρξει αντίλογος, οπότε και μπορεί να χρειαστεί να λογοφέρεις. Και εννοείται εκεί ποντάρει και η αγαπητή ιδιοκτησία που έχει πάψει από καιρό να πουλάει κρέας και πουλάει κουλέρ λοκάλ και –λατρεμένη για τους τουρίστες- ελληνική γραφικότητα.
Δεν είναι πια τόσο το κακό σέρβις και η κακή παροχή, όσο το θράσος. Ίσως η καλύτερη τιμωρία είναι το να μην ξαναπάει κανείς, αλλά και πάλι αυτό δεν είναι λύση.
Μιλώντας κάποτε με έναν αρκετά γνωστό Έλληνα σεφ, μου είχε πει ότι «με που ο πελάτης σε καλέσει στο τραπέζι του και αποδεδειγμένα έχεις κάνει βλακεία, απλώς παίρνεις το πιάτο, ζητάς συγνώμη και επιστρέφεις με το σωστό. Αν ούτε αυτό μπορείς, επιστρέφεις τα χρήματα, ανταποδίδεις κάπως και πάντα ελπίζεις στην καλή του προαίρεση».
Κάπως σήμερα θέλω του πω ότι αυτά ισχύουν με τους καινούριους, ευαίσθητους, ευσυνείδητους της εστίασης που το 'χουν βάλει σκοπό να ξεμπερδεύουν με το παλιό. Γιατί με τους παλιούς, με τον παλιό ελληναράδικο τρόπο διοίκησης μιας κερδοφόρας επιχείρησης δεν θα αλλάξει τίποτα – ποτέ.
σχόλια