Είχε έρθει κάποτε στο γυμνάσιο όπου πήγαινα με «μεταγραφή» από άλλο σχολείο ένας καινούργιος μαθητής και μετά από κάποιο διάστημα ελαστικής μεταχείρισης και προσαρμογής κλήθηκε κι αυτός να «σηκωθεί» να απαντήσει στο μάθημα. Δεν θυμάμαι ποιο μάθημα ήταν (Ιστορία ίσως; Δεν έχει σημασία), αυτό που θυμάμαι πάντα είναι ο τρόπος που δήλωσε την άγνοιά του: «Δεν γνωρίζω, δυστυχώς».
Κοιταχτήκαμε όλοι οι υπόλοιποι τότε με ένα μείγμα δέους και απορίας: γίνεται να απαντάς έτσι; Και γιατί δεν το είχαμε σκεφτεί κι εμείς πιο πριν, αντί να προσπαθούμε κάθιδροι να τα μπαλώσουμε κακήν κακώς ή να πασαλείβουμε την άγνοιά μας με ηλίθιες και μικροπρεπείς δικαιολογίες; Ακόμα και ο καθηγητής που απηύθυνε την ερώτηση είχε μείνει λίγο ενεός (κοινώς «μαλάκας») με την ειλικρινή και αμυδρά μοιρολατρική απόκριση και, αφού ψέλλισε αμήχανα κάτι του τύπου «καλά, παιδί μου, δεν πειράζει, την επόμενη φορά...», ρώτησε αορίστως αν κάποιος ή κάποια στην αίθουσα γνώριζε, τέλος πάντων, αυτό που όλοι θα έπρεπε να γνωρίζουμε, αν είχαμε μελετήσει το προηγούμενο βράδυ.
Το προφανές τονίζει η αρθρογράφος (Amelia Tait), καθώς εμφανίζεται απαυδισμένη από αυτό που όλοι μας λίγο-πολύ διαπιστώνουμε καθημερινά με την εμπλοκή μας στο πολύβουο αντηχείο των media, όπου βασιλεύει ο νόμος του ξερόλα που κάθεται αμπαρωμένος στις ατζέντες και στις βεβαιότητες και στις δοξασίες του και εξαπολύει «εμπεριστατωμένες» απόψεις επί παντός επιστητού από το πληκτρολόγιο.
Εν τέλει, ο τύπος (ο μαθητής, όχι ο καθηγητής) απεδείχθη ολίγον «λαμόγιο» και κάποτε αναπόφευκτα στέρεψε αυτή η πατέντα της fake ταπεινοφροσύνης με τα «δυστυχώς» και τα «λυπάμαι», όμως μου έχει μείνει μόνο εκείνη η ισχύς που αναδύθηκε από μια δήλωση αδυναμίας, από μια ομολογία άγνοιας: «Δεν ξέρω».
Και σήμερα θυμήθηκα ξανά το περιστατικό, διαβάζοντας ένα άρθρο στον «New Statesman» με τον μακρύ και «προφανή» και επεξηγηματικό τίτλο (τους «λοξούς», αφαιρετικούς και οικονομικούς τίτλους τους έχει φάει προ πολλού η μαρμάγκα): «Γιατί έχουμε ανάγκη να ακούμε πιο συχνά τη φράση "δεν ξέρω" σε έναν κόσμο γεμάτο άμεσες online αποψάρες».
Το προφανές τονίζει η αρθρογράφος (Amelia Tait), καθώς εμφανίζεται απαυδισμένη από αυτό που όλοι μας λίγο-πολύ διαπιστώνουμε καθημερινά με την εμπλοκή μας στο πολύβουο αντηχείο των media, όπου βασιλεύει ο νόμος του ξερόλα που κάθεται αμπαρωμένος στις ατζέντες και στις βεβαιότητες και στις δοξασίες του και εξαπολύει «εμπεριστατωμένες» απόψεις επί παντός επιστητού από το πληκτρολόγιο. Το «δεν ξέρω», ως γνωστόν, δεν προκαλεί emoji, ούτε «αντιδράσεις», ούτε σχόλια, ούτε κοινοποιήσεις.
Αυτό που «πονάει» πιο πολύ στο κείμενο είναι η –επίσης προφανής– διαπίστωση ότι στο έντονα ανταγωνιστικό σπορ της «ημιμαθούς αυθεντίας» επιδίδονται με ιδιαίτερη θέρμη οι άνθρωποι που ως ιδιότητα θα έπρεπε να γνωρίζουν όχι μόνο ότι δεν γνωρίζουν τα πάντα αλλά και ότι υπάρχουν πάντα ποικίλες όψεις σε κάθε ζήτημα. Όπως γράφει χαρακτηριστικά:
«... Ένας από τους λόγους που ήθελα να γίνω δημοσιογράφος ήταν επειδή πάντα ήθελα να γνωρίζω περισσότερα. Στην πραγματικότητα, έχω ελάχιστη πίστη στις απόψεις μου και το απολαμβάνω όταν μου δίνεται η ευκαιρία να συμβουλεύομαι ειδικούς ή τους ανθρώπους που επηρεάζονται άμεσα από ένα ζήτημα. Τις περισσότερες φορές οι απαντήσεις τους είναι απροσδόκητες και μπορούν να διαμορφώσουν ριζικά την αντίληψή μου για τον κόσμο. Είμαι αβέβαιη για πολλά πράγματα – για να είμαι ειλικρινής, ήδη ντρέπομαι γι' αυτήν εδώ τη στήλη και τις βεβαιότητες που εκφράζω κατά καιρούς. Όσο παρακολουθώ τις σύγχρονες εκφάνσεις της δημοκρατίας να ξετυλίγονται ενώπιόν μας, τόσο περισσότερο αισθάνομαι ότι το "δεν γνωρίζω" είναι η πιο ισχυρή φράση που έχουμε στη διάθεσή μας».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια