Μεθυσμένος ναύτης πέφτει στα παγωμένα νερά βορειοευρωπαϊκού λιμανιού. Περαστικοί τον ανασύρουν και πολύ γρήγορα καταφθάνουν δύο γιατροί για να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. Καθώς ο ναύτης τρέμει από την υποθερμία και κείτεται λιπόθυμος στην προκυμαία, ο πρώτος γιατρός αμέσως αρχίζει τις μαλάξεις και ζητά απεγνωσμένα από τους γύρω να βρουν μια κουβέρτα. Τότε ακούει τον δεύτερο γιατρό να του λέει: «Μια στιγμή. Ο ναύτης μας προφανώς έπεσε στη θάλασσα λόγω υπερθέρμανσης που προκάλεσε στον εγκέφαλό του το πολύ οινόπνευμα. Το τελευταίο που χρειάζεται αυτήν τη στιγμή είναι μια κουβέρτα να τον ζεστάνει ξανά». Ο πρώτος γιατρός δεν πιστεύει στ' αφτιά του: «Τι είναι αυτά που λες; Τι σημασία έχει το γεγονός ότι ο τύπος έπεσε στη θάλασσα λόγω υπερθέρμανσης του εγκεφάλου του που προκλήθηκε από το πολύ οινόπνευμα; Αυτό που τώρα μετράει είναι ότι πεθαίνει από υποθερμία. Πρέπει να τον σκεπάσουμε με μια κουβέρτα άμεσα, αλλιώς θα πεθάνει». Έντρομος και άνω ποταμών, ακούει τον δεύτερο γιατρό να του ανταπαντά: «Και πώς ξέρουμε ότι αν τον σώσουμε με μια κουβέρτα, ξαναζεσταίνοντάς τον, δεν θα ξαναμεθύσει με αποτέλεσμα να ξαναπέσει στη θάλασσα από νέο κρούσμα υπερθέρμανσης του εγκεφάλου του;».
Αυτή την αλληγορία είχε χρησιμοποιήσει ο Τζον Μέιναρντ Κέινς για να αποδώσει το είδος της διαφωνίας που έβρισκε μπροστά του από τους ιθύνοντες του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης του Μεσοπολέμου, κάθε φορά που προσπαθούσε να τους πείσει για τη σημασία της τόνωσης της συνολικής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών ώστε να ανακάμψει η κίνηση στην αγορά, η παραγωγή και η απασχόληση. Του έλεγαν οι του υπουργείου: η κρίση προκλήθηκε από την κατάρρευση του 1929, η οποία με τη σειρά της προκλήθηκε από «υπερθέρμανση» των αγορών, από υπερβολική τραπεζική πίστη, υπερβολική αισιοδοξία, υπερβολικές επενδύσεις σε λιγότερο παραγωγικούς συντελεστές (π.χ. ακίνητα) κ.λπ. Έτσι δημιουργήθηκαν οι «φούσκες» που έσκασαν το 1929. Τώρα μας λες ότι πρέπει να αναθερμάνουμε την οικονομία. Γιατί να την αναθερμάνουμε, όταν γνωρίζουμε ότι η υπερθέρμανσή της ήταν το πρόβλημα; Πού ξέρουμε ότι δεν θα υπερθερμανθεί και πάλι με τα γνωστά αποτελέσματα;
Ο Κέινς τους απαντούσε: Δεν το ξέρουμε! Μπορεί να γίνει κι έτσι. Όπως με τον ψυχορραγούντα ναύτη (ναι, η αλληγορία με τον μεθύστακα ναυτικό που ανασύρεται από τα παγωμένα νερά του λιμανιού είναι του Κέινς), ποτέ δεν γνωρίζουμε αν θα κάνει τα ίδια λάθη για να βρεθεί, κάποια στιγμή, στην ίδια κατάσταση. Αν όμως δεν δράσουμε τώρα, αν δεν τον τυλίξουμε με την κουβέρτα, ο ασθενής απλώς θα πεθάνει. Το ίδιο ισχύει και με μια κοινωνική οικονομία που έχει πέσει στο παγωμένο κώμα της τριπλής κρίσης τραπεζών, ύφεσης και χρέους. Αν δεν την αναθερμάνουμε, θα ψοφήσει από το αμείλικτο ψύχος.
Σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε από τη δεκαετία του '30, τα ίδια επιχειρήματα τα βρίσκουμε μπροστά μας. Η Ευρωπαϊκή Περιφέρεια, πράγματι, υπερθερμάνθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του '90 έως το Κραχ του 2008. Τεράστιες ποσότητες ιδιωτικών κεφαλαίων ανοήτως έρρευσαν προς τις χώρες μας, δημιουργώντας την «υπερθέρμανση». Όλα αυτά τα χρόνια, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Κύπρος κ.λπ. έβλεπαν το ΑΕΠ τους να μεγαλώνει πολύ γρηγορότερα από εκείνο της Γερμανίας και της Ολλανδίας. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας και της Ισπανίας, γερμανικά ως επί το πλείστον κεφάλαια έρρεαν ακατάπαυστα στον ιδιωτικό τομέα, δημιουργώντας «φούσκες» στην αγορά ακινήτων, οι οποίες βοηθούσαν στη σμίκρυνση του δημόσιου χρέους κάτω από τα επίπεδα της Γερμανίας. Στην περίπτωση της Κύπρου, τα κεφάλαια προέρχονταν από τη Ρωσία, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, και ίσως και της Πορτογαλίας, οι ροές κεφαλαίων είχαν ως αρχική πηγή τους κυρίως τη Γερμανία, αλλά κατέληγαν ως δάνεια στο κράτος, φουσκώνοντας το δημόσιο χρέος, αλλά παράλληλα και τον ρυθμό «ανάπτυξης» – καθώς το κράτος, με τη σειρά του, διοχέτευε αυτά τα (δανεικά) ποσά στον ιδιωτικό τομέα (π.χ. μέσω εργολάβων). Όπως και να διοχετεύτηκαν αυτά τα μεγάλα κεφάλαια που έρρευσαν στην Περιφέρεια, η ουσία είναι μία: έφεραν την «υπερθέρμανση» η οποία, όπως και στην περίπτωση του ναύτη, οδήγησε στο «ατύχημα».
Τώρα, εδώ που είμαστε, στη χρονική φάση που αντιστοιχεί με τη σκηνή που ο ναύτης πεθαίνει από υποθερμία στην προκυμαία, προέχει η αναθέρμανση. Χωρίς αυτήν η ευρωζώνη δεν θα αντέξει – θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Και πώς θα αναθερμανθεί; Μόνο μέσω δημόσιων ευρωπαϊκών επενδύσεων, π.χ. με μια σοβαρή ενεργοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, σε συνδυασμό με αύξηση των μισθών στις πλεονασματικές χώρες, ώστε να τονωθεί η ζήτηση των εξαγωγών των χωρών της Περιφέρειας στον Βορρά.
Και όμως, αντ' αυτού η Βόρεια Ευρώπη αναμασά τα επιχειρήματα του δεύτερου γιατρού: «Και πώς ξέρουμε ότι δεν θα ξαναπέσει στη θάλασσα ο μεθύστακας;». Η απάντηση είναι διττή: πρώτον, χωρίς την αλληγορική «κουβέρτα» των επενδύσεων, ο «ναύτης» θα πεθάνει και μαζί του θα σβήσει η ευρωζώνη. Δεύτερον, αν μας νοιάζει πραγματικά να μην ξανα-έχουμε υπερθέρμανση, ας προσέξουμε ώστε η μεταφορική κουβέρτα να χρησιμοποιηθεί σωστά – π.χ. οι ευρωπαϊκές δημόσιες επενδύσεις να γίνουν συνετά, όχι σε ακίνητα και «φούσκες» αλλά σε επιχειρήσεις και κλάδους που βοηθούν την αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας. Κι αν αυτό απαιτεί κοινή βιομηχανική πολιτική, εκτός των φαύλων μηχανισμών των ΕΣΠΑ, των Βρυξελλών και των κρατών-μελών, τότε να προβούμε στις κινήσεις που χρειάζονται ώστε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να επενδύσει άμεσα σε αυτές τις επιχειρήσεις και τους κλάδους.
σχόλια