Κάπου εκεί στις Ειδούς του Μαρτίου ή λίγο μετά λέγεται ότι θα πάρει ο Αλέξης Τσίπρας την πολυαναμενόμενη απόφαση για τον χρόνο διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών, την οποία δεν βιάζεται καθόλου να ανακοινώσει.
Ωστόσο, η χώρα έχει μπει ήδη σε προεκλογικό κλίμα, αφού τον Μάιο θα έχουμε έτσι κι αλλιώς αυτοδιοικητικές εκλογές και Ευρωεκλογές, αλλά η πλέον κρίσιμη αναμέτρηση είναι πάντα αυτή από την οποία προκύπτουν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση. Οι επόμενοι μήνες Θα είναι μια έντονη και πυκνή πολιτική περίοδος, κατά την οποία θα συμβούν πολλά.
Ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να κυβερνήσει τη χώρα για τέσσερα αδιατάρακτα ‒χωρίς να απειλείται η εξουσία του‒ χρόνια, μετερχόμενος διάφορες μεθόδους. Αυτό πιστώνεται στις προσωπικές του επιτυχίες, όπως και το ότι κατάφερε να καθιερώσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως το αντίπαλο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, εκτοπίζοντας οριστικά το πρώην ΠΑΣΟΚ και νυν ΚΙΝΑΛ από τη θέση αυτή.
Μένει να δει αν οι πολίτες κρίνουν ότι κυβέρνησε καλά, και άρα θα τον επιδοκιμάσουν, ή ότι δεν τα κατάφερε, οπότε θα τον αποδοκιμάσουν. Αυτή θα είναι η πρώτη μεγάλη δοκιμασία, μετά από αυτήν του Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου του 2015, για την οποία όμως δεν βιάζεται καθόλου.
Ο κεντρικός πολιτικός σχεδιασμός του Τσίπρα είναι η παρουσίαση του κόμματός του (που φιλοδοξεί να εμφανίσει σε επίπεδο ευρύτερης παράταξης) ως της μοναδικής πολιτικής δύναμης της χώρας που στέκεται απέναντι στην ακροδεξιά, την οποία τοποθετεί στη θέση του αντιπάλου.
Τα εθνικά θέματα και η διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού, παρά το πολιτικό κόστος που του έχουν δημιουργήσει, θα επιχειρήσει να τα χρησιμοποιήσει ως πλεονεκτήματα για να συσπειρώσει τον λεγόμενο προοδευτικό χώρο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του έχουν αποφασίσει να κρατήσουν χαμηλούς τόνους, παρ' ότι όλο και περισσότερα στελέχη της ΝΔ προτείνουν το αντίθετο. Όσο θα πλησιάζουν οι εκλογές, το δίλημμα που θα θέτει η ΝΔ θα είναι το «αυτοδυναμία ή χάος».
Για την ώρα, έχει καταφέρει να συσπειρώσει ένα τμήμα της λεγόμενης κεντροαριστεράς που τα παλαιότερα χρόνια κινούνταν μεταξύ Συνασπισμού και Σημίτη, όπως οι Μπίστης, Λιάκος, Ρεπούση κ.ά., για τους οποίους μπορεί να γίνεται θόρυβος στα ΜΜΕ, αλλά η εκλογική τους επιρροή είναι σχεδόν μηδενική.
Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, μαζί με ένα ευρύτερο «εκσυγχρονιστικό» μπλοκ, την περίοδο που στη ΝΔ αρχηγός ήταν ο Σαμαράς, στο ΠΑΣΟΚ ο Γιώργος Παπανδρέου και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ταυτότητα ριζοσπαστικής αριστεράς, φλέρταραν με την ιδέα ενός φιλελεύθερου κόμματος με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που θα ένωνε φιλελεύθερους αντιεθνικιστές της ΝΔ, εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ και ορισμένους της πάλαι ποτέ Ανανεωτικής Αριστεράς που κινούνταν στα πέριξ.
Αυτό ήταν ένα σενάριο που δεν ευδοκίμησε, ωστόσο συζητούνταν πριν από κάποια χρόνια. Σήμερα όλοι αυτοί είναι πάλι σε διαφορετικά στρατόπεδα, ως αντίπαλοι.
Ο Αλέξης Τσίπρας, τόσο στις ευρωεκλογές όσο και στις εθνικές εκλογές, σκοπεύει να ταυτιστεί με το κεντρικό αφήγημα των δυνάμεων που κυριάρχησαν στην Ε.Ε. την προηγούμενη περίοδο με επικεφαλής τη Μέρκελ, το οποίο θα μοιάζει όμως περισσότερο με αυτό του Μακρόν και θα θέτει την ακροδεξιά ως αντίπαλο.
Μόνο που στη θέση της ακροδεξιάς δεν τοποθετεί ούτε τη Χρυσή Αυγή (για την οποία έχει καταγγελθεί από κάποιους πολιτικούς αντιπάλους του ότι την μεταχειρίζεται) ούτε τα ακροδεξιά εθνικιστικά κόμματα που αναδύονται (και προβάλλονται έως και υπέρμετρα σε κάποια ΜΜΕ, ακόμα και δημόσια).
Από τα κόμματα αυτά, άλλωστε, το Μαξίμου προσδοκά να κόψουν ψήφους από τη ΝΔ, οπότε δεν τα βάζει στο στόχαστρο. Αντιθέτως, του ασκείται κριτική ότι τα πριμοδοτεί κιόλας.
Στη θέση του ακροδεξιού αντιπάλου βάζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ, παρότι πρόκειται για το αδελφό κόμμα του CDU της Μέρκελ (για τη συνεργασία με το οποίο ο ίδιος ο Τσίπρας είχε προτρέψει το γερμανικό σοσιαλιστικό κόμμα, όταν μετά τις εκλογές οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες είχαν ενδοιασμούς).
Με την τακτική αυτή ο Τσίπρας εκτιμά ότι θα πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση και θα στιγματίσει τον πολιτικό του αντίπαλο στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του έχουν αποφασίσει να κρατήσουν χαμηλούς τόνους, παρ' ότι όλο και περισσότερα στελέχη της ΝΔ προτείνουν το αντίθετο. Όσο θα πλησιάζουν οι εκλογές, και οπωσδήποτε μετά την ανακοίνωση της ημερομηνίας των εθνικών εκλογών, το δίλημμα που θα θέτει η ΝΔ θα είναι το «αυτοδυναμία ή χάος».
Η ΝΔ αναμένεται να υπερψηφιστεί από πολίτες που θα θελήσουν να καταψηφίσουν την κυβέρνηση, αλλά υστερεί στη θετική ψήφο, την οποία όμως χρειάζεται για να πετύχει την αυτοδυναμία που επιδιώκει. Μεγάλη αδυναμία της ΝΔ παραμένει το κοινωνικό της προφίλ, το οποίο νομίζει ότι έχει βελτιώσει.
Όσο, όμως, δεν δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις για το τι θα κάνει με τους εκατοντάδες χιλιάδες που εξαρτώνται πλέον από τα επιδόματα, με τους συνταξιούχους και όσους φτωχοποιήθηκαν και εξαθλιώθηκαν τα χρόνια της κρίσης, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού παραμένει επιφυλακτικό.
Άγνωστο μέγεθος, αλλά κρίσιμο για την ανάδειξη της επόμενης κυβέρνησης, παραμένει η αποχή, η οποία στις τελευταίες εκλογές (μετά την απογοήτευση του δημοψηφίσματος) έφτασε σε πρωτοφανή υψηλά ποσοστά.
Μάχη θα δοθεί και για το ΚΙΝ.ΑΛ., το οποίο διεκδικούν να τεμαχίσουν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, ενώ αυτό παλεύει να φτάσει στις εκλογές χωρίς να αποδεκατιστεί.
Στην πραγματικότητα, παρ' ότι τα δύο μεγαλύτερα κόμματα θα ήθελαν να αθροίσουν τις όποιες δυνάμεις του στις δικές τους, αμφότερα το χρειάζονται μετά τις εκλογές.
Για την ώρα, οι περισσότερες αναλύσεις προβλέπουν ότι δύσκολα θα επιτευχθεί αυτοδυναμία, οπότε, σε αυτή την περίπτωση, όποιο από τα δύο κόμματα και να κερδίσει, θα χρειαστεί εκλογικό εταίρο. Ούτε το ΚΚΕ, ούτε η Χρυσή Αυγή μπορούν να παίξουν αυτόν τον ρόλο. Οπότε, μένει μόνο το ΠΑΣΟΚ, που θα μπορούσε να συνεργαστεί και με τους δύο.
Αυτή ακριβώς είναι η μάχη που δίνεται αυτή την περίοδο στο παρασκήνιο. Είναι γνωστό ότι στο ΚΙΝ.ΑΛ. υπάρχουν στελέχη που μετά τις εκλογές επιθυμούν σφόδρα τη συνεργασία τους με τη ΝΔ, ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση, ενώ κάποιοι άλλοι θέλουν συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, καθώς εκτιμούν ότι μόνο έτσι θα ξαναμπούν αργά ή γρήγορα στο παιχνίδι.
Συζητήσεις, έως και συνεννοήσεις, με κάποιους έχουν γίνει εδώ και πολύ καιρό. Ποια πλευρά θα κερδίσει αυτήν τη διελκυστίνδα θα φανεί μετά τις εκλογές. Η Φώφη Γεννηματά παλεύει να κρατήσει το κόμμα ενωμένο ως τότε, ενώ δεν αποκλείεται, αν τελικά συνεργαστεί με το ένα κόμμα, να αυτομολήσουν αυτοί που ήθελαν το άλλο. Για την ακρίβεια, αυτό είναι το πιθανότερο σενάριο.
Ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Κώστας Λαλιώτης αναγκάστηκαν, μετά από πιέσεις, να βάλουν τέρμα στη σχετική φιλολογία που αναπτύχθηκε τις προηγούμενες μέρες. Και οι δύο (μολονότι η σχέση καθενός με τον Αλέξη Τσίπρα είναι διαφορετική) δήλωσαν ότι δεν σκοπεύουν να πάνε στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κανείς τους δεν διέψευσε ότι συζητά μαζί τους ούτε απέκλεισαν μετεκλογική συνεργασία. Το αντίθετο.
Άλλωστε, ο Τσίπρας ποτέ δεν τους ενέταξε στον προεκλογικό του σχεδιασμό αλλά στην στρατηγική του για την επόμενη μέρα.
Tο άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια